Ιωάννης Κωτούλας
Ιστορικός
Από την μονογραφία του Ιωάννη Κωτούλα:
«Τα Μεγάλα Ναυάγια της Ιστορίας», έκδοση του
περιοδικού Ιστορικά Θέματα, Περισκόπιο 2006
Τον Ιανουάριο του 1945, καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφθανε στο τέλος του, οι γερμανικές γραμμές άμυνας στο Ανατολικό Μέτωπο άρχισαν να καταρρέουν υπό το βάρος της πίεσης των αριθμητικά υπέρτερων σοβιετικών μεραρχιών.
Στις 30 Ιανουαρίου 1945, επίσημη κρατική εορτή στο Γ’ Ράιχ, που σηματοδοτούσε την δωδέκατη επέτειο από την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, το υπερωκεάνιο «Βίλχελμ Γκούστλοφ» (Wilhelm Gustloff), που χρησιμοποιείτο τον τελευταίο καιρό από το Πολεμικό Ναυτικό ως barracks ship, απέπλευσε από το λιμάνι του Γκότενχαφεν (Gotenhafen) στις ακτές της Βαλτικής Θάλασσας. Κατευθυνόταν δυτικά, προς τις σχετικά ασφαλέστερες περιοχές της βόρειας Γερμανίας. Το «Γκούστλοφ», που είχε σχεδιαστεί για μέγιστη χωρητικότητα 1.865 ατόμων, μετέφερε συνολικά 10.582 επιβάτες. Οι επιβάτες περιελάμβαναν άμαχους πρόσφυγες από τις ανατολικές περιοχές του Γερμανικού Ράιχ, καθώς επίσης και τραυματίες στρατιώτες και ναύτες. Υπήρχαν πολυάριθμοι άρρωστοι, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, που προσπαθούσαν όλοι να φθάσουν σε ασφαλές σημείο.
Το «Βίλχελμ Γκούστλοφ» δέχτηκε επίθεση με τορπίλες από το σοβιετικό υποβρύχιο S-13 και βυθίστηκε σε λιγότερο από 50 λεπτά. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών επιβατών ανήλθε σε 9.343 άτομα. Η βύθιση του γερμανικού πλοίου υπήρξε η μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία της ναυτιλίας.
Το πλοίο κατασκευάστηκε από τη ναυπηγική εταιρία Μπλομ και Φος (Blohm & Voss) και είχε εκτόπισμα 25.484 τόνων, ενώ κόστισε 25 εκατομμύρια μάρκα. Το πλήρωμά του ανερχόταν σε 400 άτομα, ενώ η χωρητικότητά του έφθανε τα 1.465 άτομα. Καθελκύστηκε στις 5 Μαΐου 1937 και έλαβε την ονομασία του από έναν μάρτυρα του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος. Ο Βίλχελμ Γκούστλοφ ήταν ο επικεφαλής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην Ελβετία. Το 1936 ο Γκούστλοφ δολοφονήθηκε από τον Εβραίο τρομοκράτη Νταβίντ Φρανκφούρτερ (David Frnakfurter), μέλος της σιωνιστικής οργάνωσης Ιργκούν (Irgun). Στις χώρες της δυτικής Ευρώπης υπήρχαν πυρήνες εβραϊκών σιωνιστικών οργανώσεων που δρούσαν κατά της Γερμανίας, συχνά μάλιστα με την ανοχή των αρχών των κρατών αυτών. Η δολοφονία προκάλεσε αγανάκτηση στην γερμανική κοινή γνώμη, όμως οι εθνικοσοσιαλιστές ιθύνοντες έκριναν ότι δεν έπρεπε να προβούν σε αντίποινα, οικονομικής ή άλλης φύσης, καθώς το καθεστώς επεδίωκε να κερδίσει την διεθνή αποδοχή και να αυξήσει το γόητρο της Γερμανίας. Αντίστοιχη τρομοκρατική ενέργεια συνέβη και δύο χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 1938, όταν Εβραίοι τρομοκράτες δολοφόνησαν τον ακόλουθο της γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι. Αυτήν την φορά, όμως, η δολοφονία είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση αντι-εβραϊκών ταραχών σε πολλές πόλεις της Γερμανίας. Τα γεγονότα αυτά έμειναν γνωστά ως η «Νύχτα των Κρυστάλλων» (Reichskristallnacht) και αποτελούσαν ένα είδος πογκρόμ, γεγονός για το οποίο όμως σπανίως αναφέρονται οι αρχικές αφορμές ή οι δομικές αιτίες.
Το όνομα του νεκρού Γκούστλοφ, επομένως, επιλέγηκε για το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο του στόλου της οργάνωσης Δύναμη μέσω της Χαράς (Kraft durch Freude-ΚdF). Η εν λόγω οργάνωση ήταν υπηρεσία παροχής κοινωνικής πρόνοιας στ ασθενή οικονομικά στρώματα του εργατικού πληθυσμού του Ράιχ. Διοικητικά ανήκε στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο (DeutscheArbeitsfront-DAF), την ενιαία οργάνωση που από τον Μάιο του 1933 είχε υποκαταστήσει τα επιμέρους εργατικά συνδικάτα και τις ενώσεις. Εκτός από τη ναυαρχίδα του, το Γκούστλοφ, η οργάνωση διέθετε πολυάριθμα άλλα σκάφη, μεγάλου και μικρού εκτοπίσματος, που χρησιμοποιούνταν για τους σκοπούς της κοινωνικής πρόνοιας.
Κατά την καθέλκυση του πλοίου η βάπτιση πραγματοποιήθηκε από την χήρα του εθνικοσοσιαλιστή αξιωματούχου, ενώ δίπλα της στεκόταν ο ίδιος ο Χίτλερ. Για τα επόμενα δύο έτη περίπου (1938-39) το πλοίο χρησιμοποιήθηκε για ταξίδια αναψυχής, εκτελώντας δρομολόγια στον Ατλαντικό Ωκεανό, τη Μεσόγειο Θάλασσα και τη Βόρειο Θάλασσα. Επισκέφθηκε, μάλιστα, και την Αγγλία, συγκεκριμένα τον Τάμεση στο Λονδίνο, όπου υπήρξε ανησυχία από τις βρετανικές αρχές για τις πιθανές επιπτώσεις στο ηθικό του εργατικού πληθυσμού της χώρας. Και αυτό διότι το πλοίο και η υπηρεσία των ταξιδιών αποτελούσε τρόπον τινά πανηγυρική αντίκρουση της αντι-γερμανικής προπαγάνδας που είχε εγκαινιάσει από το 1933 το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών και οι αρμόδιες υπηρεσίες. Η ιδιαίτερη επιμέλεια που είχε επιδειχθεί στην κατασκευή και την αισθητική διακόσμηση του πλοίου, αλλά και η ομοιογενής κατανομή των πολυτελειών και των ανέσεων αντανακλούσαν το αταξικό κοινωνικό πρότυπο της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Η αντίθεση με τα μεγάλα υπερωκεάνια των δυτικών κρατών, όπου επικρατούσαν αυστηροί διαχωρισμοί των θέσεων οικονομικής και επομένως ταξικής υφής, λειτουργούσε σε επίπεδο ιδεολογικής συνδήλωσης για να τονίσει την εκσυγχρονιστική διάσταση του εθνικοσοσιαλισμού έναντι του συντηρητικού και ταξικά προσανατολισμένου καπιταλισμού.
Τον Μάιο του 1939, τέσσερις μήνες πριν την έναρξη του πολέμου, το Γκούστλοφ ανέλαβε μία αποστολή διαφορετικής υφής από όσες είχε πραγματοποιήσει έως τότε. Μαζί με πέντε ακόμη πλοία, το Ρόμπερτ Λέυ (Robert Ley), το «Γερμανοί» (Deutsche), το «Στουτγάρδη» (Stuttgart), το «Σιέρρα Κόρδοβα» (Sierra Cordoba) και το «Ωκεάνα» (Oceana), ανέλαβε τη μεταφορά στη Γερμανία της Λεγεώνας Κόνδωρ (KondorLegion). Η Λεγεώνα Κόνδωρ ήταν το σώμα των Γερμανών εθελοντών στρατιωτών που είχαν συμμετάσχει στον ισπανικό Εμφύλιο (1936-1939) στο πλευρό των επαναστατικών δυνάμεων των Εθνικιστών του στρατηγού Φράνκο. Η γερμανική βοήθεια υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική για την επικράτηση των εθνικιστικών δυνάμεων κατά του μετώπου των Δημοκρατικών, που αποτελούσαν κομμουνιστές και δημοκρατικοί.
Ο στολίσκος των πέντε πλοίων έφθασε στο λιμάνι του Βίγκο (Vigo), στη Γαλικία, περιοχή της βορειοδυτικής Ισπανίας, στις 24 Μαΐου 1939. Το πλοίο είχε εφοδιαστεί με μεγάλες ποσότητες υλικού φαρμακευτικής περίθαλψης, το οποίο παραδόθηκε στην ισπανική οργάνωση κοινωνικής πρόνοιας. Το υλικό διατέθηκε στους τραυματίες στρατιώτες και τους αμάχους των Εθνικιστών. Δύο ημέρες αργότερα, στις 26 Μαΐου 1939, οι άνδρες της Λεγεώνας Κόνδωρ επιβιβάστηκαν στα πέντε πλοία. Το Γκούστλοφ μετέφερε σδυνολικά 1.405 πολεμιστές. Στις 30 Μαΐου 1939 ο στόλος έφθασε στα γερμανικά χωρικά ύδατα και συνοδεύτηκε στο λιμάνι του Αμβούργου από ισχυρά θωρηκτά του Πολεμικού Ναυτικού, όπως το «Γκραφ Σπέε» (Panzerschiffe Admiral Graf Spee) και το «Σέερ» (PanzerschiffeAdmiral Scheer). Η διεκπεραίωση των Γερμανών στρατιωτών αποτελούσε αφενός κίνηση προπαγάνδας στο εξωτερικό για την ισχύ των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και επιβεβαίωση της κοινωνικής συνοχής στο εσωτερικό, αφού προσέφερε την εικόνα ενός κράτους που μεριμνά για κάθε μαχόμενο Γερμανό πολίτη.
Το Σεπτέμβριο του 1939 η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, με αφορμή την εισβολή της τελευταίας στην Πολωνία. Το «Γκούστλοφ» τέθηκε σε αυξημένη επιφυλακή. Στις 22 Σεπτεμβρίου εντάχθηκε επισήμως στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού, για να χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομειακό πλοίο, για τη μεταφορά δηλαδή τραυματιών, αρρώστων και αμάχων στα μετόπισθεν. Έλαβε την κωδική ονομασία Νοσοκομειακό Πλοίο D(Lazaretschiff D).
Η χρήση του πλοίου ακολουθούσε ένα αυστηρό πλαίσιο διεθνών κανόνων, ακριβώς όπως συνέβαινε και με πλοία των Συμμάχων. Τα νοσοκομειακά πλοία βάφονταν εξολοκλήρου λευκά, ώστε να διακρίνονται από τα εχθρικά σκάφη και υποβρύχια. Έφεραν επίσης μία πράσινη ταινία καθ’ όλο το μήκος του κύτους και στις δύο πλευρές, καθώς επίσης και ερυθρούς σταυρούς στο κατάστρωμα και στα πλευρά, ώστε να είναι εύκολα αντιληπτή η αποστολή τους και από τον αέρα. Τέλος, στα νοσοκομειακά πλοία δεν επιτρεπόταν να μεταφέρουν οποιοδήποτε αμυντικό ή επιθετικό όπλο.
Το «Γκούστλοφ» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως νοσοκομειακό στις αρχές του Οκτωβρίου 1939, όταν η εκστρατεία του γερμανικού στρατού στην Πολωνία είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία και τα βαλτικά παράλια είχαν διασφαλιστεί πλήρως από ενδεχόμενες εχθρικές κινήσεις. Το πλοίο έφθασε στο λιμάνι Νώυφαρβασερ του Ντάντσιχ (Danzig-Neufahrwasser), για να παραλάβει τραυματίες και αρρώστους. Οι πρώτοι του τέτοιοι επιβάτες ήταν, μάλιστα, 685 άνδρες του ηττημένου πολωνικού στρατού, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε γερμανικά στρατιωτικά νοσοκομεία ως αιχμάλωτοι πολέμου. Το πλοίο συνέχισε να δρα στην περιοχή της Βαλτικής, κυρίως σε επιχειρήσεις απεγκλωβισμού Γερμανών κατοίκων των χωρών της Βαλτικής που είχαν πρόσφατα περιέλθει υπό τη σοβιετική κατοχή και σφαίρα επιρροής. Στις βαλτικές χώρες, Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία, υπήρχε σημαντικός αριθμός πολιτών εθνικής γερμανικής καταγωγής (Volksdeutsche). Την περίοδο 1939-41, οπότε ίσχυε το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ μη-επίθεσης ανάμεσα στο Γερμανικό Ράιχ και την ΕΣΣΔ, χιλιάδες Γερμανοί των βαλτικών περιοχών μετακινήθηκαν δυτικά, κυρίως στις ανατολικές εκτάσεις του Ράιχ.
Μετά την επιτυχημένη γερμανική εισβολή στη Νορβηγία, που σκοπό είχε να προλάβει την προγενέστερη βρετανική κατάληψη της χώρας κατά το πρότυπο της Ισλανδίας-όπου είχαν εισβάλλει αμερικανικές δυνάμεις θέτοντας την χώρα υπό την επικυριαρχία τους-το «Γκούστλοφ» στάθμευσε στο λιμάνι του Όσλο, από τον Μάιο έως τον Ιούλιο του 1940. Το πλοίο χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο για την περίθαλψη των αρρώστων και των τραυματιών Γερμανών στρατιωτών. Στις 2 Ιουλίου 1940 απέπλευσε από τη νορβηγική πρωτεύουσα και έφθασε στο γερμανικό λιμάνι του Στέττιν (Stettin), μεταφέροντας 563 τραυματίες.
Το καλοκαίρι του 1940 το πλοίο τέθηκε σε επιφυλακή για το ενδεχόμενο γερμανικής εισβολής στην Αγγλία, σχέδιο που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Στις 20 Οκτωβρίου 1940 το «Γκούστλοφ» κατευθύνθηκε ξανά στο λιμάνι του Όσλο, για να μεταφέρει πίσω στην Γερμανία 414 τραυματίες στρατιώτες. Καθ’ όλη την διάρκεια της υπηρεσίας του ως νοσοκομειακού πλοίου, το «Γκούστλοφ» μετέφερε συνολικά 3.151 αρρώστους και τραυματίες και σε τέσσερα ταξίδια διεκπεραίωσε 1.961 τραυματίες στην γερμανική πατρίδα.
Λίγες εβδομάδες αργότερα το πλοίο θα μετέβαλλε την αποστολή του, αφού από τις 20 Νοεμβρίου καθίστατο πλοίο-στρατώνας (Wohnschiff). Πλέον ανήκε στον τομέα υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού, αρχικά στην 1η Εκπαιδευτική Μοίρα Υποβρυχίων, κατόπιν στην 2η, και εγκαταστάθηκε στο λιμάνι του Γκότενχαφεν (Gotenhafen), για τα επόμενα τέσσερα έτη. Κατά την περίοδο αυτή δεν συμμετείχε σε σημαντικές επιχειρήσεις, παρά μόνο σε ασκήσεις εκπαιδευτικής φύσης. Συμμετείχε στο υποβρυχιακό πρόγραμμα του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, που κατάφερε έως τα μέσα του 1943, να διατηρεί τη στρατιωτική αυτοτέλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου από τον αγγλοσαξονικό αποκλεισμό και να αποτρέπει το ενδεχόμενο συμμαχικής απόβασης στη δυτική Ευρώπη.
Τον Ιανουάριο του 1945 η ραγδαία σοβιετική προέλαση στο Ανατολικό Μέτωπο ανάγκασε το επιτελείο του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού να επεξεργαστεί σχέδια διάσωσης των εκατομμυρίων Γερμανών πολιτών που ζούσαν στα ανατολικά εδάφη του Ράιχ, όπου τώρα εισέβαλλε ο σοβιετικός στρατός. Οι αγριότητες και κτηνωδίες των επελαυνόντων σοβιετικών στρατευμάτων ήταν τεράστιες, μία πραγματική γενοκτονία κατά του άμαχου γερμανικού πληθυσμού, ώστε είχε προκύψει άμεση η ανάγκη εκκένωσης των ανατολικών περιοχών. Η επιχείρηση αυτή, που έφερε την κωδική ονομασία «Αννίβας» (Hannibal) και εγκρίθηκε από τον επικεφαλής του Ναυτικού Καρλ Νταίνιτς (Karl Dönitz, ), ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση τέτοιου είδους στην ιστορία. Πρόσφυγες, στρατιώτες, τραυματίες, άρρωστοι, ολόκληρα καραβάνια και ατελείωτες ουρές ανθρώπων εγκατέλειπαν τα ανατολικά γερμανικά εδάφη, για να διαφύγουν από τους Σοβιετικούς.
Για τον σκοπό αυτό, της διεκπεραίωσης των αμάχων, χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν όλα τα υπερωκεάνια της οργάνωσης Δύναμης μέσω της Χαράς, καθώς και πολυάριθμα μικρότερα μεταγωγικά, εμπορικά, αλλά και πολεμικά πλοία. Τα μεγαλύτερα σε μέγεθος από όλα αυτά τα πλοία ήταν, φυσικά, τα υπερωκεάνια και τα επιβατικά, τα οποία μετά την έναρξη του πολέμου χρησιμοποιούνταν ως πλοία-στρατώνες στα λιμάνια της ανατολικής Πρωσίας, δηλαδή στο Ντάντσιχ, το Γκότενχαφεν και το Πιλάου (Pillau). Τα μεγαλύτερα από αυτά τα πλοία ήταν το «Καπ Αρκόνα» (Cap Arcona-27561), το «Αμβούργο» (Hamburg-22117), το «Χάνσα» (Hansa-21131), το «Γερμανία» (Deutschland-21046), το «Πότσνταμ» (Potsdam-17528), το «Πραιτόρια» (Pretoria-16662), το «Βερολίνο» (Berlin-15286) και το «Στρατηγός Στώυμπεν» (General Steuben-14660).
Η επιχείρηση εκκένωσης των ανατολικών περιοχών υπήρξε εν πολλοίς επιτυχής, δεδομένης πάντοτε της τελικής ήττας της Γερμανίας, αφού τουλάχιστον 2 εκατομμύρια Γερμανοί κατάφεραν να διασωθούν από τον σοβιετικό στρατό. Ο αποτελεσματικός συντονισμός, ο ζήλος των εθνικοσοσιαλιστών αξιωματούχων, ο τρόμος του άμαχου πληθυσμού ενώπιον των Σοβιετικών, αποτέλεσαν παράγοντες για την ευόδωση σε μεγάλο βαθμό των προσπαθειών εκκένωσης των ανατολικών γερμανικών εδαφών. Σε αποτελεσματικότητα υπερέβη κατά πολύ την βρετανική επιτυχία της Δουνκέρκης, ως ενέργεια όμως ουσιαστικά καταδείκνυε την αδυναμία του γερμανικού στρατού να προστατεύσει πλέον τους πληθυσμούς των ανατολικών γερμανικών εδαφών.
Το «Γκούστλοφ» απέπλευσε από το σχετικά προστατευμένο λιμάνι του Γκότενχαφεν, στις 12.30 μ.μ. της 30 Αυγούστου 1945. Ο καιρός ήταν αρκετά άσχημος, αφού χιόνιζε και επικρατούσαν άνεμοι ύψους 7 μποφόρ. Η θερμοκρασία είχε μειωθεί στους -10° Κελσίου και κομμάτια πάγου επέπλεαν στην επιφάνεια της θάλασσας. Το πλοίο απέπλευσε χωρίς συνοδεία πολεμικών σκαφών. Η μοναδική προστασία που διέθετε ήταν μερικά αντιαεροπορικά όπλα, ώστε να αποκρούσει ενδεχόμενες αεροπορικές προσβολές από εχθρικά αεροπλάνα. Το πλοίο κατευθυνόταν στα λιμάνια του Κίελου (Kiel) και του Φλένσμπουργκ (Flensburg) στη δυτική Γερμανία.
Το πλοίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της αποστολής του. Σύμφωνα με τα αρχεία του ιδίου του πλοίου, στις 30 Ιανουαρίου το σκάφος είχε 918 αξιωματικούς και άνδρες της 2ης Εκπαιδευτικής Μοίρας Υποβρυχίων, 173 μέλη του πληρώματος, 373 μέλη των επικουρικών γυναικείων ναυτικών μονάδων, 162 βαριά τραυματισμένους στρατιώτες και 4.424 πρόσφυγες, συνολικά 6.050 άτομα. Ωστόσο, εκτός από τους επισήμως καταγεγραμμένους, υπήρχαν και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν καταφέρει να επιβιβαστούν στο πλοίο με κάθε τρόπο. Ο συνολικός αριθμός, έτσι, των επιβατών του πλοίου, ανήλθε σε 10.582 άτομα, εκτίμηση που επιβεβαιώνεται από νεότερες ιστορικές έρευνες. Από αυτούς οι 8.956 ήταν άμαχοι πρόσφυγες. Η χωρητικότητα του πλοίου είχε ξεπεραστεί κατά πολύ. Όλες οι καμπίνες ήταν κατειλημμένες, οι διάδρομοι και το κατάστρωμα ασφυκτικά γεμάτα. Στο πλοίο τελευταίος είχε επιβιβαστεί ο δήμαρχος του Γκότενχαφεν και η οικογένειά του. Τοποθετήθηκαν στην ειδική σουίτα που προοριζόταν για τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ. Η σουίτα δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ, καθώς ο Χίτλερ δεν είχε επισκεφθεί το σκάφος.
Το πλοίο συνέχισε να πλέει προς την ασφάλεια των δυτικών γερμανικών ακτών. Η ανησυχία για ενδεχόμενη συνάντηση με σοβιετικά υποβρύχια ήταν έκδηλη μεταξύ των αξιωματικών του πληρώματος. Υπό κανονικές συνθήκες το «Γκούστλοφ» θα είχε καταφέρει να διαφύγει από οποιοδήποτε εχθρικό υποβρύχιο, αφού η συγκριτικά μεγάλη ισχύς των κινητήρων του θα του επέτρεπε να απομακρυνθεί έγκαιρα. Η χρήση του, όμως, ως νοσοκομειακού πλοίου και η πλημμελής συντήρησή του καθ’ όλη την πολεμική περίοδο είχε ως αποτέλεσμα το πλοίο να σημειώνει χαμηλές επιδόσεις. Η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει ήταν μόλις 12 κόμβοι ανά ώρα.
Στην περιοχή έπλεαν ως συνοδευτικά δύο τορπιλάκατοι, ηΛέων και η TF-1, μικρότερου μεγέθους η δεύτερη. Στη γέφυρα του πλοίου ο πλοίαρχος Πέτερσεν (Petersen) και οι αξιωματικοί διαφωνούσαν με έντονο τρόπο για την ενδεδειγμένη πορεία του πλοίου. Σε περίπτωση που το πλοίο ακολουθούσε μία πορεία παράλληλη προς την ακτογραμμή, κινδύνευε από νάρκες. Η βόρεια πορεία, στα βαθύτερα νερά της Βαλτικής, γνωστή με την κωδική ονομασία Πορεία Κινδύνου 58, παρουσίαζε το μειονέκτημα ότι το πλοίο θα γινόταν εύκολος στόχος των σοβιετικών υποβρυχίων. Ο πλοίαρχος δεν έδειξε να ανησυχεί ιδιαίτερα για τις παράκτιες νάρκες, αλλά περισσότερο για τα βρετανικά αεροσκάφη που δρούσαν τον τελευταίο καιρό στην ευρύτερη παραθαλάσσια περιοχή του Ντάντσιχ. Υπήρξε επίσης η σκέψη να ακολουθηθεί μία πορεία, όμως αυτή γρήγορα απορρίφθηκε για δύο λόγους. Πρώτον, η περιοχή της Πορείας Κινδύνου 58 είχε απαλλαχθεί από τις νάρκες από σκάφη του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, όμως ήταν αρκετά στενή, ώστε να μπορεί το πλοίο να εκτελέσει ελιγμούς. Δεύτερον, μία τέτοια τακτική θα απαιτούσε υπερβολικό χρόνο και θα καθυστερούσε την άφιξη του «Γκούστλοφ» σε ασφαλή νερά.
Το μόνο ίσως πλεονέκτημα που θα μπορούσε να αναφερθεί ήταν οι καιρικές συνθήκες. Οι δυσμενείς συνθήκες του καιρού θα διευκόλυναν την ασφαλή διέλευση του πλοίου. Οι ευοίωνες για τους Γερμανούς προβλέψεις ανέφεραν ότι ο καιρός θα χαρακτηριζόταν από χιονοπτώσεις και μειωμένη ορατότητα. Δύο, όμως, ώρες αφότου είχε ξεκινήσει το ταξίδι του «Γκούστλοφ», ο καιρός άρχισε να βελτιώνεται σημαντικά. Προβλήματα παρουσιάστηκαν και στα συνοδευτικά πολεμικά σκάφη. Στο TF-1 εμφανίστηκε ξαφνικά διαρροή καυσίμων και το σκάφος μετέδωσε με τον ασύρματο ότι έπρεπε να επιστρέψει στο λιμάνι. Σχεδόν ταυτόχρονα κατέφθαναν αναφορές από τον ναυτικό ραδιοσταθμό στο Γκότενχαφεν για εχθρική υποβρυχιακή δραστηριότητα στη νότια Βαλτική Θάλασσα. Δεν είναι γνωστό αν οι αναφορές αυτές είχαν φθάσει και στον ασύρματο του πλοίου. Το Λέων μπορούσε να δέχεται ραδιοσήματα μόνο από τον σταθμό του Σβινεμούντε, στα δυτικά.
Λίγο προτού νυχτώσει, ο πλοίαρχος Πέτερσεν έλαβε άλλη μία λανθασμένη, από τακτικής άποψης, απόφαση. Διέταξε να υπάρξει πλήρης φωτισμός, σκεπτόμενος ότι ήταν πολύ πιο επίφοβη η προοπτική να συγκρουστούν με κάποιο άλλο πλοίο ή κάποια νάρκη λόγω μειωμένης ορατότητας παρά να γίνουν αντιληπτοί από κάποιο εχθρικό υποβρύχιο. Τα επιβατηγά πλοία συνήθιζαν να πλέουν με ανοικτά μόνο τα μπλε φώτα πορείας, τα οποία προειδοποιούσαν τα άλλα σκάφη για την διέλευσή τους. Αυτή ήταν και η πρόταση ενός άλλου αξιωματικού του «Γκούστλοφ», όμως τελικά επικράτησε η γνώμη του πλοίαρχου.
Η στάση του πλοίαρχου Πέτερσεν δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη, όπως ενδεχομένως εκ των υστέρων φαίνεται. Ο σοβιετικός στόλος δεν ανέπτυξε αξιόλογη επιχειρησιακή δράση κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά των Γερμανών λόγω των ιδιαίτερων δεδομένων της σύγκρουσης στο Ανατολικό Μέτωπο. Η ταχεία προέλαση της Βέρμαχτ το 1941 είχε αποκόψει τους Σοβιετικούς από τη Βαλτική Θάλασσα. Ο σοβιετικός στόλος είχε περιοριστεί στην Κρονστάνδη, καθώς αφενός το γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό είχε αποκλείσει την περιοχή από την θάλασσα, τοποθετώντας νάρκες στον Κόλπο της Φινλανδίας, ενώ αφετέρου οι Φινλανδοί, που δρούσαν στα βόρεια του Λένινγκραντ, εμπόδιζαν την από ξηράς πρόσβαση στα λιμάνια. Μετά τη συνομολόγηση ανακωχής ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και την Φινλανδία στις 19 Σεπτεμβρίου 1944, το Σοβιετικό Ναυτικό είχε πλέον τη δυνατότητα να επιχειρεί στην Βαλτική Θάλασσα. Η συνθήκη μάλιστα επέτρεπε στους Ρώσους να αξιοποιήσουν ναυτικές βάσεις σημαντικής στρατηγικής αξίας στην χερσόνησο Χάνγκο (Hangö). Ωστόσο, ακόμη και τον Ιανουάριο του 1945 οι δυνατότητες επιχειρησιακής δράσης των Σοβιετικών στην Βαλτική ήταν περιορισμένες, διότι το πολεμικό τους ναυτικό δεν είχε ακόμη ανακτήσει ένα υψηλό επίπεδο.
Ο πλοίαρχος Αλεξάντερ Μαρινέσκο (Alexander Marinesco), διοικητής του σοβιετικού υποβρυχίου S-13 εκτοπίσματος 780 τόνων απέπλευσε από τη βάση στην χερσόνησο Χάνγκο το πρωί της 11ης Ιανουαρίου 1945. Τις επόμενες δεκαεννέα ημέρες πραγματοποίησε περιπολίες και αναγνωριστικές πορείες στα ανοικτά της Λιθουανίας. Σε αυτές συνάντησε μόνο μικρά σκάφη πολιτών, καΐκια και επιβατικά. Το σοβιετικό πλήρωμα γνώριζε από μηνύματα στον ασύρματό του για την πτώση του Μέμελ (Memel) και της Καινιξβέργης (Königsberg) στις δυνάμεις του σοβιετικού στρατού ξηράς. Ο Μαρινέσκο υπέθεσε ότι οι Γερμανοί θα εκκένωναν τον άμαχο πληθυσμό με επιβατηγά σκάφη από την θάλασσα, αφού οι χερσαίες δίοδοι είχαν αποκλειστεί.
Στις 20.35 το σοβιετικό υποβρύχιο ύψωσε το περισκόπιό του, προτού αναδυθεί για να δράσει στην ασφάλεια της νύχτας. Ο αξιωματικός βάρδιας υποπλοίαρχος Γιούρι Γιεφρεμένκοφ ήταν ο πρώτος, ο οποίος βγήκε στον αέρα από την καταπακτή. Η ορατότητα είχε βελτιωθεί εμφανώς, ωστόσο δεν υπήρχαν στον ορίζοντα πιθανοί στόχοι. Έπειτα από μερικά λεπτά παρατήρησης, ο Γιεφρεμένκοφ αντιλήφθηκε μία αχνή λάμψη στο βάθος του ορίζοντα, η οποία ήταν μόλις διακριτή. Αρχικά νόμισε ότι ήταν το φως από τον φάρο στην θέση Χέλα (Hela), στο ακραίο σημείο της στενής χερσονήσου που περιέβαλλε τον Κόλπο του Ντάντσιχ. Ο Γιεφρεμένκοφ ειδοποίησε αμέσως τον πλοίαρχο, κίνηση που από μόνη της σήμαινε συναγερμό στο υποβρύχιο. Ο Μαρινέσκο γνώριζε την ακριβή θέση του υποβρυχίου και αντιλαμβανόταν ότι το φως που είχε αντικρίσει ο υφιστάμενός του δεν θα μπορούσε να προέρχεται από τον φάρο του Χέλα, Και αυτό διότι το υποβρύχιο βρισκόταν αρκετά βορειότερα, ώστε να έχει οπτική επαφή με το φως του φάρου. Ο πλοίαρχος αντιλήφθηκε ότι πρόκειτο για κάποιο πλοίο. Διέταξε τον Γιεφρεμένκοφ να συντονίσει την επίθεση και να αναμένει περαιτέρω διαταγές του. Κατόπιν ο πλοίαρχος εξέδωσε την διαταγή για την προετοιμασία της επίθεσης: «Όλοι οι άνδρες σε θέσεις μάχης. Το πηδάλιο όλο δεξιά το τιμόνι σε θέση δύο-τρία-μηδέν. Και οι δύο μηχανές πρόσω ολοταχώς».
Πάνω στο «Γκούστλοφ» ο πλοίαρχος Πέτερσεν ρώτησε τον αξιωματικό βάρδιας για την ακριβή θέση του πλοίου. Εκείνος απάντησε ως εξής: «Στις 19.45 περάσαμε το Ρίξχοφτ (Rixhöft). Στις 00.30 θα βρικσόμαστε 12 μίλια ανοικτά του Στόλπμουντε (Stolpmünde). Ακριβώς στις 04.00 το πρωί θα βρισκόμαστε ανοικτά του Σβινεμούντε (Swinemünde)». Ο Πέτερσεν άρχισε να σκέπτεται ότι σύντομα τα χειρότερα θα περνούσαν και το πλοίο θα έφθανε σώο στον προορισμό του. Αλλά και στην περίπτωση που χρειαζόταν να εγκαταλειφθεί το σκάφος, έπειτα από εχθρική επίθεση, υπήρχαν επαρκή μέσα για τη διάσωση όλων των επιβατών. Οι δώδεκα ναυαγοσωστικές λέμβοι χωρούσαν 60 άτομα η κάθε μία, σύνολο 720 άτομα∙ οι δεκαοκτώ μικρότερες λέμβοι χωρούσαν 30 άτομα η κάθε μία, σύνολο 540 άτομα∙ υπήρχαν ακόμη 380 σχεδίες και χιλιάδες σωσίβια για τους υπόλοιπους επιβάτες. Πρόσθετη διαβεβαίωση αποτελούσε μία ομάδα ειδικά εκπαιδευμένων ναυαγοσώστων.
Υπήρχαν, ωστόσο, και μία σειρά άλλων παραγόντων, που έτειναν να προσδιορίζουν την δεδομένη κατάσταση ως επικίνδυνη. Κατ’ αρχάς επικρατούσε αρκετά χαμηλή θερμοκρασία, μόλις 4 βαθμοί Κελσίου, και τα νερά ήταν παγωμένα, όπως άλλωστε ήταν ο κανόνας στην Βαλτική Θάλασσα. Ακόμη και αν όλες οι ναυαγοσωστικές λέμβοι και σχεδίες χρησιμοποιούνταν με επιτυχία, χωρίς πανικό και απρόοπτα επεισόδια, και έχοντας γεμίσει πλήρως, και πάλι θα υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι στα παγωμένα νερά, εκτεθειμένοι στις κακουχίες του κλίματος, στο κρύο και τα κύματα. Άλλωστε οι επωτίδες των λέμβων δεν είχαν καθαριστεί και ήταν καλυμμένες με πάγο, κάτι που καθιστούσε δυσκολότερη την αποτελεσματική χρήση τους. Η συνήθης πρακτική ήταν να καθαρίζονται οι λέμβοι από τον πάγο ακόμη και κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Ο Πέτερσεν γνώριζε αυτό το δεδομένο, όμως θεώρησε ότι μία τέτοια ενέργεια θα είχε προκαλέσει πανικό μεταξύ των επιβατών. Η απόφαση αυτή, τελικά, θα κόστιζε τη ζωή σε χιλιάδες επιβάτες.
Στο σοβιετικό υποβρύχιο ο Μαρινέσκο προετοίμαζε την επίθεσή του. Αυτή θα πραγματοποιείτο από την πλευρά της ακτής, δηλαδή από εκεί όπου θα ήταν λιγότερο αναμενόμενη. Βέβαια έτσι εξέθετε το υποβρύχιο στον κίνδυνο των παράκτιων ναρκών, καθώς και στο μικρό βάθος των υδάτων. Η θάλασσα ήταν αρκετά ρηχή στην περιοχή, μόνο 30 μέτρα σε ορισμένα σημεία. Ο Σοβιετικός κυβερνήτης, ωστόσο, θεώρησε ότι η επιχείρηση άξιζε ένα τέτοιο ρίσκο. Το υποβρύχιο εστίασε στο «Γκούστλοφ», πλησιάζοντάς το πλέον σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Κατόπιν διέταξε όλες οι τορπίλες να ετοιμαστούν για εκτόξευση σε βάθος τριών μέτρων. Περίμενε για λίγο, έως ότου βεβαιωθεί για την ακρίβεια της στόχευσής του. Και έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα έδωσε την διαταγή για την εκτόξευση των τριών τορπιλών: «Πυρ η πρώτη-για την πατρίδα», τρία δευτερόλεπτα αργότερα, «πυρ η δεύτερη» και στο τέλος «πυρ η τρίτη-για τον σοβιετικό λαό».
Η πρώτη τορπίλη, σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων, έπληξε το πλοίο στην πλώρη, ακριβώς κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας των υδάτων. Το «Γκούστλοφ» αμέσως έγειρε στα δεξιά, κατόπιν ευθυγραμμίστηκε, αλλά μόνο για λίγο. Έγειρε εκ νέου στα δεξιά και άρχισε να βυθίζεται. Τα μέλη του πληρώματος έσπευσαν να βοηθήσουν τους τρομοκρατημένους επιβάτες, ενώ παράλληλα εκτόξευσαν φωτοβολίδες, σήματα κινδύνου, και μετέδωσαν με τον ασύρματο το σήμα SOS. Η δεύτερη τορπίλη εξερράγη κάτω από την περιοχή του πλοίου, όπου υπήρχε μία εσωτερική πισίνα κολύμβησης, μία άκαιρη υπόμνηση της εποχής που το πλοίο χρησίμευε για την διασκέδαση των επιβατών του. Η τρίτη τορπίλη προσέβαλε το πλοίο στο μέσο του, στο εμπρόσθιο τμήμα του μηχανοστασίου, διαλύοντας το κύτος του σκάφους. Το μηχανοστάσιο υπέστη εκτεταμένη και ανεπανόρθωτη ζημία. Το πλοίο ήταν εμφανώς καταδικασμένο να βυθιστεί.
Η έκρηξη υπήρξε τρομακτική. Πολλοί από τους επιζήσαντες επιβάτες ανέφεραν ότι η σύγκρουση ήταν σαν να είχε χτυπηθεί το πλοίο από μετεωρίτη. Το σκάφος συνταράχθηκε ολόκληρο. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά ακολούθησε μία δεύτερη έκρηξη και μετά μία τρίτη, καθώς οι υπόλοιπες δύο τορπίλες έβρισκαν τον στόχο τους. Η πρώτη σκέψη του αξιωματικού βάρδιας Βέλερ (Weller) ήταν ότι το πλοίο είχε προσκρούσει σε νάρκες. Έτρεξε βιαστικά στον τηλέγραφο του μηχανοστασίου και διέταξε να σταματήσουν αμέσως οι μηχανές. Ο πλοίαρχος Πέτερσεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή κοντά, καθώς αναπαυόταν στην καμπίνα του. Αμέσως αντιλήφθηκε ότι οι τρεις διαδοχικές εκρήξεις οφείλονταν σε εχθρικές τορπίλες. Αποσβολωμένος έτρεξε στη γέφυρα. Εκεί αντιλήφθηκε την προδιαγραφόμενη τραγωδία σε όλη της την έκταση. Αρχικά μπόρεσε μόνο να ψιθυρίσει «Αυτό ήταν», όμως σύντομα ανέκτησε την ψυχραιμία του και επιδόθηκε στο συντονισμό της διάσωσης των επιβατών.
Ένας από τους αξιωματικούς του πλοίου είχε ήδη στείλει σήμα κινδύνου S.O.S. Το σήμα είχε γίνει αντιληπτό στο Ναύσταθμο του Γκότενχαφεν. Από εκεί ειδοποιήθηκαν όλα τα πλοία που έπλεαν στην ανατολική Βαλτική «να σπεύσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στη θέση του Γκούστλοφ, 55,07 μοίρες βόρεια, 17, 41 μοίρες ανατολικά». Εντωμεταξύ δεν ήταν δυνατόν να αποκτηθεί επικοινωνία με το μηχανοστάσιο, καθώς όλες οι γραμμές είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας.
Πλέον το «Γκούστλοφ» είχε αποκτήσει επικίνδυνη κλίση, που προσέγγιζε τις 30 μοίρες. Οι ναυαγοσωστικές λέμβοι της δεξιάς πλευράς δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν λόγω της μεγάλης αυτής κλίσης. Μία άλλη δυσμενής εξέλιξη ήταν ότι είχαν πλημμυρίσει τα εμπρόσθια διαμερίσματα του καταστρώματος, ακριβώς δηλαδή εκεί όπου βρισκόταν η ομάδα των ειδικά εκπαιδευμένων ναυαγοσώστων. Στο κατάστρωμα επικρατούσε πανικός μεταξύ των επιβατών, ενώ το πλήρωμα αδυνατούσε να παράσχει αποτελεσματική βοήθεια λόγω της μεγάλης σύγχυσης.
Καθώς δεν υπήρχε έλεγχος της επιβίβασης στις λέμβους, σύντομα ορισμένες είχαν γεμίσει σε υπερβολικό βαθμό, υπερβαίνοντας τις κατασκευαστικές προδιαγραφές τους. Σε μία περίπτωση μία λέμβος, που ήταν ακόμη στερεωμένη στο πλάγιο τμήμα του πλοίου, ανατράπηκε λόγω των υπεράριθμων επιβατών της και οι άτυχοι άνθρωποι έπεσαν στην θάλασσα από ύψος 25 μέτρων. Από την άλλη πλευρά, άλλες λέμβοι κατέβαιναν, για να προσθαλασσωθούν, χωρίς όμως να έχουν γεμίσει. Πολλοί ήταν οι επιβάτες που μέσα στη γενική σύγχυση και αναταραχή δεν φορούσαν τα σωσίβιά τους. Καθώς κιόλας δεν γνώριζαν τον χώρο του πλοίου, περιφέρονταν εδώ και εκεί, προσπαθώντας να εντοπίσουν κάποια διαθέσιμη λέμβο, για να επιβιβαστούν. Στις λέμβους οι επιβάτες συνωστίζονταν. Η κλίση του πλοίου είχε καταστήσει εξαιρετικά δυσχερείς τις κινήσεις των επιβατών στο κατάστρωμα, ενώ αρκετοί έσπευδαν να πηδήξουν απευθείας στη θάλασσα.
Το συνοδευτικό πλοίο «Λέων» έφθασε στη θέση του ναυαγίου σε 15 λεπτά, όπου αφοσιώθηκε στην περισυλλογή των επιζώντων από τα παγωμένα νερά. Σύντομα και το πλήρωμα του «Λέων» είχε καταβληθεί από τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλαν για την διάσωση των εκατοντάδων επιβατών. Πολλοί επιβάτες είχαν ήδη ξεψυχήσει από το κρύο, ενώ φωνές που καλούσαν σε βοήθεια ακούγονταν από όλες τις πλευρές. Το «Λέων» είχε γεμίσει με επιζώντες σε όλα τα τμήματά του και δεν υπήρχε πλέον η δυνατότητα να περισυλλέξει άλλους. Τότε εμφανίστηκε στην περιοχή το καταδρομικό «Ναύαρχος Χίπερ» (Admiral Hipper), που ήταν το μεγαλύτερο γερμανικό πολεμικό σκάφος στην Βαλτική. Το «Ναύαρχος Χίπερ» είχε ήδη επιβιβάσει 1.500 πρόσφυγες από την Ανατολική Πρωσία και κατευθυνόταν δυτικά. Είχε αποπλεύσει από το λιμάνι του Ντάντσιχ μερικές ώρες μετά το «Γκούστλοφ», διατηρούσε όμως αρκετά υψηλή ταχύτητα, 32 κόμβων, οπότε πρόλαβε το άτυχο επιβατηγό.
Οι επιβάτες που βρίσκονταν ακόμη πάνω στο «Γκούστλοφ» ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς και κραυγές χαράς, μόλις αντίκρισαν το καταδρομικό στον ορίζοντα να πλησιάζει προς το μέρος τους. Πάνω στο «Ναύαρχος Χίπερ», όμως, οι Γερμανοί αξιωματικοί δεν συμμερίζονταν τα αισθήματα των ναυαγών του «Γκούστλοφ». Ο πλοίαρχος Χένιγκστ (Henigst) του «Χίπερ» εκτίμησε την κατάσταση, αφού με τα κιάλια του απέκτησε μία πρώτη άποψη. Το «Γκούστλοφ» έδειχνε να βρίσκεται σε απελπιστική θέση, ενώ υπήρχαν ακόμη άδειες ναυαγοσωστικές λέμβοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Η υψηλή κλίση, όμως, που είχε προσλάβει το «Γκούστλοφ» έπειτα από τον τορπιλισμό του καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη οποιαδήποτε προσπάθεια διάσωσης των επιβατών. Καθώς, μάλιστα, οι επιβάτες ήταν αποδυναμωμένοι από το κρύο και τις κακουχίες, ελάχιστοι θα κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στις ανεμόσκαλες. Ένα άλλο ανησυχητικό στοιχείο ήταν ότι μία επιχείρηση διάσωσης αυτού του είδους θα απαιτούσε ώρες για να διεξαχθεί, οπότε το «Ναύαρχος Χίπερ» θα ήταν εκτεθειμένο σε πιθανή επίθεση από σοβιετικά υποβρύχια.
Ένας από τους παρατηρητές του «Χίπερ» πρόσεξε τότε μία τορπίλη που πέρασε μπροστά από το δεξιό τμήμα της πλώρης του σκάφους και η οποία σύντομα ακολουθήθηκε από μία δεύτερη. Ήταν σαφές ότι το «Χίπερ» κινδύνευε σοβαρά να έχει την ίδια τύχη με το «Γκούστλοφ». Ο πλοίαρχος Χένιγκστ αποφάσισε αμέσως να αποχωρήσει από την επικίνδυνη περιοχή, εγκαταλείποντας τους ναυαγούς του «Γκούστλοφ» στη μοίρα τους. Έστειλε, μάλιστα, με ασύρματο το εξής μήνυμα προς το πλήρωμα του άτυχου πλοίου: «Ο κίνδυνος από τα υποβρύχια είναι πολύ μεγάλος για εμάς, ώστε να διακινδυνεύσουμε το πλοίο, τους επιβάτες και το πλήρωμα. Άλλωστε το μεγάλο ύψος του κύτους μας θα δυσκόλευε και θα καθυστερούσε τις απόπειρες διάσωσης. Αφήνω την επιχείρηση στα χέρια σας. Σας εύχομαι επιτυχία και καλή τύχη. Χένιγκστ». Το «Ναύαρχος Χίπερ» στράφηκε και άρχισε να απομακρύνεται, προς μεγάλη απογοήτευση των ναυαγών που δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ούτε ενδιαφέρονταν για τους λόγους αποχώρησης του πλοίου.
Η κατάσταση του «Γκούστλοφ» ήταν απελπιστική και η μοίρα του προδιαγεγραμμένη. Σύντομα, το πρόστεγο-οι θάλαμοι του πληρώματος στην πλώρη-είχαν βρεθεί κάτω από την επιφάνεια των υδάτων, ενώ η πρύμνη άρχιζε να υψώνεται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται με όλο και πιο γρήγορο ρυθμό. Σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 50 λεπτών το «Γκούστλοφ» είχε βυθιστεί ολοκληρωτικά κάτω από τα παγωμένα μαύρα νερά της Βαλτικής Θάλασσας.
Μαζί με το πλοίο χάθηκαν 9.343 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι υπόλοιποι επιβάτες, 1.239 τον αριθμό, κατάφεραν να σωθούν. Το σχεδόν απίστευτο αυτό γεγονός οφείλεται στις ηρωικές προσπάθειες αρκετών γερμανικών πλοίων, που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή κατά την ώρα του τορπιλισμού. Η τορπιλάκατος Τ-36 διέσωσε 564 άτομα, η τορπιλάκατος Λέων (Löwe) 472 άτομα, το ναρκαλιευτικό M387 98 άτομα, το ναρκαλιευτικό M375 43 άτομα, το ναρκαλιευτικό M341, 37 άτομα, το ατμόπλοιο Γκέτινγκεν (Göttingen) 28 άτομα, το αντιτορπιλικό TF19 7 άτομα, το φορτηγό Γκότλαντ (Gotland) 2 άτομα και το πλοίο προφυλακής 1703 έσωσε ένα άτομο, ένα βρέφος ενός έτους.
Η βύθιση του «Βίλχελμ Γκούστλοφ» αποτελεί τη μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία όλων των εποχών και φυσικά ένα έγκλημα πολέμου, για το οποίο δεν τιμωρήθηκαν ποτέ οι υπεύθυνοι Σοβιετικοί. Η μνήμη της τραγωδίας διατηρήθηκε στη μεταπολεμική Γερμανία, αν και το θέμα των αμάχων νεκρών από τη συμμαχική δράση εξακολουθεί για πολιτικούς λόγους να παραμένει θέμα-ταμπού. Το 1955 γυρίστηκε στη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η ταινία Η νύχτα σκέπασε το Γκότενχαφεν (Nacht fiel über Gotenhafen).
Σήμερα, στον βυθό της Βαλτικής, 24 ναυτικά μίλια βόρεια του πολωνικού λιμανιού Λέμπα (Leba), στη θέση 55,07 μοίρες βόρεια και 17,41 μοίρες ανατολικά, και σε μικρό σχετικά βάθος, απομένει ένα κατεστραμμένο ναυάγιο, το οποίο έχει επισήμως αναγορευτεί σε χώρο ταφής και μνημείο πολέμου. Η πρόσβαση στους δύτες απαγορεύεται από το πολωνικό κράτος, στα χωρικά ύδατα του οποίου πλέον ανήκει η περιοχή, όπου καταβυθίστηκε το σκάφος. Στους πολωνικούς ναυτικούς χάρτες αναφέρεται, με μάλλον αδιάκριτο τρόπο, ως «Εμπόδιο αρ. 73».
Περί Αλός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου