Κάποτε, πριν τρεις δεκαετίες και περισσότερο, άνθιζαν στους τοίχους της πρωτεύουσας τα συνθήματα: «Έξω οι βλάχοι από την Αθήνα», «Βλάχοι, να πάτε στα χωριά σας» και άλλα παρόμοια που έδειχναν την ενόχληση των γηγενών Αθηναίων για τη μαζική εσωτερική μετανάστευση στο άστυ που είχε αλλοιώσει σοβαρά την καθημερινότητά τους.
Οι «βλάχοι» ωστόσο όχι μόνο δεν έφυγαν από την Αθήνα, αλλά συνέχιζαν να καταφθάνουν και να προστίθενται στα εκατομμύρια των κατοίκων της πόλης.
Εγκαταστάθηκαν κανονικά εδώ, βρήκαν δουλειές, άνοιξαν μαγαζιά, έγιναν τεχνίτες ή ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, παντρεύτηκαν και πολλαπλασιάστηκαν, οι δε γηγενείς εξαφανίστηκαν κάτω από τον πληθυσμιακό τους όγκο και έγιναν είδος προς εξαφάνιση.
Η πρωτεύουσα εξαπλώθηκε στο λεκανοπέδιο της Αττικής προς όλες τις κατευθύνσεις, νέες συνοικίες εμφανίστηκαν και οι παλιές και αραιοκατοικημένες μεταμορφώθηκαν σε πυκνοκατοικημένα περιφερειακά κέντρα με αυτόνομη ζωή. Με άλλα λόγια η Αθήνα έγινε αγνώριστη, έγινε η πόλη που ξέρουμε εμείς σήμερα.
Στην κλασική πλέον ερώτηση «από πού είσαι;», ο νέος Αθηναίος έδινε ποικίλες απαντήσεις που κάλυπταν όλες τις περιοχές της ελληνικής γης. Αν συνέβαινε να είναι παλιός Αθηναίος, το τόνιζε αυτό πολύ καθαρά για να αντιδιαστείλει την προέλευσή του από τους νεήλυδες που κακώς συστήνονταν ως Αθηναίοι.
Παρ’ όλα αυτά τα συνθήματα εξακολουθούσαν να διακοσμούν τους τοίχους της πόλης. Κάποιοι αθεράπευτα ρομαντικοί επέμεναν να νοσταλγούν τον παλιό καλό καιρό, τότε που η Αθήνα ήταν μια πόλη μικρότερη, ανθρωπινότερη και κυρίως «καθαρότερη», χωρίς δηλαδή τους ενοχλητικούς επαρχιώτες που είχαν αλλοιώσει το πληθυσμιακό δυναμικό της.
Μετά ξαφνικά τα συνθήματα αυτά εξαφανίστηκαν. Τι συνέβη; Μεγάλωσαν εν τω μεταξύ αυτοί οι αμετανόητοι νοσταλγοί του παρελθόντος, γέρασαν και πιθανόν πέθαναν; Το πήραν μήπως απόφαση ότι οι «βλάχοι» δεν επρόκειτο να επιστρέψουν ποτέ στα χωριά τους; Ή μεσολάβησε κάτι άλλο που έκανε τους παλιούς και τους νέους Αθηναίους να συμφιλιωθούν;
Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι τα συνθήματα εξαφανίστηκαν την εποχή που η χώρα άρχισε να κατακλύζεται από άλλους ξένους που έρχονταν από άλλες χώρες, είχαν άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία και άλλα έθιμα. Οι νέοι αυτοί ξένοι τα πρώτα χρόνια βολεύτηκαν με δουλειές που οι Έλληνες δεν καταδεχόμασταν πια να κάνουμε, μια και εν τω μεταξύ το βιοτικό μας επίπεδο είχε ανέβει σημαντικά (με ξένα χρήματα φυσικά, αλλά τότε δεν το ξέραμε).
Για ένα καιρό όλοι δείχναμε ευχαριστημένοι: οι Έλληνες, επειδή οι ξένοι μάς είχαν απαλλάξει από αυτές τις ενοχλητικές εργασίες και ζητούσαν γι αυτές λίγα σχετικά χρήματα. Οι ξένοι, επειδή επί τέλους είχαν βρει μια δουλειά και έτρωγαν ψωμί.
Και καθώς ήμασταν και ένας λαός ψυχοπονιάρης ( η προσφυγιά και η δική μας μετανάστευση στα ξένα ήταν νωπά στη μνήμη μας), όταν άρχισαν να καταφθάνουν οι καραβιές των ξένων στα νησιά μας, μισοπνιγμένων και εξαθλιωμένων από τις κακουχίες, οι κάτοικοι έτρεχαν να τους φροντίσουν, να τους δώσουν ρούχα και φαγητό κι ένα κατάλυμα για να μην πεθάνουν στους δρόμους.
Αλλά έχετε παρατηρήσει τι γίνεται, όταν κάποιος φέρνει τροφή και ταΐζει τα δυο-τρίτα αδέσποτα της αυλής του. Πριν το καλοκαταλάβει, τα αδέσποτα έχουν γίνει εκατό. Πριν το καλοκαταλάβουμε, ο τόπος μας γέμισε μετανάστες. Και η Αθήνα επίσης. Μια νέα αλλοίωση του πληθυσμιακού δυναμικού άρχισε τότε να απειλεί όχι μόνο την πρωτεύουσα αλλά ολόκληρο τον τόπο.
Και τότε στους δρόμους της πόλης εμφανίστηκαν τα νέα συνθήματα.
--Η κ. Καίτη Βασιλάκου είναι φιλόλογος και συγγραφέας.
ketivasilakou.blogspot.com
ekaterini77@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου