Ο κόσμος βουλιάζει στην εταιρική απάτη και τα προβλήματα είναι μεγαλύτερα στις πλούσιες χώρες – εκείνες που υποτίθεται ότι διαθέτουν ‘καλή διακυβέρνηση’.
Τα μέλη των κυβερνήσεων των φτωχών κρατών ίσως λαμβάνουν περισσότερες μίζες και διαπράττουν περισσότερα παραπτώματα αλλά είναι οι πλούσιες χώρες οι οποίες αποτελούν την έδρα των πολυεθνικών παγκόσμιων επιχειρήσεων όπου τα παραπτώματα προσλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Εδώ μιλά το χρήμα και από εδώ ξεκινά η πολιτική διαφθορά των αγορών και των κυβερνήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ούτε μια μέρα δεν περνά δίχως μια νέα περίπτωση διαφθοράς. Κατά την τελευταία 10ετία όλες οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες της Γουόλ Στριτ έχουν πληρώσει μεγάλα πρόστιμα για παραποιήσεις των λογιστικών τους στοιχείων, παράνομη διενέργεια πράξεων στη βάση εσωτερικής πληροφόρησης, κάθε είδους απάτες με χρεόγραφα και αξιόγραφα, ‘πυραμίδες’ ή άμεσες καταχρήσεις από την πλευρά των διευθύνοντων συμβούλων τους.
Αυτή τη στιγμή διεξάγεται στη Νέα Υόρκη η δίκη μιας μεγάλης συμμορίας κατηγορούμενης για insider trading που εμπλέκει ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Είχε προηγηθεί η επιβολή προστίμων στις μεγαλύτερες αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες για διάφορες καταχρήσεις.
Κι όμως, ο βαθμός λογοδοσίας είναι μηδαμινός. Δύο χρόνια έχουν περάσει από τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών που ξεκίνησε από τις ασυνείδητες συμπεριφορές των μεγαλύτερων τραπεζών της Γουόλ Στριτ, κι ούτε ένας από τους μεγάλους ηγέτες του χρηματοπιστωτικού κόσμου δεν πήγε φυλακή. Οι εταιρείες μπορεί να καταδικάστηκαν σε πρόστιμα για τις απάτες τους, όμως είναι οι μέτοχοι – και όχι οι διευθύνοντες σύμβουλοι και οι διαχειριστές – που πληρώνουν αυτό το κόστος. Τα πρόστιμα αυτά αποτελούν εξάλλου ένα πολύ μικρό κομμάτι των παράνομων κερδών της διαφθοράς, πράγμα που σημαίνει ότι οι διεφθαρμένες πρακτικές της Γουόλ Στριτ έχουν σταθερό ποσοστό αποδόσεων. Ακόμη και σήμερα το τραπεζικό λόμπι παίζει σκληρά σε βάρος των εποπτικών αρχών και των πολιτικών.
Η διαφθορά συμπεριλαμβάνει, βέβαια, και τους Αμερικανούς πολιτικούς. Ο σημερινός κυβερνήτης της Φλόριντα Ρικ Σκοτ ήταν διευθύνων σύμβουλος μιας μεγάλης εταιρίας ειδών υγειονομικής περίθαλψης, της Columbia/HCA. Η εταιρία αυτή κατηγορήθηκε για απάτη σε βάρος της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών καθώς υπερτιμολογούσε τα υλικά που της προμήθευε και κρίθηκε ένοχη για 14 κακουργήματα, πληρώνοντας πρόστιμο της τάξης του 1,7 δις δολαρίων. Η έρευνα του FBI υποχρέωσε τον κυβερνήτη να εγκαταλείψει τη θέση του. Αλλά 10 χρόνια μετά την καταδικαστική απόφαση για την εταιρεία του ο Ρικ Σκοτ επέστρεψε, αυτή τη φορά σαν Ρεπουμπλικάνος πολιτικός, οπαδός των ‘ελεύθερων αγορών’.
Όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα έψαχνε κάποιον να τον βοηθήσει στη διάσωση της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, στράφηκε προς τον Στίβεν Ράτερ, στέλεχος της Γουόλ Στριτ, και αυτό μολονότι γνώριζε ότι διώκονταν κατηγορούμενος για δωροδοκία προς κυβερνητικούς αξιωματούχους. Όταν ο Ράτερ ολοκλήρωσε τις υπηρεσίες του στο Λευκό Οίκο, η υπόθεση έκλεισε με ένα πρόστιμο κάποιων εκατομμυρίων δολαρίων.
Αλλά γιατί να μείνουμε μόνο στους κυβερνήτες και τους πρωθυπουργικούς συμβούλους; Ο πρώην Αμερικανός αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι εισήλθε στο Λευκό Οίκο μετά τη θητεία του ως CEO της Halliburton. Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του, η εταιρία προχώρησε σε εκτεταμένες παράνομες δωροδοκίες Νιγηριανών αξιωματούχων προκειμένου να εξασφαλίσει πρόσβαση στα μεγάλα πετρελαϊκά κοιτάσματα της χώρας – αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων – σε βάρος των ανταγωνιστών της. Όταν η κυβέρνηση της Νιγηρίας κατηγόρησε τη Halliburton για δωροδοκία, η εταιρία ρύθμισε εξωδικαστικά την υπόθεση πληρώνοντας πρόστιμο 35 εκατομμυρίων δολαρίων. Και βέβαια δεν υπήρξε καμιά επίπτωση για τον Ντικ Τσέινι, ενώ η είδηση πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η ατιμωρησία αποτελεί λοιπόν τον κανόνα – στην πραγματικότητα τα περισσότερα εταιρικά εγκλήματα ούτε που καταγράφονται. Τα ελάχιστα που γίνονται γνωστά καταλήγουν με ομοιόμορφο τρόπο: με την εταιρία – δηλαδή τους μετόχους της – να πληρώνουν ένα μέτριο πρόστιμο. Οι αληθινοί ένοχοι που βρίσκονται στην κορυφή αυτών των εταιρειών δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν. Ακόμα κι όταν οι εταιρείες πληρώνουν πολύ μεγάλα πρόστιμα οι CEO παραμένουν στη θέση τους. Οι μέτοχοι είναι τόσο εγκατεσπαρμένοι και αδύναμοι που δεν ασκούν κανέναν έλεγχο πάνω στον μάνατζμεντ.
Η έκρηξη της διαφθοράς – στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Κίνα, την Ινδία, την Αφρική, τη Βραζιλία και σε άλλες χώρες – θέτει μια σειρά από προκλητικά ερωτήματα σχετικά με τις αιτίες της και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ελεγχθεί σήμερα που το φαινόμενο προσλαμβάνει διαστάσεις μάστιγας.
Η εταιρική διαφθορά είναι εκτός ελέγχου για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον οι μεγάλες εταιρείες είναι σήμερα πολυεθνικές ενώ οι κυβερνήσεις παραμένουν εθνικές. Έτσι οι μεγάλες εταιρείες είναι τόσο ισχυρές οικονομικά που οι κυβερνήσεις φοβούνται να τα βάλουν μαζί τους.
Δεύτερον, οι εταιρείες είναι βασικοί χρηματοδότες της πολιτικής εκστρατείας των κομμάτων σε χώρες όπως η Αμερική ενώ οι ίδιοι οι πολιτικοί είναι ιδιοκτήτες εταιριών ή στη χειρότερη περίπτωση οι σιωπηλοί δικαιούχοι των εταιρικών κερδών. Το ήμισυ των μελών του αμερικανικού Κογκρέσου είναι εκατομμυριούχοι και πολλοί εξ αυτών είχαν στενές σχέσεις με εταιρείες πριν εισέλθουν στο Κοινοβούλιο.
Κατά συνέπεια οι πολιτικοί κάνουν συνήθως τα στραβά μάτια όταν οι εταιρείες με τις συμπεριφορές τους καταπατούν τους νόμους. Ακόμα όμως κι όταν οι κυβερνήσεις προσπαθούν να επιβάλλουν τους νόμους οι εταιρείες διαθέτουν ολόκληρους στρατούς από δικηγόρους ικανούς να τον παρακάμψουν. Το αποτέλεσμα είναι μια κουλτούρα ατιμωρησίας που βασίζεται την αποδεδειγμένη προσδοκία ότι οι εταιρείες πληρώνουν απλά κάποιο πρόστιμο για τα εγκλήματά τους.
Με δεδομένη τη στενή σύνδεση του πλούτου και της πολιτικής ισχύος με το νόμο, η χαλιναγώγηση του εταιρικού εγκλήματος αποτελεί έναν τρομακτικό πολιτικό αγώνα. Ευτυχώς η ταχεία και διεισδυτική ροή πληροφόρησης μπορεί σήμερα να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Η διαφθορά ακμάζει στο σκοτάδι, σήμερα όμως περισσότερη πληροφόρηση από πότε έρχεται στο φως μέσα από emails, blogs, το Facebook, το Twitter και άλλα κοινωνικά δίκτυα.
Χρειαζόμαστε επίσης έναν νέο τύπο πολιτικών που θα τεθούν επικεφαλής νέων τύπων πολιτικών εκστρατειών οι οποίες θα βασίζεται στην ελεύθερη χρήση των διαδικτυακών μέσων και όχι των παραδοσιακών πληρωμένων μέσων. Όταν οι πολιτικοί καταφέρουν να χειραφετηθούν από τις δωρεές των εταιριών, τότε ίσως αποκτήσουν ξανά την ικανότητα να ελέγξουν τις καταχρήσεις τους.
Συν τοις άλλοις, πρέπει να ρίξουμε άπλετο φως στις σκοτεινές γωνιές του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, και κυρίως στους φορολογικούς παραδείσους όπως είναι τα νησιά Καϊμάν και οι ελβετικές τράπεζες. Η φορο-αποφυγή, η δωροδοκία, οι μίζες, οι κάθε τύπου παράνομες πληρωμές και όλες οι άλλες παράνομες συναλλαγές λαμβάνουν χώρα μέσα από λογαριασμούς που βρίσκονται σε αυτούς τους παραδείσους. Ο πλούτος η ισχύς και η ανομία που καθίσταται δυνατά χάρη σε αυτό το κρυφό σύστημα των φορολογικών παραδείσων έχουν γίνει τόσο μεγάλα ώστε να απειλούν τη νομιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας, ιδίως σε μια συγκυρία όπου παρατηρούνται μια δίχως προηγούμενο ανισότητα εισοδημάτων και μεγάλα δημόσια ελλείμματα τα οποία οφείλονται στην πολιτική ανικανότητα των κυβερνήσεων – και καμιά φορά και τη λειτουργική ανικανότητα – να επιβάλουν φόρους στους πλούσιους.
Επομένως, την επόμενη φορά που θα ακούσετε για ένα σκάνδαλο διαφθοράς στην Αφρική η άλλη φτωχή χώρα, αναρωτηθείτε από πού αρχίζει το πράγμα και ποιος στέκεται στην έναρξη της διαφθοράς. Η Αμερική και οι άλλες προηγμένες οικονομίες δεν μπορούν να δείχνουν με το δάχτυλο τις φτωχές χώρες, γιατί είναι οι πιο ισχυρές παγκόσμιες εταιρείες που δημιουργούν συνήθως το πρόβλημα.
Ο Jeffrey Sacs είναι Καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Earth Institute στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου