του Αντώνη Αντωνάκου
Μίλια ολόκληρα με τσιμέντο και πίσσα. Σιδεριές και παραπετάσματα δίχως έστω μιαν αμυδρή λάμψη.
Γατιά σκυλιά και καναρίνια, κοριοί και κατσαρίδες. Άντρες, γυναίκες και ψείρες, αγκαλιασμένοι, τυλιγμένοι σαν μασούρια μέσα σε εφημερίδες, κάτω από γέφυρες, κατουρημένοι, άκαμπτοι, παγωμένοι.
Στριμωγμένοι εκεί που υπάρχουν λίγα φώτα και λίγη ζεστασιά. Με τα χνώτα να σχηματίζουν πρόσκαιρα ένα ομοίωμα ευτυχίας και μετά όλα να γίνονται πάλι νύχτα ζοφερή και πρόστυχη, μαύρη βαθιά κι αφιλόξενη σαν παγωμένο λίπος στη γαβάθα της διακονιάς.
Υπάρξεις που τρυπώνουν σε καφενεία κι εμπορικά, ζητιανεύοντας κι απολαμβάνοντας για λίγο την κρύα ηλεκτρική απομίμηση ζέστης του κλιματισμού.Μίλια ολόκληρα με τσιμέντο και πίσσα. Σιδεριές και παραπετάσματα δίχως έστω μιαν αμυδρή λάμψη.
Γατιά σκυλιά και καναρίνια, κοριοί και κατσαρίδες. Άντρες, γυναίκες και ψείρες, αγκαλιασμένοι, τυλιγμένοι σαν μασούρια μέσα σε εφημερίδες, κάτω από γέφυρες, κατουρημένοι, άκαμπτοι, παγωμένοι.
Στριμωγμένοι εκεί που υπάρχουν λίγα φώτα και λίγη ζεστασιά. Με τα χνώτα να σχηματίζουν πρόσκαιρα ένα ομοίωμα ευτυχίας και μετά όλα να γίνονται πάλι νύχτα ζοφερή και πρόστυχη, μαύρη βαθιά κι αφιλόξενη σαν παγωμένο λίπος στη γαβάθα της διακονιάς.
Τυλιγμένοι σε κουβέρτες, διαβαίνοντας όλη νύχτα πάνω κάτω την ψιχαλισμένη Σκουφά, αγκιστρώνοντας κάθε τόσο με το βλέμμα τους χοντρούς ασφαλείς κουλτουριάρηδες, κανάγιες που ρουφάν αχνιστούς δυνατούς καφέδες στο Φίλιον και κατεβάζουν ιδέες απ’ το συκώτι, τα νεφρά και την ουρήθρα.
Κάτω απ’ τη βαθιά κι αδιάσπαστη σιωπή που ‘ναι τρυπωμένη πίσω απ’ τα καψαλισμένα τους χείλη, υποχθόνιοι θόλοι και δαιδαλώδης διάδρομοι.
Θησαυροφυλάκια, θυρίδες, δόντια τεχνητά από χρυσό, βραχιόλια και βέρες. Μια πολιτεία μπαταρισμένη απ’ το χρυσό.
Απʼ το παραλήρημα της παραγωγής κι απʼ την αφηρημένη στρατόσφαιρα των ιδεών μιας νεκρόφιλης ακαδημίας.
Ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού έξω απʼ τις σφραγισμένες μπουκαπόρτες των ναών στάζει το βασανιστικό δηλητήριο της ελεημοσύνης.
Ιερές μητροπόλεις και πλούσιες κυρίες πετούν ψίχουλα στα λευκά εξαθλιωμένα περιστέρια. Ανθρώπινες υπάρξεις τραυματισμένες θανάσιμα από κίβδηλη αλεξανδρινή σοφία και πομπώδη παραφουσκωμένα σύμβολα.
Άνθρωποι νούμερα στις δραματικές ακρώρειες της κατανομής. Άστεγοι πονεμένοι του δυτικού πολιτισμού, που σαπίζει σαν τα νύχια στα δάχτυλα των αγίων.
Μορφές αντρών και γυναικών που κινούνται πίσω από τοίχους, εγκλωβισμένοι και σαστισμένοι απʼ τα δράματα που σκιρτούν μεσʼ τα αδύναμα κορμιά τους.
Περιμένοντας να ξεσπάσει η ολέθρια πυρκαγιά αφού, η πίστη πλέον σʼ έναν καλλίτερο κόσμο θεωρείται ιδεοληψία και αναχρονισμός.
Να όμως που ο καλλίτερος κόσμος είναι εδώ κι είναι αυτός που παλεύει.
Είναι ο άστεγος που βρέθηκε πεθαμένος αγκαλιά με το σκύλο του έξω απʼ το μετρό, γιατί δεν δέχτηκε την ελεημοσύνη.
Είναι οι εργάτες της Χαλυβουργικής που ξενυχτούν στο κρύο ακονίζοντας το αμόνι του μέλλοντος.
Είναι οι ιδέες που πρέπει να παντρευτούν την πράξη για να αντιμετωπίσουν τον υγρό μοχθηρό και κρύο κόσμο που σκοτώνει τους ανθρώπους.
Είναι, που πρέπει να αναμετρηθούμε με το αχόρταγο μάτι του πλούτου, αφήνοντας κατά μέρος τις ελπίδες και τις ευχές, γιατί, το να ελπίζεις πως κάποιοι άλλοι θα σου καλυτερέψουν τη ζωή είναι σα να ταΐζεις ένα άδειο κλουβί περιμένοντας να κελαηδήσει.
Είναι, που πρέπει να αναμετρηθούμε με το αχόρταγο μάτι του πλούτου, αφήνοντας κατά μέρος τις ελπίδες και τις ευχές, γιατί, το να ελπίζεις πως κάποιοι άλλοι θα σου καλυτερέψουν τη ζωή είναι σα να ταΐζεις ένα άδειο κλουβί περιμένοντας να κελαηδήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου