Στις αρχές του 1973 το χάσμα μεταξύ κράτους και φοιτητών μεγαλώνει, ενώ η κόντρα μεταξύ τους εντείνεται. Η Χούντα των Συνταγματαρχών στην προσπάθεια της να περιορίσει τους φοιτητές βάζει σε εφαρμογή το διάταγμα 1347, που επιτρέπει την άρση της αναβολής στράτευσης για τους φοιτητές που απέχουν από τα μαθήματα ή προτρέπουν συναδέλφους τους σε αποχή. Ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Η φοιτητική ανησυχία αρχίζει να μεγαλώνει και στις 21 Φεβρουαρίου πραγματοποιούνται στο κτίριο της Νομικής φοιτητικές συνελεύσεις, με κύριο αίτημα την κατάργηση του μέτρου της στράτευσης, ενώ στις 14 Μαρτίου ακολουθεί και δεύτερη. Σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση της κατάστασης είχε και το μνημόσυνο του «Γέρου της Δημοκρατίας», Γεωργίου Παπανδρέου. Όλα έδειχναν ότι κάτι θα συνέβαινε και τελικά αποδείχτηκε αληθές.
14 Νοεμβρίου 1973.
Χιλιάδες φοιτητές έχουν συγκεντρωθεί από το πρωί στο κτήριο της Νομικής Σχολής και ετοιμάζονται να κάνουν συνέλευση. Στο τέλος της συνέλευσης πραγματοποιούν πορεία στην οδό Σόλωνος και Πατησίων. Το απόγευμα και ενώ οι φοιτητές παραμένουν στο Πολυτεχνείο, ο αστυνομικός διευθυντής Δασκαλόπουλος και ο εισαγγελέας Σαμήτας διατάζουν τους φοιτητές να διαλυθούν. Οι φοιτητές βρίσκονται σε δίλημμα. Δημιουργείται συντονιστική επιτροπή η οποία και αποφασίζει στις 8.30 μ.μ. την κατάληψη του Πολυτεχνείου.
Σύνθημά τους: ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ.
Χιλιάδες φοιτητές έχουν συγκεντρωθεί από το πρωί στο κτήριο της Νομικής Σχολής και ετοιμάζονται να κάνουν συνέλευση. Στο τέλος της συνέλευσης πραγματοποιούν πορεία στην οδό Σόλωνος και Πατησίων. Το απόγευμα και ενώ οι φοιτητές παραμένουν στο Πολυτεχνείο, ο αστυνομικός διευθυντής Δασκαλόπουλος και ο εισαγγελέας Σαμήτας διατάζουν τους φοιτητές να διαλυθούν. Οι φοιτητές βρίσκονται σε δίλημμα. Δημιουργείται συντονιστική επιτροπή η οποία και αποφασίζει στις 8.30 μ.μ. την κατάληψη του Πολυτεχνείου.
Σύνθημά τους: ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ.
Ώρα 7 μ.μ.
Από 1500 φοιτητές πάρθηκε η απόφαση «να μείνουμε απόψε στο Πολυτεχνείο». Συγκροτείται Συντονιστική Επιτροπή απ΄ όλες τις σχολές και επιβάλλει έλεγχο σε ανεύθυνα συνθήματα και μεταδίδει τα δικά της από μεγάφωνα και το μικρό πομπό, αλλά και συγκεντρώνει τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ. Γύρω στο Πολυτεχνείο και χιλιάδες Έλληνες τούς συμπαραστέκονται.
Από 1500 φοιτητές πάρθηκε η απόφαση «να μείνουμε απόψε στο Πολυτεχνείο». Συγκροτείται Συντονιστική Επιτροπή απ΄ όλες τις σχολές και επιβάλλει έλεγχο σε ανεύθυνα συνθήματα και μεταδίδει τα δικά της από μεγάφωνα και το μικρό πομπό, αλλά και συγκεντρώνει τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ. Γύρω στο Πολυτεχνείο και χιλιάδες Έλληνες τούς συμπαραστέκονται.
Ο Παπαδόπουλος παραμένει μάλλον ψύχραιμος. Σύμφωνα με την μαρτυρία του υπ’ αριθμόν 2 στην κυβέρνηση των Συνταγματαρχών, Στυλιανού Παττακού, σχολίασε τις κινητοποιήσεις των φοιτητών με την φράση «Άσ’ τα παιδιά να κλάνουνε…».
15 Νοεμβρίου 1973.
Γέμισαν τα κτίρια του Πολυτεχνείου και το προαύλιο από φοιτητές και απ’ έξω δεκάδες χιλιάδες λαού και μαθητών, που έρχονται κατευθείαν από τα σχολεία τους, φέρνοντας στους φοιτητές όλο και περισσότερα τρόφιμα, φάρμακα κλπ.
Γέμισαν τα κτίρια του Πολυτεχνείου και το προαύλιο από φοιτητές και απ’ έξω δεκάδες χιλιάδες λαού και μαθητών, που έρχονται κατευθείαν από τα σχολεία τους, φέρνοντας στους φοιτητές όλο και περισσότερα τρόφιμα, φάρμακα κλπ.
Εκλέγεται Συντονιστική Επιτροπή που συμμετέχουν και δυο εργάτες, και σε ανακοίνωση της λέει: «H εκδήλωση του Πολυτεχνείου είναι αντιφασιστική και αντιιμπεριαλιστική».
Λειτουργεί νέος πομπός, που τώρα ακούγεται σ’ όλη την Αττική:
«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Κάτω η χούντα, κάτω ο Παπαδόπουλος, έξω οι Αμερικάνοι, κάτω ο φασισμός, η χούντα θα πέσει από το λαό…
Λαέ, κατέβα στο πεζοδρόμιο, έλα να μας συμπαρασταθείς, τη λευτεριά σου για να δεις…».
Η τότε άγνωστη φωνή ανήκει στην μετέπειτα πολιτικό της Αριστεράς, Μαρία Δαμανάκη.
«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Κάτω η χούντα, κάτω ο Παπαδόπουλος, έξω οι Αμερικάνοι, κάτω ο φασισμός, η χούντα θα πέσει από το λαό…
Λαέ, κατέβα στο πεζοδρόμιο, έλα να μας συμπαρασταθείς, τη λευτεριά σου για να δεις…».
Η τότε άγνωστη φωνή ανήκει στην μετέπειτα πολιτικό της Αριστεράς, Μαρία Δαμανάκη.
Στη Θεσσαλονίκη και Πάτρα οι φοιτητές καταλαμβάνουν τα πανεπιστημιακά κτίρια. Οι αγρότες από τα Μέγαρα ξεκινούν για την Αθήνα. Στο Αιγάλεω γίνονται επαναστατικές εκδηλώσεις και ακολουθούν τέτοιες στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά.
16 Νοεμβρίου 1973.
Χιλιάδες άνθρωποι είναι γύρω από το Πολυτεχνείο και φωνάζουν με τους ελεύθερους φοιτητές «Κάτω η χούντα, η χούντα θα πέσει απ’ τον λαό».
Χιλιάδες άνθρωποι είναι γύρω από το Πολυτεχνείο και φωνάζουν με τους ελεύθερους φοιτητές «Κάτω η χούντα, η χούντα θα πέσει απ’ τον λαό».
Ώρα 7 και μισή μ.μ.
Ο δικτάτορας δίνει διαταγή να χτυπηθεί πρώτα η λαοθάλασσα, που είναι γύρω στο Πολυτεχνείο. Δακρυγόνα πέφτουν συνεχώς και κάνουν αφόρητη την ατμόσφαιρα. Ο λαός ανάβει φωτιές και τα εξουδετερώνει. Τώρα σφυρίζουν σφαίρες και οι πρώτοι νεκροί πέφτουν. Ο λαός στήνει οδοφράγματα, δεν υποχωρεί, παλεύει άοπλος, παραμένει στη θέση του.
Ο δικτάτορας δίνει διαταγή να χτυπηθεί πρώτα η λαοθάλασσα, που είναι γύρω στο Πολυτεχνείο. Δακρυγόνα πέφτουν συνεχώς και κάνουν αφόρητη την ατμόσφαιρα. Ο λαός ανάβει φωτιές και τα εξουδετερώνει. Τώρα σφυρίζουν σφαίρες και οι πρώτοι νεκροί πέφτουν. Ο λαός στήνει οδοφράγματα, δεν υποχωρεί, παλεύει άοπλος, παραμένει στη θέση του.
Ώρα 12 τη νύχτα μπαίνει στην Αθήνα στρατός και τανκ και καταλαμβάνουν επίκαιρες θέσεις.
17 Νοεμβρίου 1973, ώρα 2 πρωινή.
Τα τανκ πλησιάζουν το Πολυτεχνείο. Εκείνη τη νύχτα ένας νεαρός ονόματι Κωνσταντίνος Λαλιώτης και μετέπειτα υπουργός του ΠΑΣΟΚ, μπαίνει μπροστά στο άρμα και καθυστερεί την εισβολή του στο εκπαιδευτικό συγκρότημα.
Τα τανκ πλησιάζουν το Πολυτεχνείο. Εκείνη τη νύχτα ένας νεαρός ονόματι Κωνσταντίνος Λαλιώτης και μετέπειτα υπουργός του ΠΑΣΟΚ, μπαίνει μπροστά στο άρμα και καθυστερεί την εισβολή του στο εκπαιδευτικό συγκρότημα.
«Φαντάροι, είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέλφια, μη μας χτυπήσετε, ελάτε μαζί μας» φωνάζει ο μετέπειτα δημοσιογράφος του Έθνους, τραπεζικός υπάλληλος και παραγωγός εκπομπών, Δημήτρης Παπαχρήστος και συνεχίζει με την απαγγελία του εθνικού ύμνου.
17 Νοεμβρίου 1973, ώρα 2:58 πρωινή.
Το τανκ γκρεμίζει τη σιδερένια πόρτα του Πολυτεχνείου. Στρατός και αστυνομικοί μπαίνουν στο προαύλιο. Οι φοιτητές προσπαθούν να φύγουν, αλλά δέχονται άγριες επιθέσεις. Πολλοί φαντάροι προστατεύουν και βοηθούν τους φοιτητές να φύγουν. Πολλοί συλλαμβάνονται και οδηγούνται στην Ε.Σ.Α. Οι οδομαχίες συνεχίζονται γύρω από το Πολυτεχνείο μέχρι το πρωί.
Το τανκ γκρεμίζει τη σιδερένια πόρτα του Πολυτεχνείου. Στρατός και αστυνομικοί μπαίνουν στο προαύλιο. Οι φοιτητές προσπαθούν να φύγουν, αλλά δέχονται άγριες επιθέσεις. Πολλοί φαντάροι προστατεύουν και βοηθούν τους φοιτητές να φύγουν. Πολλοί συλλαμβάνονται και οδηγούνται στην Ε.Σ.Α. Οι οδομαχίες συνεχίζονται γύρω από το Πολυτεχνείο μέχρι το πρωί.
Ώρα 11 π.μ. επαναφέρεται στρατιωτικός νόμος.
Το τέλος της δικτατορίας, θα επέλθει μερικούς μήνες αργότερα με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου. Στο μεταξύ όμως διάστημα, καθώς και στην συνέχεια, γεννιέται ένα θέμα που στην μακρόχρονη πορεία του, παίρνει διαστάσεις αστικού μύθου: «Οι νεκροί του Πολυτεχνείου»…
Ο ρόλος του Λαλιώτη και η συνέντευξη του υπίλαρχου Γουνελά
Καλό θα είναι εδώ να θυμίσουμε ότι ουσιαστικά η πολιτική καριέρα του Λαλιώτη, που αναφέρθηκε πιο πάνω, ξεκίνησε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 όταν σαν μέλος τότε της επιτροπής των φοιτητών ήταν εκείνος που υπέδειξε στον επί κεφαλής των τεθωρακισμένων αρμάτων υπίλαρχο Μιχάλη Γουνελά «να πέσει η πύλη και να εγγυηθούν οι στρατιώτες την ομαλή έξοδο των φοιτητών από το χώρο του Πολυτεχνείου τους οποίους φοιτητές είχαν εγκλωβίσει μέσα σ’ αυτό και παρά τη θέληση τους να παραμείνουν εκεί διάφορα εξωφοιτητικά στοιχεία τα οποία είχαν εισέλθει παράνομα».
Αυτά -τα πασίγνωστα- τα είπε και σε συνέντευξη που έδωσε στην ΕΡΤ ο επικεφαλής του πληρώματος του περιβόητου άρματος, που γκρέμισε την Πύλη.
Καλό θα είναι εδώ να θυμίσουμε ότι ουσιαστικά η πολιτική καριέρα του Λαλιώτη, που αναφέρθηκε πιο πάνω, ξεκίνησε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 όταν σαν μέλος τότε της επιτροπής των φοιτητών ήταν εκείνος που υπέδειξε στον επί κεφαλής των τεθωρακισμένων αρμάτων υπίλαρχο Μιχάλη Γουνελά «να πέσει η πύλη και να εγγυηθούν οι στρατιώτες την ομαλή έξοδο των φοιτητών από το χώρο του Πολυτεχνείου τους οποίους φοιτητές είχαν εγκλωβίσει μέσα σ’ αυτό και παρά τη θέληση τους να παραμείνουν εκεί διάφορα εξωφοιτητικά στοιχεία τα οποία είχαν εισέλθει παράνομα».
Αυτά -τα πασίγνωστα- τα είπε και σε συνέντευξη που έδωσε στην ΕΡΤ ο επικεφαλής του πληρώματος του περιβόητου άρματος, που γκρέμισε την Πύλη.
Τη συνέντευξη την πήρε το 1984 από τον Υπίλαρχο (του ’73) Μιχάλη Γουνελά η ΕΡΤ, η οποία όμως δεν μετέδωσε.
Η πλήρης συνέντευξη του Γουνελά -του είχαν πάρει και άλλη την οποία, επίσης, δεν μετέδωσαν!- είναι η παρακάτω :ΕΡ.: Πέρασαν δέκα χρόνια από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είσασταν ο αξιωματικός που οδήγησε το άρμα στην πύλη του Πολυτεχνείου. Τι έχετε να πείτε σήμερα;
ΑΠ.: Ομολογώ πως ήθελα να μιλήσω, γιατί επί 10 χρόνια τώρα, ακούγεται πάντα η άλλη πλευρά. Και θα ήθελα να μιλήσω για δύο λόγους: Και προσωπικά, επειδή πρέπει να διασαφηνίσω ορισμένα σημεία σχετικά με το ρόλο μου σε όλη αυτή την υπόθεση, που λέγεται Πολυτεχνείο, αλλά και εκ μέρους των συναδέλφων εκείνων που βρέθηκαν εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα σε εκείνο το συγκεκριμένο χώρο, χωρίς βέβαια να τους εκπροσωπώ. Πιστεύω να μην έχουν αντίρρηση. Όσα έχουν λεχθεί μας αδικούν. Μας παρουσιάζουν σαν εγκληματίες, σαν ανθρώπους που δεν έχουν ηθικές αναστολές. Σαν τέλος πάντων, ανθρώπους που μόλις τους βγάλεις από τα στρατόπεδα πρέπει να τους κρατάς για να μην σκοτώνουν, κακοποιήσουν ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο να κάνουν.
ΕΡ.: Ποιος ήταν ο δικός σας ρόλος, λοιπόν;
ΑΠ.: Όπως ξέρετε, τ’ όνομα μου σχετίζεται με την κατάρριψη της πύλης του Πολυτεχνείου. Και η πύλη είναι ένα από τα σημεία εκείνα που έχει συμπυκνωθεί όλη η εκμετάλλευση. Διότι δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος λογικός άνθρωπος που να πιστεύει ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση σε όλη αυτή την υπόθεση. Η πύλη προσφέρεται για να γίνει σύμβολο. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός συμβόλου. Παρ’ όλα τα χαρακτηριστικά ενός συμβόλου. Παρ’ όλα ταύτα, όμως, εις την πύλη δεν υπήρξε ουδείς νεκρός όπως και σε ολόκληρο το χώρο του Πολυτεχνείο, πέραν του τραυματισμού της Ρηγόπουλου ο οποίος είναι και γνωστός. Ο τραυματισμός αυτός έγινε εξ αμελείας και δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί. Η Ρηγόπουλου έπεσε σε μια απόσταση γύρω στα 15 μέτρα.
ΕΡ.: Ανεξάρτητα από αυτό, ποιος ήταν ο δικός σας ρόλος;
ΑΠ.: Ο ρόλος ο δικός μας, ήταν ρόλος διαιτητού. Εμείς κατεβήκαμε -και αυτό είχε γίνει συνείδηση απ’ όλους τους συναδέλφους που ήταν διοικητές τμημάτων- στο χώρο, για να παρέχουμε εγγυήσεις, σχετικά με την ζωή και την ασφάλεια, μεταξύ των φοιτητών και της Αστυνομίας.
ΕΡ.: Αυτό, ποιος το είχε ζητήσει;
ΑΠ.: Δεν ξέρω. Νομίζω οι φοιτητές. Ζητάγανε ορισμένες εγγυήσεις. Σχετικά με την ανάγκη να εκκενωθεί το Πολυτεχνείο δεν υπήρχε καμία αμφισβήτηση. Και η μια πλευρά και η άλλη, το ήθελε. Με τη διαφορά ότι οι φοιτητές είχαν ζητήσει να αποχωρήσουν το πρωί. Όμως, εγώ πιστεύω ότι η ατμόσφαιρα ήταν ήδη φορτισμένη και έπρεπε κάτι να γίνει.
ΕΡ.: Ποιες ήταν οι δικές σας εντολές και πόσο κατοχυρωμένος ήσασταν συνταγματικά;
ΑΠ.: Συνταγματικά πιστεύω ότι ήμασταν κατοχυρωμένοι, αλλά ανεξάρτητα από αυτό εγώ, δεν στέκομαι εδώ. Μπήκα στο Πολυτεχνείο, γιατί πίστευα ότι ο Πολυτεχνείο έπρεπε να εκκενωθεί σύντομα. Γιατί αν δεν συνέβαινε αυτό, οι καταστάσεις που θα επακολουθούσαν θα ήταν χειρότερες και οι νεκροί πολύ περισσότεροι.
ΕΡ.: Κύριε Γουνελά, δώστε μας μία εικόνα εκείνης της νύχτας μπροστά από την πύλη του Πολυτεχνείου, όπως την είδατε εσείς.
ΑΠ.: Οι φοιτητές μιλούσαν και διαπραγματευόντουσαν ελεύθερα με τους αστυνομικούς, χωρίς να υπάρχει κανένας ψυχολογικός καταναγκασμός.
ΕΡ.: Το ότι βρίσκονταν πίσω από το άρμα δεν νομίζετε ότι ήταν αρκετό;
ΑΠ.: Δεν το νομίζω. Διότι εκείνη τη στιγμή το άρμα δεν ήταν ακριβώς στην πύλη.
ΕΡ.: Πότε φέρατε το άρμα στην πύλη;
ΑΠ.: Όταν απεφασίσθει ότι η διάνοιξη θα γινόταν με το άρμα, εγώ μεν έφερα το άρμα στην πύλη και ο Λαλιώτης ή ο Σταμέλος ειδοποιούσαν με τον τηλεβόα, να απομακρυνθούν από την πύλη διότι η πύλη θα έπεφτε.
ΕΡ.: Τα συνθήματα που φώναζαν εκείνη τη στιγμή, είχαν ανταπόκριση σε σας;
ΑΠ.: Θα είχαν αν είχαμε κάποια ανθρωποκτόνο πρόθεση.
ΕΡ.: Αφού μπήκατε, πώς σας υποδέχτηκαν οι φοιτητές που ήταν μέσα;
ΑΠ.: Όχι άσχημα! Είχαν βέβαια κάποια ανησυχία. Όταν όμως τους διαβεβαίωσα ότι δεν πρόκειται να κακοποιηθούν ηρέμησαν.
ΕΡ.: Όταν φτάσατε στην πύλη, τα παιδιά πίστευαν και το έλεγαν ότι θα σμίγατε μαζί τους και δεν θα μπαίνατε;
ΑΠ.: Δεν το θυμάμαι. Πάντως, να ξέρετε ότι όσο μίσος κι αν αισθανόμασταν, αν πιστεύαμε ότι κάποιος θα σκοτωνόταν, όσο σκληρός και να ‘σαι, αυτό δεν μπορείς να το κάνεις. Πρέπει να σημειωθεί, πως η πύλη συμφωνήθηκε μεταξύ Στρατού και «Επιτροπής», να γκρεμιστεί με το τανκ, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να ανοίξει αμέσως. Πίσω της είχαν τοποθετηθεί σιδηροδοκοί, ξύλα κ.λπ. -καθώς και δύο αυτοκίνητα- για να μην την «παραβιάσουν» οι αστυνομικοί, κι όλα αυτά τα υλικά ήταν δύσκολο να μετακινηθούν.
Ο Γουνελάς συνεχίζει σε άλλη του συνέντευξη (ολόκληρη εδώ) και πάλι στην κρατική τηλεόραση, της οποίας ελάχιστα αποσπάσματα εμφανίστηκαν στην εκπομπή «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα» (2005, «Η αληθινή ιστορία της 17 Νοέμβρη»):
[...]
ΕΡ.: Υπήρξε συμφωνία των εκπροσώπων των φοιτητών για να πέσει η πύλη ;
ΕΡ.: Υπήρξε συμφωνία των εκπροσώπων των φοιτητών για να πέσει η πύλη ;
ΑΠ.: Βεβαίως! Συναποφασίστηκε. Εκρίθη ως η πλέον πρόσφορη λύση και συναποφασίστηκε. Δεν θυμάμαι ποια πλευρά το πρότεινε. Δεν το θυμάμαι. Αλλά εκρίθη ως η πλέον πρόσφορη και η πλέον ακίνδυνη λύση.
ΕΡ.: Γιατί έπρεπε να γίνει; Γιατί δεν μπορούσε να ανοίξει η πόρτα ή οι πλαϊνές πόρτες;
ΑΠ.: Όταν φτάσαμε στο Πολυτεχνείο, εκείνη την ώρα είχε γίνει κάποια συμφωνία με κάποιους άλλους, πιθανόν με την Αστυνομία και είχε ανοίξει μια παράπλευρη πόρτα από την οποία βγήκε ένας αριθμός εγκλείστων, εκατό – διακόσιοι, δεν ξέρω πόσοι. Αλλά κάποιοι από το εσωτερικό του Πολυτεχνείου αντέδρασαν, την έκλεισαν την πύλη και εν συνεχεία δεν επέτραπαν σε κανέναν να βγει. Γι΄ αυτό λοιπόν, έπρεπε να ανοίξει κάποια δίοδος απέξω. Δεν υπήρχε άλλη λύση να εκτονωθεί η κατάσταση και να φύγουν από μέσα.
ΕΡ.: Αλλά η πύλη αυτή εκ των υστέρων χρησιμοποιήθηκε για να βγει ο κόσμος;
ΑΠ.: Όχι, γιατί έπεσε η κεντρική. Βγήκαν όλοι από την κεντρική. Από κει βγήκαν όλοι, από την κεντρική πύλη, διότι κατέρρευσε. Έπεσε, άνοιξε. Και από κει βγήκαν εν συνεχεία όλοι όσοι ήσαν μέσα.
ΕΡ.: Γιατί δεν μπορούσαν οι φοιτητές να την ανοίξουν την πόρτα;
ΑΠ.: Γιατί κάποιοι αντιδρούσαν από μέσα. Υπήρχαν ομάδες περιφρούρησης οι οποίοι δεν ήθελαν, δεν ξέρω για ποιους λόγους, αλλά δεν ήθελαν να εκτονωθεί η κατάσταση δηλαδή. Και τους εμπόδιζαν δια της βίας να βγουν.
ΕΡ.: Πείτε μου κάτι, εσείς είχατε την ευθύνη, δίνατε διαταγές για τα άρματα; Ποια ήταν η δική σας αρμοδιότητα;
ΑΠ.: Εγώ ήμουν επικεφαλής των αρμάτων, των πέντε αρμάτων τα οποία πήγαν στο Πολυτεχνείο.
ΕΡ.: Όταν φτάνατε στο Πολυτεχνείο υπάρχουν πυροβολισμοί, ποιο είναι το κλίμα;
ΑΠ.: Όχι. Δεν υπήρχαν πυροβολισμοί. Αντιθέτως αυτές τις δυο-τρεις ώρες που μείναμε εκεί απ’ έξω από το Πολυτεχνείο, μέχρι να αποφασιστεί να πέσει η πύλη, συζητούσαμε από τα κάγκελα με τον κόσμο που ήταν μέσα. Και συζητούσαμε σε φιλικό κλίμα. Αλλά και από τις καταθέσεις, εάν πάρετε και διαβάσετε τις καταθέσεις της δίκης, θα δείτε ότι παράπονο με τον στρατό δεν είχε κανείς από εκείνους οι οποίοι ευρίσκοντο μέσα. Ο στρατός τήρησε την υπόσχεση την οποία έδωσε. Ότι θα βγει ο κόσμος έξω χωρίς να πειραχθεί κανένας. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι τουλάχιστον εκεί μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου και όπου υπήρχε παρουσία στρατού, δεν υπήρξε καμία βιαιοπραγία.
ΕΡ.: Το κλίμα μέσα στο στρατό πώς ήταν απέναντι στους φοιτητές; Είχε γίνει κάποια προσπάθεια φανατισμού των αξιωματικών;
ΑΠ.: Όχι, καμία. Καμία προσπάθεια. Κατεβήκαμε για να παίξουμε το ρόλο του διαιτητού μεταξύ φοιτητών και Αστυνομίας. Δεν υπήρξε κανένας φανατισμός, ούτε και καμία βέβαια ανθρωποκτόνος πρόθεσις. Διότι εάν υπήρχε, καταλαβαίνετε ότι θα υπήρχαν εκατόμβες θυμάτων.
ΕΡ.: Εσείς από ποιον παίρνατε διαταγές;
ΑΠ.: Από τον κ. Γιοβάνη.
ΕΡ.: Ποια ήταν ακριβώς η διαταγή;
ΑΠ.: Η διαταγή ήταν να ανοίξουμε δίοδο για να μπορέσουν να βγουν έξω οι φοιτητές. Όταν λέμε διαταγή μη φανταστείτε ότι εδόθη διαταγή όπως δίνεται στις επιχειρήσεις. Διάλογο κάναμε.
ΕΡ.: Οι φοιτητές ήρθαν και σας ζητήσανε να γίνουν διαπραγματεύσεις;
ΑΠ.: Είχε προηγηθεί, δεν ξέρω. Όταν πήγαμε εμείς αυτά είχαν όλα ήδη συμφωνηθεί και δεν το ζητήσανε από μας. Δεν ξέρω ποιοι συμφώνησαν και με ποιους έγινε η συμφωνία να βγουν οι τρεις εκπρόσωποι έξω προκειμένου να βρεθεί κάποια λύση.
ΕΡ.: Στις διαπραγματεύσεις είναι οι εκπρόσωποι των φοιτητών, εσείς και ποιοι άλλοι ακόμα;
ΑΠ.: Και η Αστυνομία, δεν θυμάμαι να υπήρχαν άλλοι. Στον προθάλαμο του ΑΚΡΟΠΟΛ.
[...]
ΕΡ.: Στη δίκη γιατί νομίζετε ότι σας κατηγόρησαν;
ΑΠ.: Εγώ πήγα κατηγορούμενος για τρεις ανθρωποκτονίες. Διότι κάποιος κατέθεσε και είπε ότι σε ένα από τα αυτοκίνητα τα οποία ευρίσκοντο πίσω από την πύλη και το οποίο κατεστράφη, ευρίσκοντο μέσα τρεις άνθρωποι. Ως απεδείχθη, δεν υπήρχε κανείς. Ο εισαγγελέας πρότεινε επτά μήνες φυλάκιση, το δικαστήριο μου επέβαλε δέκα οκτώ και ο Άρειος Πάγος μετά από αναίρεση έκανε την ποινή επτά ή οκτώ μήνες, δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή ακριβώς.
[...]
Πάνω λοιπόν σ’ αυτή τη «φαεινή» ιδέα του Λαλιώτη στήθηκε ο μεταπολιτευτικός «μύθος» του Πολυτεχνείου και πάνω σε μια απίστευτη προπαγανδιστική απάτη οικοδομήθηκε η συντεχνία του κόμματος των πολιτικών κομμάτων. Με απλά λόγια, το πολιτικό κατεστημένο οφείλει πολλά στην «ιδέα» Λαλιώτη και κατ’ επέκταση στον μετέπειτα μύθο των «χιλιάδων», «εκατοντάδων» και τελικά 12-23 νεκρών…εκτός Πολυτεχνείου…
Οι νεκροί του Πολυτεχνείου
Μετά τη μεταπολίτευση λοιπόν, ξεσπάει ένας «πόλεμος» ανακοινώσεων για τους υποτιθέμενους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
59 νεκροί το ένα «ίδρυμα»!
75 νεκροί ο άλλος «φορέας»!
154 νεκροί (ΝΑΙ τόσους βρήκανε) μια άλλη εφημερίδα!
Μετά τη μεταπολίτευση λοιπόν, ξεσπάει ένας «πόλεμος» ανακοινώσεων για τους υποτιθέμενους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
59 νεκροί το ένα «ίδρυμα»!
75 νεκροί ο άλλος «φορέας»!
154 νεκροί (ΝΑΙ τόσους βρήκανε) μια άλλη εφημερίδα!
Ανάμεσα στις σοβαροφανείς «πηγές» ξεχωρίζει κανείς την εφημερίδα «Έθνος», την «Ένωση Δημοκρατικών Μητέρων», τον γραφικό πρόεδρο ενός κόμματος-σφραγίδα, τον θρυλικό ΜΠΑΜΠΗ Κωνσταντόπουλο (έδινε συνεντεύξεις λέγοντας ότι μιλάει με εξωγήινους) και άλλους φορείς γραφικούς και μη.
Η πολιτεία, λογικό ήταν, επηρεάστηκε από αυτό το κυνήγι μαγισσών.
Θα γίνει μια αναφορά σε έναν απ’ τους πιο γραφικούς κατάλογους νεκρών.
Σε εφημερίδα των Αθηνών εμφανίζεται κατάλογος με 82 ονόματα ανθρώπων που πέθαναν στις 16 και 17 Νοεμβρίου. Τα λαγωνικά ψάχνουν και βρίσκουν ότι οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν πραγματικά, αλλά ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ στα νοσοκομεία της Αθήνας.
Κάποιος «δημοσιογράφος» δηλαδή, πήγε στο Ληξιαρχείο Αθηνών έδωσε «λαδάκι» στον υπάλληλο και αυτός του έδωσε λίστα με ονόματα πεθαμένων εκείνες τις μέρες. Ο «δημοσιογράφος» τους έβαλε σαν νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Εμβρόντητη η εφημερίδα μαθαίνει αργότερα ότι τα ονόματα των «ηρωικών νεκρών» που δημοσίευσε ήταν μια γριούλα 81 χρονών που πέθανε από ανακοπή καρδιάς, ένας παππούς 75 χρονών που πέθανε από καρκίνο και άλλοι.
Θα γίνει μια αναφορά σε έναν απ’ τους πιο γραφικούς κατάλογους νεκρών.
Σε εφημερίδα των Αθηνών εμφανίζεται κατάλογος με 82 ονόματα ανθρώπων που πέθαναν στις 16 και 17 Νοεμβρίου. Τα λαγωνικά ψάχνουν και βρίσκουν ότι οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν πραγματικά, αλλά ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ στα νοσοκομεία της Αθήνας.
Κάποιος «δημοσιογράφος» δηλαδή, πήγε στο Ληξιαρχείο Αθηνών έδωσε «λαδάκι» στον υπάλληλο και αυτός του έδωσε λίστα με ονόματα πεθαμένων εκείνες τις μέρες. Ο «δημοσιογράφος» τους έβαλε σαν νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Εμβρόντητη η εφημερίδα μαθαίνει αργότερα ότι τα ονόματα των «ηρωικών νεκρών» που δημοσίευσε ήταν μια γριούλα 81 χρονών που πέθανε από ανακοπή καρδιάς, ένας παππούς 75 χρονών που πέθανε από καρκίνο και άλλοι.
Στο βιβλίο («Μαρτυρία απ’ το ματωμένο φοιτητικό κίνημα 1967-1974». σ. 156-157) του φοιτητή και μετέπειτα βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ, Λουκά Θ. Αποστολίδη, παρουσιάζεται ένας ακόμα κατάλογος με νεκρούς, σύνολο: 60 και 2 αγνοούμενοι. (Ο πίνακας των νεκρών αυτών δόθηκε στο Λονδίνο από την «Κίνηση για την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα).
Ένας άλλος κατάλογος νεκρών (κι απ’ τους πιο περίφημους μάλιστα), ήταν αυτός του Μπάμπη Γεωργούλα, στελέχους της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος» (ΚΚΕ).
Ο Γεωργούλας αναφέρει 77 ονόματα νεκρών (τα περισσότερα, χωρίς το μικρό όνομα, άρα μη ταυτοποιήσιμα):
1. Αναγνωστόπουλος Νίκος
2. Αντάρογλου
3. Αργυρίου
4. Ασημακοπούλου
5. Βυθούλκας
6. Βρυώνης Απόστολος
7. Γερακίδης Γεώργιος
8. Γελιάλης Μ.
9. Γιαννόπουλος Γεώργ.
10. Γρέλος Γιάννης
11. Δαζαβίδης Ι.
12. Δεστήρης
13. Δημητρίου Α.
14. Δημόπουλος Αντρέας
15. Διαμαντάκη Μαρία
16. Τόρις Μαργκρέττε
17. Έγκελον Γκούλια
18. Ευαγγελινός Γιάννης
19. Ηλιόπουλος
20. Θεοδώρου Δημ.
21. Ιωαννίδης
22. Ιωάννου Καίτη
23. Κάγκος Γιάννης
24. Κάππος Γ.
25. Καράκας Μπαλσάν
26. Καραγεώργης Στέλιος
27. Καραγεωργίου Αντρ.
28. Καραμάνης Μάρκος
29. Κομνηνός Διομήδης
30. Κουμούλος Γιάννης
31. Κούμπος
32. Κοντομάρης
33. Κουτουμάρης Σπ.
34. Κανιωτάκης
35. Κόκκινος Δημ.
36. Κρητικάκη
37. Κυριακόπουλος Δημ.
38. Καρδίκας
39. Λαζαρίδης
40. Λαζαριώτης Παν.
41. Μαλικάκης
42. Μαζαράκης
43. Ματζώρος
44. Μανωλόπουλος
45. Μαρκουλής Νίκος
46. Μπεκιάρη Βασιλική
47. Μυρογιάννης Μιχάλης
48. Μέξης
49. Μικρώνης Κώστας
50. Μιχαηλίδης
51. Μπέτσας
52. Μπότης
53. Μώμος Στέλιος
54. Παντελεάκης Κυρ.
55. Παπαγεωργίου Χρ.
56. Παμέπης
57. Παπαροδόπουλος Χ.
58. Παπαδόπουλος Χαρ.
59. Πολυζωίδης Γ.
60. Παλέμος Β.
61. Σπαρτίδης Αλ.
62. Σαμούρης Γεώργιος
63. Σορμαλής
64. Σάζιος Ε.
65. Σχίζας
66. Σταυροπούλου
67. Ταϊνης
68. Τουρίλ Έκλέκ
69. Τσιγκούνης
70. Τουλούπας Δημήτριος (λοχίας πού αρνήθηκε να πυροβολήσει εναντίον των φοιτητών και σκοτώθηκε επί τόπου από ίλαρχο)
71. Φαμέλλος Βασ.
72. Φιλίνης Ιωάννης
73. Χανιωτάκης
74. Χρηστακέα Μαρία
75. Χαραλαμπίδης Νικ.
76. Χαλκιαδάκης
77. Ψαρά Ελένη
Ο Γεωργούλας αναφέρει 77 ονόματα νεκρών (τα περισσότερα, χωρίς το μικρό όνομα, άρα μη ταυτοποιήσιμα):
1. Αναγνωστόπουλος Νίκος
2. Αντάρογλου
3. Αργυρίου
4. Ασημακοπούλου
5. Βυθούλκας
6. Βρυώνης Απόστολος
7. Γερακίδης Γεώργιος
8. Γελιάλης Μ.
9. Γιαννόπουλος Γεώργ.
10. Γρέλος Γιάννης
11. Δαζαβίδης Ι.
12. Δεστήρης
13. Δημητρίου Α.
14. Δημόπουλος Αντρέας
15. Διαμαντάκη Μαρία
16. Τόρις Μαργκρέττε
17. Έγκελον Γκούλια
18. Ευαγγελινός Γιάννης
19. Ηλιόπουλος
20. Θεοδώρου Δημ.
21. Ιωαννίδης
22. Ιωάννου Καίτη
23. Κάγκος Γιάννης
24. Κάππος Γ.
25. Καράκας Μπαλσάν
26. Καραγεώργης Στέλιος
27. Καραγεωργίου Αντρ.
28. Καραμάνης Μάρκος
29. Κομνηνός Διομήδης
30. Κουμούλος Γιάννης
31. Κούμπος
32. Κοντομάρης
33. Κουτουμάρης Σπ.
34. Κανιωτάκης
35. Κόκκινος Δημ.
36. Κρητικάκη
37. Κυριακόπουλος Δημ.
38. Καρδίκας
39. Λαζαρίδης
40. Λαζαριώτης Παν.
41. Μαλικάκης
42. Μαζαράκης
43. Ματζώρος
44. Μανωλόπουλος
45. Μαρκουλής Νίκος
46. Μπεκιάρη Βασιλική
47. Μυρογιάννης Μιχάλης
48. Μέξης
49. Μικρώνης Κώστας
50. Μιχαηλίδης
51. Μπέτσας
52. Μπότης
53. Μώμος Στέλιος
54. Παντελεάκης Κυρ.
55. Παπαγεωργίου Χρ.
56. Παμέπης
57. Παπαροδόπουλος Χ.
58. Παπαδόπουλος Χαρ.
59. Πολυζωίδης Γ.
60. Παλέμος Β.
61. Σπαρτίδης Αλ.
62. Σαμούρης Γεώργιος
63. Σορμαλής
64. Σάζιος Ε.
65. Σχίζας
66. Σταυροπούλου
67. Ταϊνης
68. Τουρίλ Έκλέκ
69. Τσιγκούνης
70. Τουλούπας Δημήτριος (λοχίας πού αρνήθηκε να πυροβολήσει εναντίον των φοιτητών και σκοτώθηκε επί τόπου από ίλαρχο)
71. Φαμέλλος Βασ.
72. Φιλίνης Ιωάννης
73. Χανιωτάκης
74. Χρηστακέα Μαρία
75. Χαραλαμπίδης Νικ.
76. Χαλκιαδάκης
77. Ψαρά Ελένη
Ο κατάλογος αυτός καθίσταται άμεσα αναξιόπιστος, καθώς στον αριθμό 4, αναγράφεται το όνομα της νεκρής «μαϊμού» Ηλένιας Ασημακοπούλου (λεπτομέρειες παρακάτω).
Βεβαίως και δυστυχώς υπάρχουν νεκροί των γεγονότων του Νοεμβρίου 1973. Ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ 23 και 12. Όμως όλοι σκοτώθηκαν έξω και μακριά από το Πολυτεχνείο, όπως διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε από το υπ’ αριθμόν 677/1975 παραπεμπτικό βούλευμα και την υπ’ αριθμόν 723/1975 απόφαση του πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώ κανένας απ’ τους νεκρούς δεν ήταν φοιτητής του Πολυτεχνείου. Το πιο αξιοσημείωτο περιστατικό που συνέβη εντός του χώρου του Πολυτεχνείου, ήταν ο σοβαρός τραυματισμός μιας φοιτήτριας, της Πέπης Ρηγοπούλου, μετέπειτα καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν μια κολώνα καταπλάκωσε τα πόδια της (αναφέρεται παρακάτω, στην συνέντευξη του χειριστή του τανκ, που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, Ανδρέα Σκευοφύλακα).
Προηγουμένως, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ είχε αναθέσει στον εισαγγελέα Τσεβά να βρει επί τέλους πόσοι πεθάναν την ημέρα εκείνη. Ο Τσεβάς ψάχνει και βρίσκει ΜΟΝΟ 15 ονόματα. Προσθέτει όμως στο πόρισμα του και άλλους τρεις που πέθαναν αργότερα, ενώ αναφέρει και έμμεσες μαρτυρίες.
Επισήμως ανακοινωθέντες νεκροί, σύμφωνα με το επίσημο πόρισμα Τσεβά, είναι οι ακόλουθοι:
1. Διομήδης Ιωάννου Κομνηνός, ετών 17, μαθητής. Εφονεύθη έξωθι του Πολυτεχνείου περί ώρα 22.15′ της 16.11.73. Βασίμως πιθανολογείται ότι δράστης του φόνου τούτου είναι ο προεκτεθείς Συνταγματάρχης.
1. Διομήδης Ιωάννου Κομνηνός, ετών 17, μαθητής. Εφονεύθη έξωθι του Πολυτεχνείου περί ώρα 22.15′ της 16.11.73. Βασίμως πιθανολογείται ότι δράστης του φόνου τούτου είναι ο προεκτεθείς Συνταγματάρχης.
2. Βασίλειος Παναγιώτου Φαμέλλος, ετών 26. Εφονεύθη εγγύς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως περί ώρα 22.30′ της 16.11.73, βληθείς προφανώς υπό τίνος των εκ του υπουργείου πυροβολούντων.
3. Toril Engelend, σπουδάστρια, Νορβηγίς. Εφονεύθη εις την πλατείαν Αιγύπτου περί ώρα 23.30′ της 16.11.1973 παρ’ αγνώστου δράστου.
4. Γεώργιος Ανδρέου Σαμούρης, σπουδαστής, ετών 22. Εφονεύθη υπ’ αγνώστου εις άγνωστον σημείον εξ επαφής περί το μεσονύκτιον της 16.11.1973 και το πτώμα του μετεφέρθη και απερρίφθη εις την διασταύρωσιν των οδών Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων (Κατάθεσις υπ’ αριθμ. 137).
5. Αλέξανδρος Ευστρατίου Σπαρτίδης, ετών 16, μαθητής. Εφονεύθη επί της οδού Κότσικα (παρόδου Πατησίων) την 10.20 ώραν της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.
6. Μάρκος Δημητρίου Καραμάνης, ετών 23. Εφονεύθη ευρισκόμενος εις την επί της οδού Πατησίων και Αιγύπτου 1 πολυκατοικίαν την 10.30 ώραν της 17.11.1973, βληθείς ομοίως υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.
7. Βασίλειος Καράκας, Τούρκος υπήκοος, ετών 43. Εφονεύθη εις την πλατείαν Αιγύπτου περί ώραν 13.00′ της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος μάχης.
8. Δημήτριος Θεοφ. Θεοδώρας, ετών 6. Εφονεύθη επί της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας Ζωγράφου περί ώραν 13.30 της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιώτου ευρισκομένου έμπροσθεν του Ναού του Αγίου Θεράποντος.
9. Βασιλική Φωτίου Μπεκιάρη, ετών 17. Εφονεύθη ευρισκομένη εις την ταράτσα της επί της οδού Μεταγένους 8 – Νέος Κόσμος οικίας της περί ώρα 12.30′ της 17.11.1973, δεχθείσα εις την κεφαλήν της βλήμα αδέσποτον άρματος.
10. Γεώργιος Αλεξάνδρου Γεριτσίδης, ετών 48, εφοριακός υπάλληλος. Εφονεύθη ευρισκόμενος εν Ν. Λιοσίοις προς εκτέλεσιν υπηρεσίας περί ώραν 12.15′ της 17.11.1973 δεχθείς ομοίως βλήμα αδέσποτον άρματος μάχης εις την κεφαλήν.
11. Νικόλαος Πέτρου Μαρκουλής, ετών 25. Εφονεύθη παρά την πλατείαν Βάθης περί ώραν 11.00′της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος μάχης.
12. Στυλιανός Αγαμ. Καραγεώργης, ετών 19, εργάτης. Ετραυματίσθη θανασίμως επί της οδού Πατησίων, έμπροσθεν του κινηματογράφου ΕΛΛΗΝΙΣ, περί ώρα 10.00′της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος και απεβίωσεν εις το ΚΑΤ την 30.11.1973.
13. Ανδρέας Στεργίου Κούμπος, ετών 63. Ετραυματίσθη σοβαρώς διερχόμενος την οδό Καποδιστρίου περί ώρα 14.00′ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος και απεβίωσε την 30.1.1974.
14. Μιχαήλ Δημήτριου Μυρογιάννης, ετών 20. Εφονεύθη εις την διασταύρωσιν των οδών Πατησίων και Στουρνάρα περί ώραν 13.30′ της 18.11.73, βληθείς δια περιστρόφου εις την κεφαλήν και
15. Κυριάκος Δημητρίου Παντελάκης, ετών 45, δικηγόρος. Ετραυματίσθη σοβαρώς επί της οδού Γλάδστωνος περί ώραν 12.40′ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου επί της οδού Πατησίων άρματος και απεβίωσεν την 18.12.1973.
Σε σχέση με τους υποτιθέμενους νεκρούς, εντός του χώρου του Πολυτεχνείου, κατατοπιστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το πόρισμα (το οποίο παρατίθεται ολόκληρο στην συνέχεια του άρθρου) και στο οποίο δεν γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο:
…Και εις το αγωνιώδες ερώτημα περί του εάν συνεθλίβησαν ή ετραυματίσθησαν άνθρωποι εκ της εισόδου του άρματος διάφορα και αντίθετα προέκυψαν εκ της ερεύνης στοιχεία. Οι παριστάμενοι τότε επικεφαλής των δυνάμεων, στρατιωτικών και αστυνομικών, αρνητικήν, μετά κατηγορηματικότητος μάλιστα, δίδουν εις το ερώτημα τούτο απάντησιν (οράτε καταθέσεις), έτερος όμως αυτόπτης, δημοσιογράφος αυτός, καταθέτει τα εξής:
«Προσποιούμενος τον αδιάφορων ρώτησα έναν αστυνομικόν : Τι έγινε; Πατήσαμε πολλούς; Μου απήντησε: Δεν βαριέσαι μόνον δύο – τρεις αλήτες».
Και εις έτερον σημείον της καταθέσεως του προσθέτει: «Καθώς προχωρούσα σαστισμένος, λίγο έλειψε να σκοντάψω πάνω σε ένα σώμα που ήταν πεσμένο δίπλα από την Μερσεντές. Δύο μέτρα πιο πέρα ήταν πεσμένος άλλος ένας φοιτητής» (Κατάθεσις υπ’ αριθ. 218 και 81 και 82).
«Προσποιούμενος τον αδιάφορων ρώτησα έναν αστυνομικόν : Τι έγινε; Πατήσαμε πολλούς; Μου απήντησε: Δεν βαριέσαι μόνον δύο – τρεις αλήτες».
Και εις έτερον σημείον της καταθέσεως του προσθέτει: «Καθώς προχωρούσα σαστισμένος, λίγο έλειψε να σκοντάψω πάνω σε ένα σώμα που ήταν πεσμένο δίπλα από την Μερσεντές. Δύο μέτρα πιο πέρα ήταν πεσμένος άλλος ένας φοιτητής» (Κατάθεσις υπ’ αριθ. 218 και 81 και 82).
Αι τελευταίοι αύται καταθέσεις έχουν βεβαίως υπέρ αυτών την λογικότητα των πραγμάτων, όταν ληφθή υπ’ όψιν, ότι το άρμα εκινήθη αιφνιδίως και μετά δυνάμεως, καθ’ ον χρόνον συνεχίζοντα αι διαπραγματεύσεις και πλήθος σπουδαστών ευρίσκοντο επί των κιγκλιδωμάτων ή όπισθεν αυτών και εν επαφή σχεδόν προς την πύλην. Παραμένει, όμως, μόνον λίαν πιθανή και ανεπιβεβαίωτος… Περί πάντων τούτων, όμως, αναλυτικώτερον, ως ακολούθως, αφού προηγουμένως τονισθεί ότι ουδείς απολύτως εκ των σπουδαστών του Πολυτεχνείου εφονεύθη κατά το ανωτέρω τριήμερον (οράτε υπ’ αριθμ. 33437 /11.10.74 έγγραφον της Συγκλήτου του Πολυτεχνείου προς υμάς).
Μετά το 1981, η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου θέλοντας να «αποκαταστήσει» την αλήθεια του Πολυτεχνείου, κατόπιν εντολής του τότε υπουργού Δημόσιας τάξεως Γ. Σκουλαρίκη, επαναφέρθη στην ενεργό υπηρεσία με τα εύσημα του αντιστασιακού και ανέλαβε αστυνομικός διευθυντής ο Γεώργιος Σαμπάνης (είχε αποταχθεί από το καθεστώς Παπαδόπουλου), ο οποίος αναλαμβάνει να βρει τους νεκρούς-φαντάσματα του Πολυτεχνείου. Το πόρισμα είναι κυριολεκτικά καταπέλτης: Κανένας νεκρός μέσα στο πολυτεχνείο (όπως ομοίως και στο πόρισμα Τσεβά αναφέρεται) και μόνο δώδεκα γύρω από αυτό από αδέσποτες σφαίρες.
Ονόματα νεκρών, σύμφωνα με το πόρισμα Σαμπάνη και μέρος που σκοτώθηκαν.
Η ίδια κατάσταση καθαρογραμμένη
Το πόρισμα αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το κρύβει πανικόβλητη, για να διαρρεύσει όμως και να δημοσιευθεί στον τύπο της εποχής και να φθάσει τελικά σε εσάς. Το πόρισμα Σαμπάνη θεωρείται πιο έγκυρο, γιατί συντάχθηκε το 1982, οπότε το κυνήγι των μαγισσών είχε μειωθεί και μπορούσαν να ζυγιστούν καταστάσεις πιο ψύχραιμα. Όμως αναφέρονται οι διαφορές των δύο πορισμάτων για τους σκεπτόμενους αναγνώστες.
Μια ακόμα επίσημη έρευνα για το Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε το 2003 από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, για τον ακριβή αριθμό των θυμάτων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Την έρευνα παρουσίασε το περιοδικό «Ταχυδρόμος». Με βάση την έρευνα, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, οι επώνυμοι νεκροί ανέρχονται σε 23, ενώ υπάρχουν και άλλοι 16 των οποίων τα στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Στην έρευνα του διευθυντή του Ιδρύματος Λεωνίδα Καλλιβρετάκη γίνεται για πρώτη φορά προσπάθεια καταγραφής του χώρου και των συνθηκών κάτω από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους τα θύματα της εξέγερσης. Όπως αναφέρθηκε, οι πρώτες (δημοσιογραφικές) προσπάθειες για την καταγραφή των γεγονότων μιλούσαν για 59 νεκρούς ή και 79 θύματα, με βάση τον κατάλογο Γεωργούλα. Η έρευνα του κ. Καλλιβρετάκη απαντά και σε ένα ακόμα ερώτημα. Αν υπήρχαν νεκροί μέσα ή έξω από το ΕΜΠ. Όπως προκύπτει, νεκροί υπήρχαν, αλλά είχαν χτυπηθεί στους γύρω δρόμους και μεταφέρονταν στο πρόχειρο ιατρείο που είχε στηθεί από τους φοιτητές.
Σύμφωνα μ’ αυτή την έρευνα, οι νεκροί είναι οι εξής:
16 Νοεμβρίου 1973
1. Σπυρίδων Κοντομάρης (ετών 57, 20.30)
2. Διομίδης Κομνηνός (ετών 17, 21.30)
3. Σωκράτης Μιχαήλ (ετών 57, μεταξύ 22.30 & 23.00)
4. Βασίλειος Φάμελλος (ετών 26, 23.30)
5. Torill Engeland Magrette (ετών 22, 23.30)
6. Γεώργιος Σαμούρης (ετών 22, 24.00)
7. Δημήτριος Κυριακόπουλος (βραδυνή ώρα – κατέληξε 19/11/73)
8. Σπύρος Μαρίνος (Γεωργαράς) (ετών 35, βραδυνή ώρα)
1. Σπυρίδων Κοντομάρης (ετών 57, 20.30)
2. Διομίδης Κομνηνός (ετών 17, 21.30)
3. Σωκράτης Μιχαήλ (ετών 57, μεταξύ 22.30 & 23.00)
4. Βασίλειος Φάμελλος (ετών 26, 23.30)
5. Torill Engeland Magrette (ετών 22, 23.30)
6. Γεώργιος Σαμούρης (ετών 22, 24.00)
7. Δημήτριος Κυριακόπουλος (βραδυνή ώρα – κατέληξε 19/11/73)
8. Σπύρος Μαρίνος (Γεωργαράς) (ετών 35, βραδυνή ώρα)
17 Νοεμβρίου 1973
9. Νικόλαος Μαρκούλης (ετών 24 , πρωινή ώρα, κατέληξε 19/11/73)
10. Αικατερίνη Αργυροπούλου (ετών 76, 10.00, κατέληξε Μάιο ’74)
11. Στυλιανός Καραγεωργής (ετών 19, 10.15)
12. Μάρκος Καραμανής (ετών 23, 10.30)
13. Αλέξανδρος Σπαρτίδης (ετών 16, 10.30-11.00)
14. Δημήτριος Παπαϊωάννου (ετών 60, 11.30)
15. Γεώργιος Γερτζίδης (ετών 48, 11.30)
16. Βασιλική Μπεκιάρη (ετών 17, 12.00)
17. Δημήτρης Θεοδωράς (ετών 5 1/2, 13.00)
18. Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας (ετών 43, 13.00)
9. Νικόλαος Μαρκούλης (ετών 24 , πρωινή ώρα, κατέληξε 19/11/73)
10. Αικατερίνη Αργυροπούλου (ετών 76, 10.00, κατέληξε Μάιο ’74)
11. Στυλιανός Καραγεωργής (ετών 19, 10.15)
12. Μάρκος Καραμανής (ετών 23, 10.30)
13. Αλέξανδρος Σπαρτίδης (ετών 16, 10.30-11.00)
14. Δημήτριος Παπαϊωάννου (ετών 60, 11.30)
15. Γεώργιος Γερτζίδης (ετών 48, 11.30)
16. Βασιλική Μπεκιάρη (ετών 17, 12.00)
17. Δημήτρης Θεοδωράς (ετών 5 1/2, 13.00)
18. Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας (ετών 43, 13.00)
18 Νοεμβρίου 1973
19. Αλέξανδρος Παπαθανασίου (ετών 59, 10.00)
20. Ανδρέας Κούμπος (ετών 63, 11.00, κατέληξε στις 30/1/1974)
21. Μιχαήλ Μυρογιάννης (ετών 20, 12.00)
22. Κυριάκος Παντελεάκης (ετών 43, 12.00-12.30)
23. Ευστάθιος Κολινιάτης (κατέληξε στις 21/11/73)
19. Αλέξανδρος Παπαθανασίου (ετών 59, 10.00)
20. Ανδρέας Κούμπος (ετών 63, 11.00, κατέληξε στις 30/1/1974)
21. Μιχαήλ Μυρογιάννης (ετών 20, 12.00)
22. Κυριάκος Παντελεάκης (ετών 43, 12.00-12.30)
23. Ευστάθιος Κολινιάτης (κατέληξε στις 21/11/73)
Μια ακόμα μαρτυρία, παρ’ ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μειωμένης αξιοπιστίας», δώθηκε 30 χρόνια μετά, το 2003 από τον χειριστή του τανκ που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, Ανδρέα Σκευοφύλακα (ολόκληρη η συνέντευξή του στην συνέχεια του άρθρου):
«H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί»
Οι μαρτυρίες και τα στοιχεία όμως δεν σταματούν εδώ:
1. Η υπ’ αριθμόν 33437 αναφορά της συγκλήτου του Πολυτεχνείου της 11/10/1975, προς τον εισαγγελέα Δ. Τσεβά, που επιβεβαιώνει ότι κανένας σπουδαστής δεν σκοτώθηκε κατά το τριήμερο
1. Η υπ’ αριθμόν 33437 αναφορά της συγκλήτου του Πολυτεχνείου της 11/10/1975, προς τον εισαγγελέα Δ. Τσεβά, που επιβεβαιώνει ότι κανένας σπουδαστής δεν σκοτώθηκε κατά το τριήμερο
2. Η μαρτυρία του πρυτάνεως του Ε.Μ.Π. Κωνσταντίνου Κονοφάγου στις 20/1/1975, στο πενταμελές εφετείο Αθηνών, ότι μέσα στο πολυτεχνείο δεν σκοτώθηκε κανείς φοιτητής και τα ίδια βεβαιώνει και στο βιβλίο του «Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου» 1982 με την προσθήκη ότι ούτε κανείς άλλος πολίτης έχασε την ζωή του μέσα στο Πολυτεχνείο.
3. Μολονότι το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος απεφάσισε, κατόπιν εντολών του τότε υπουργού Δημοσίων Έργων και μετέπειτα Δικαιοσύνης, Γεώργιου Αλέξανδρου Μαγκάκη, να απονείμει «τιμητική σύνταξη» στις οικογένειες των σπουδαστών που «έχασαν την ζωή τους στο Πολυτεχνείο», ουδείς δικαιούμενος ή μαυροφορεμένη μητέρα ανευρέθη ή έλαβε την ανωτέρω σύνταξιν, που παρέμεινε τελικώς αζήτητη.
Θα αναλογιστεί κάποιος βεβαίως, τι σημασία έχει αν δολοφονήθηκαν ή έφαγαν αδέσποτες, εντός ή εκτός του Πολυτεχνείου; Τι σημασία έχει αν ήταν 15 ή 105; Ελάχιστη ίσως. Το αίμα είναι αίμα, ασχέτως αν σε κάποιες από τις καταστάσεις που κυκλοφορούν, προστέθηκαν κι άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με τα γεγονότα και είχαν αποβιώσει από άλλα αίτια, μέσα στα νοσοκομεία. Κάποιοι όμως, πάνω σ’ αυτό το αίμα, δημιούργησαν κι έναν μύθο και πατώντας σ’ αυτόν, το καπηλεύτηκαν. Ονόματα δεν λέμε…
Ξεπερνώντας μάλιστα και τους πιθήκους σε θράσος, οκτώ βουλευτές της «Νέας Δημοκρατίας», του κόμματος, δηλαδή, που καθιέρωσε το «γιορτασμό» του Πολυτεχνείου», υπέβαλαν το 1984 στη Βουλή, ερώτηση, ζητώντας από τους «πράσινους» να τους πουν «πόσοι και ποιοι είναι οι νεκροί του Πολυτεχνείου». Φυσικά, η κυβέρνηση δεν απάντησε και το θέμα «πνίγηκε», γιατί «δεξιοί και αριστεροί» κατάλαβαν πως η αλήθεια πάνω σ’ αυτό θα τους έκαιγε όλους, μιας και θα γκρέμιζε το μύθο που τόσο τους εξυπηρέτησε όλα αυτά τα χρόνια. Την «ερώτηση» την κατέθεσαν οι Ν. Κλείτος, Α. Κονταξής, Γ. Μάνικας, Α. Μπάλκος, Γ. Ζούρλας, Δ. Φράγκου, Δ. Χατζηδημητρίου και Π. Χατζηνικολάου και πήραν την «πληρωμένη» απάντηση από τον τότε υπουργό Σκουλαρίκη, που τους είπε: «Τιμούμε αυτούς που τιμούσε το κόμμα σας όταν ήταν κυβέρνηση!».
Προηγουμένως, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -θέλοντας να φανεί «εθνικός ηγέτης» για να περάσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας- έκανε κάτι θλιβερό και πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά: Έβαλε τον τότε πρόεδρο της Βουλής Παπασπύρου (τον περιβόητο Παλάντζα) να οδηγήσει το Σώμα των βουλευτών στον «ηρωικό τόπο», όπου και «έλυσε τη συνεδρίαση της Βουλής»!
Σε εφημερίδα της εποχής, διαβάζουμε τα εξής σχετικά:
Μετά τις ομιλίες (στη Βουλή) τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή και αμέσως ύστερα, ώρα μία το μεσημέρι, σχηματίστηκε η πορεία με επικεφαλής το προεδρείο. Δια των οδών Αμαλίας, Πανεπιστημίου και Πατησίων έφθασαν στο Πολυτεχνείο, όπου χιλιάδες λαού υποδέχθηκαν με παρατεταμένα χειροκροτήματα τους αντιπροσώπους του έθνους.
Επικεφαλής της πορείας ήταν ο πρόεδρος της Βουλής κ. Δ. Παπασπύρου και ο αντιπρόεδρος κ. Μπουρνιάς. Πήραν μέρος οι βουλευτές όλων των κομμάτων που βρίσκονταν στην αίθουσα την ώρα που αποφασίστηκε. Μεταξύ άλλων, οι κ.κ. Παν. Κανελλόπουλος και βουλευτές της Ν.Δ. Ι. Αλευράς, Ι. Χαραλαμπόπουλος (κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ) και πολλοί βουλευτές του κόμματος, ο αρχηγός της ΕΔΗΚ κ. Ι. Ζίγδης και βουλευτές του κόμματος, οι βουλευτές του ΚΚΕ κ.κ. Κάππος, Βασάλος, Δαμανάκη, ο κ. Κύρκος του ΚΚΕ εσ. και οι ανεξάρτητοι κ.κ. Αλαβάνος, Τσουδερού. Ο πρόεδρος της Βουλής κ. Δ. Παπασπύρου, καταθέτοντας στεφάνι είπε και τα εξής:
«Τον Νοέμβρη του 1973 γράφτηκε το έπος του Πολυτεχνείου που έχει καταγραφεί στις ένδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Και τη νύχτα της τελευταίας ημέρας, είχαμε τις ώρες της ντροπής και της καταισχύνης, όταν Έλληνες με στρατιωτικές στολές επάνω στα τανκς παρεβίαζαν το πανεπιστημιακό άσυλο σπέρνοντας ταυτόχρονα τον θάνατο σε πολλούς αγωνιστές που είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να εκδηλώσουν την αγάπη και την αφοσίωση τους προς την Ελευθερία και τη Δημοκρατία». Και αυτή η καταισχνύνη που γράφηκε το βράδυ εκείνο από την απαράδεκτη επιδρομή που έγινε στο Ανώτατο αυτό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα…».
Και όλα τα παραπάνω για αγωνιστές που τους σκότωσαν τα τανκς κ.λπ. κ.λπ., την ώρα που ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ που ήταν μέσα δηλώνουν πως το τανκ (ένα ήταν) μπήκε κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ αυτών και Στρατού! Ο πολιτικαντισμός -που δεν νοιάζεται για το τι μπορεί να ανατινάξει στον αέρα- σε όλο το μεγαλείο του.
Ο μύθος της Ηλένιας Ασημακοπούλου
Η «θλιβερή» ιστορία της Ηλένιας -για όσους δεν την ξέρουν ή δεν την θυμούνται- έχει ως εξής:
Την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, το 1974, ανάμεσα στα λουλούδια και τις φωτογραφίες υπαρκτών και ανύπαρκτων «νεκρών» (σύγχρονων και παλαιότερων, μια και είχαν βάλει φωτογραφίες σκοτωμένων του 1944, του 1950 κλπ.) που γέμισαν το πολυπαθές κτίριο, τις μάντρες, τις αυλές και τα κάγκελα του, ήταν και το σκίτσο μιας ωραιότατης κοπέλας. Δίπλα, στο ίδιο κάγκελο υπήρχε ένα σημείωμα με τα εξής δακρύβρεχτα: «Την λένε Ηλένια Ασημακοπούλου. Είναι το κορίτσι μου. Χάθηκε το βράδυ της σφαγής. Κανένας δεν την ξανάδε. Πήγα σπίτι της αλλά έχουν χαθεί και οι γονείς της. Όποιος ξέρει για το μαρτυρικό τέλος της ας με πληροφορήσει».
Η «θλιβερή» ιστορία της Ηλένιας -για όσους δεν την ξέρουν ή δεν την θυμούνται- έχει ως εξής:
Την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, το 1974, ανάμεσα στα λουλούδια και τις φωτογραφίες υπαρκτών και ανύπαρκτων «νεκρών» (σύγχρονων και παλαιότερων, μια και είχαν βάλει φωτογραφίες σκοτωμένων του 1944, του 1950 κλπ.) που γέμισαν το πολυπαθές κτίριο, τις μάντρες, τις αυλές και τα κάγκελα του, ήταν και το σκίτσο μιας ωραιότατης κοπέλας. Δίπλα, στο ίδιο κάγκελο υπήρχε ένα σημείωμα με τα εξής δακρύβρεχτα: «Την λένε Ηλένια Ασημακοπούλου. Είναι το κορίτσι μου. Χάθηκε το βράδυ της σφαγής. Κανένας δεν την ξανάδε. Πήγα σπίτι της αλλά έχουν χαθεί και οι γονείς της. Όποιος ξέρει για το μαρτυρικό τέλος της ας με πληροφορήσει».
Το «δράμα» το πήραν οι εφημερίδες και μία από αυτές, η «Αυγή», έγραψε κατά λέξη, τα εξής κάτω από το σπαραξικάρδιο τίτλο: «ΤΙ ΑΠΟΓΙΝΕ Η ΗΛΕΝΙΑ ΜΟΥ; Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΝΟΣ ΑΓΟΡΙΟΥ ΠΟΥ ΨΑΧΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ» και τον υπότιτλο: «Ηλένια Ασημακοπούλου. Χτυπήθηκε στις 17 Νοέμβρη στη Στουρνάρη οπό σφαίρα. Τι απόγινε;».
Στην συνέχεια το «αγόρι» της «Ηλένιας Ασημακοπούλου», αφηγείται την «τραγωδία»:
Ήμασταν μαζί με την Ηλένια μέσα στο Πολυτεχνείο. Μετά την εισβολή, βγήκαμε δίπλα δίπλα οπό την έξοδο της Στουρνάρη. Ένας οπλισμένος τη σημάδεψε εν ψυχρώ και οι σφαίρες τη βρήκαν στην πλάτη. Ακούμπησε πάνω μου βγάζοντας αίμα από το στόμα κι έπειτα έπεσε. Με συλλάβανε και στην Ασφάλεια μου πήραν το πουλόβερ μου που ήταν κόκκινο από το αίμα της. Δεν τους μίλησα καθόλου για την Ηλένια, για να την προφυλάξω, αν ζούσε… Όταν με άφησαν, το Φλεβάρη του ’74. πήγα στο Χαλάνδρι όπου έμενε με την οικογένεια της. Μα οι γονείς της με τον μικρότερο αδερφό της είχαν εξαφανιστεί και στο σπίτι έμεναν άγνωστοι. Όσο κι αν ρώτησα δεν ήξεραν τίποτα. Ούτε κι από το σχολείο της. το Κολέγιο Αγ. Παρασκευής, έβγαλα άκρη. Ίσως οι γονείς της φοβήθηκαν για το δεύτερο παιδί τους κι εξαφανίστηκαν. Όλα αυτά δεν τα κατέθεσα στον κ. Τσεβά γιατί φοβόμουν.
Το όνομα του νέου, ήταν Γιάννης Ηλιόπουλος, της Ηλεκτρονικής Σχολής.
Σε λίγο όμως αποκαλύφθηκε πως το σκίτσο της «δολοφονημένης» Ηλένιας -στο οποίο τόσοι φοιτητές και τόσες φοιτήτριες γονυπέτησαν δακρυσμένοι- ήταν παρμένο από διαφήμιση σαμπουάν της αγγλικής εταιρίας «ΜΠΡΕΚ» και είχε δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά και στην αγγλική έκδοση του τριμηνιαίου «Βογκ» (το σκίτσο της διαφημίσεως -είναι «παστέλ»- το φιλοτέχνησε ο Άγγλος ζωγράφος Νίκολας Ήγκον και ως μοντέλο ποζάρισε η Νεοζηλανδή Νάνσι Κρίντλαντ, γνωστό και πανάκριβο φωτομοντέλο, που από ηλικίας 4 χρονών ζούσε στο Λονδίνο). Μετά τη διαπίστωση της απάτης, πανικόβλητοι οι διοργανωτές του πανηγυριού έσπευσαν να παραπέμψουν σε δίκη τον Ηλιόπουλο -από το όνομα του φαίνεται «γέννησε» την Ηλένια- ο οποίος καταδικάστηκε (άρον άρον στις 18/2/75) σε φυλάκιση οκτώ μηνών. Πάντως, μπορεί να καταδικάστηκε και όλοι οι κουλτουριαραίοι να έριξαν σ’ αυτόν όλες τις κατάρες του «απάνω κόσμου», αλλά εκείνος είχε κερδίσει : Το όνομα της Ηλένιας εκφωνήθηκε πρώτο στον πίνακα των νεκρών και σε αυτήν, κατατέθηκαν τα περισσότερα στεφάνια, με πρώτο και καλύτερο εκείνο της Ιωάννας Τσάτσου -συζύγου του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας- η οποία μάλιστα, γονάτισε μπροστά, στο σκίτσο και δάκρυσε. Ο πανίσχυρος δε, τότε Καραμανλής, ζήτησε φωτογραφία του σκίτσου.
Αριστερά η φωτογραφία της «Ηλένιας» στο χώρο του Πολυτεχνείου και δεξιά η αυθεντική φωτογραφία…
Η περίπτωση όμως έχει και ένα δίδαγμα. Και στο θέμα αυτό την «πλήρωσε» ένα απλό ανθρωπάκι, ενώ ολόκληρα χρόνια τώρα οι βιαστές της μνήμης του Έθνους -με τους ψιθύρους και τις «διαβεβαιώσεις» τους για «εκατόμβες» (ο τότε δήμαρχος Ζωγράφου μάλιστα, Δ. Μπέης, μετά από κατάθεση που έδωσε στον ανακριτή Τσεβά ο δημοσιογράφος και «Σαμαρείτης του Σταθμού Πρώτων Βοηθειών» Γρηγόρης Παπαδάτος, βεβαίωνε με μεγαλειώδη σοβαρότητα ότι οι νεκροί ήταν τόσο πολλοί ώστε η χούντα τους έθαψε σε ομαδικούς τάφους με μπουλντόζες έξω από το νεκροταφείο του Ζωγράφου) κ.λπ.- κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού στη δικαιοσύνη και με τα ολέθρια ψέματα τους αναμοχλεύουν πάθη και μίση, χωρίς να πάθουν τίποτα. Οι ίδιοι, μάλιστα, κάθε φορά «παράγοντες» με υποκρισία -αφού ξέρουν ποια είναι η αλήθεια!- μετέχουν στις παραπλανητικές τελετές, θεατρινίζουν και κάνουν το κάθε τι για «να τους πιάσει ο φακός» και να φιγουράρουν «θλιμμένοι προσκυνητές» στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Και φτάσαμε σε σημείο να πάει «εν σώματι» η Βουλή, πριν από λίγα χρόνια, εκεί και να αφιερώσει ο αλήστου μνήμης Παπασπύρου τη συνεδρίαση «σε εκείνους που θυσίασαν ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟ ΧΩΡΟ τη ζωή τους», χωρίς να τον «τσιμπήσει» ο Εισαγγελέας για τη βάναυση προσβολή της Δικαιοσύνης που διάπραττε, αφού εκείνος -καθώς και οι άλλοι που τον συνόδευαν- γνώριζε ότι το δικαστήριο είχε δεχτεί πως κανένας δεν είχε σκοτωθεί στο Πολυτεχνείο.
Η διαφιλονικούμενη αιματοβαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου και τα βασανιστικά ερωτήματα…
Τις επόμενες ώρες, από την ημέρα της εισβολής του τανκ στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, βρέθηκε εκεί μια αιματοβαμμένη ελληνική σημαία. Αυτή η σημαία έμελλε να γίνει το σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Πως όμως βρέθηκαν αίματα στη σημαία αυτή, καθώς αποδεδειγμένα, νεκροί και αιματηρές συμπλοκές μεταξύ φοιτητών και στρατιωτών δεν υπήρχαν εκείνη ημέρα στον χώρο του Πολυτεχνείου; Η μόνη τραυματίας, ήταν η φοιτήτρια Πέπη Ριγοπούλου (τραυματίστηκε στο πόδι από τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του πρυτάνεως που εκτοξεύθηκε εναντίον της, όταν το τανκ έριξε την πύλη).
Αν επρόκειτο για κάποιον τραυματία, γιατί δεν βγήκε ποτέ να δώσει λίγο φως σ’ αυτό το μυστήριο; Αλλά κι έτσι να γινόταν, από πότε το αίμα ενός τραυματία γίνεται σύμβολο αγώνων; Των νεκρών, τι πρέπει να γίνεται τότε;
Το αίμα και η σημαία ανήκουν όντως σε νεκρό; Και τότε πως βρέθηκε η σημαία στον χώρο του Πολυτεχνείου, αφού όπως προαναφέρθηκε, νεκρός εκεί δεν υπήρξε;
Δίπλα ή κοντά στην σημαία, δεν θα έπρεπε να υπάρχει και ο νεκρός; Που ‘ν ‘τος;
Τα ερωτήματα είναι ουσιαστικά και πειστική απάντηση δεν έχουν λάβει, αφήνοντας έτσι να αιωρείται η σκέψη που κάνει ο κάθε καχύποπτος: Ότι η αιματοβαμμενη σημαία, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα κατασκευασμένο σύμβολο, αντάξιο των κατασκευασμένων ηρώων της εποχής αυτής (οι οποίοι «ήρωες», έφτασαν να κοσμούν και πολλές οδούς με την επιγραφή «Ηρώων Πολυτεχνείου»).
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ιστορία αυτής της σημαίας, στα χρόνια που ακολούθησαν, εξελίχτηκε σε μια φαρσοκωμωδία…
Μετά την ανεύρεσή της, η σημαία φυγαδεύτηκε στα γραφεία της εφημερίδας «Βραδυνή» στην Ομόνοια. Την παρέδωσαν μάλιστα στα χέρια του τότε εκδότη της εφημερίδας Τζώρτζη Αθανασιάδη.
Ο τρόπος διαφυγής της σημαίας από το Πολυτεχνείο παραμένει άγνωστος. Εκείνο που έχει γίνει γνωστό είναι ότι το 1974 (με τη μεταπολίτευση) η σημαία έφθασε στην ΕΦΕΕ και στον πρώτο πρόεδρό της Γ. Σταματάκη της ΚΝΕ. Στην πορεία της πρώτης επετείου του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1975, τη σημαία κρατούσαν οι Στέφανος Τζουμάκας, Σταματάκης και Χρύσανθος Λαζαρίδης (ΚΚΕ Εσωτερικού τότε). Το 1976 η σημαία πέρασε στα χέρια του Σ. Τζουμάκα της ΠΑΣΠ, προέδρου στην ΕΦΕΕ. Από τον Σ. Τζουμάκα η σημαία πέρασε στον Χρήστο Παπουτσή, ο οποίος παρέμεινε πρόεδρος της ΕΦΕΕ ως το 1980, όντας μάλιστα τελευταίος που θήτευσε σε αυτή τη θέση. Εν συνεχεία το Κεντρικό Συμβούλιο της ΕΦΕΕ αδυνατούσε να συγκροτήσει προεδρείο, ώσπου να περιπέσει σε οριστική απραξία το 1995. Μετά τον Χ. Παπουτσή η σημαία πέρασε στα χέρια (και στη φύλαξη πια) του Φ. Χατζημιχάλη, ο οποίος με τη σειρά του την παρέδωσε στα χέρια του Ι. Τσαμπουργκέλη. Από το 1982 η σημαία «έφυγε» από τα γραφεία της ΕΦΕΕ στην οδό Ιπποκράτους και πέρασε στην…παρανομία, στη μυστική φύλαξή της δηλαδή σε σπίτια στελεχών της ΠΑΣΠ.
Οι καβγάδες μεταξύ των παρατάξεων ήταν ομηρικοί, αλλά πάντοτε στο τέλος το ΠΑΣΟΚ κατάφερνε να την κρατήσει και να την κληρονομεί από στέλεχος σε στέλεχος. Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, η σημαία βρίσκεται στα χέρια κάποιου ή κάποιων τους οποίους δεν γνωρίζει ακόμη και η επίσημη ηγεσία του κόμματος, προφανώς γιατί δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά για να το μάθει. Η σημαία που όλον τον χρόνο είναι άφαντη, το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου κατεβαίνει στην οδό Πατησίων για να τεθεί επικεφαλής της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία. Ενώ μόλις ολοκληρωθεί η πορεία, η σημαία περνάει στα χέρια της ΠΑΣΠ, τυλίγεται προσεχτικά και από τότε οι πάντες αγνοούν την τύχη της.
Το καλύτερο από όλα, είναι το γεγονός ότι η σημαία έχει πλυθεί στο πλυντήριο για να φύγουν τα αίματα! Παρά το γεγονός, ότι αυτό έχει συμβεί πριν από αρκετά χρόνια κρατείται ως μυστικό για λίγους μυημένους. Συγκεκριμένα την έπλυνε η μητέρα ενός φοιτητή όταν την ανακάλυψε κρυμμένη σε ένα μπαούλο ερχόμενη στην Αθήνα για να δει τι κάνει ο γιος της και να του συγυρίσει την γκαρσονιέρα στην οποία έμενε.
To KKE και το μυστήριο της «Πανσπουδαστικής Νο 8»
Δεν υπάρχει «ζύμωση» στα αμφιθέατρα, κάθε φορά που συζητείται το Πολυτεχνείο, που να μη «χτυπά κόκκινο» στο άκουσμα μιας φράσης: «Πανσπουδαστική Νο 8». Πρόκειται για το αντιστασιακό φοιτητικό φυλλάδιο του ΚΚΕ «Πανσπουδαστική», τεύχος οκτώ, που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του ’74. Επιχείρησε να αποτιμήσει την εξέγερση και να απαντήσει στις συκοφαντίες της ΕΣΑ περί «αναρχικών στοιχείων» που εισέβαλαν και έδρασαν στο Πολυτεχνείο. Όμως, από τη μία όχθη πέρασε στην άλλη: Αφού κατήγγειλε «τις αφηνιασμένες προσπάθειες της χουντικής ΚΥΠ και των πληρωμένων πρακτόρων της να διαστρέψουν την πορεία και το περιεχόμενο της εξέγερσης», φοβούμενο εκτροπή του αγώνα, συνέχισε: «Καταγγέλλουμε τη προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη, 14 του Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ (…) με σκοπό να προβάλλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας γελοία και αναρχικά συνθήματα που δεν εκφράζανε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις». Παρέπεμπε -κατά γενική παραδοχή- στους 350 περίπου φοιτητές της Νομικής που διέκοψαν τη δική τους συνέλευση και με παρότρυνση του συναδέλφου τους από τη Φαρμακευτική (και μέλους της ΑΑΣΠΕ) Δ. Μαυρογένη έφθασαν, όλοι μαζί, από τη Σόλωνος στο Πολυτεχνείο. Σε άλλη σελίδα ο Δ. Μαυρογένης καταγγέλλεται ως «πράκτορας».
Δεν υπάρχει «ζύμωση» στα αμφιθέατρα, κάθε φορά που συζητείται το Πολυτεχνείο, που να μη «χτυπά κόκκινο» στο άκουσμα μιας φράσης: «Πανσπουδαστική Νο 8». Πρόκειται για το αντιστασιακό φοιτητικό φυλλάδιο του ΚΚΕ «Πανσπουδαστική», τεύχος οκτώ, που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του ’74. Επιχείρησε να αποτιμήσει την εξέγερση και να απαντήσει στις συκοφαντίες της ΕΣΑ περί «αναρχικών στοιχείων» που εισέβαλαν και έδρασαν στο Πολυτεχνείο. Όμως, από τη μία όχθη πέρασε στην άλλη: Αφού κατήγγειλε «τις αφηνιασμένες προσπάθειες της χουντικής ΚΥΠ και των πληρωμένων πρακτόρων της να διαστρέψουν την πορεία και το περιεχόμενο της εξέγερσης», φοβούμενο εκτροπή του αγώνα, συνέχισε: «Καταγγέλλουμε τη προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη, 14 του Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ (…) με σκοπό να προβάλλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας γελοία και αναρχικά συνθήματα που δεν εκφράζανε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις». Παρέπεμπε -κατά γενική παραδοχή- στους 350 περίπου φοιτητές της Νομικής που διέκοψαν τη δική τους συνέλευση και με παρότρυνση του συναδέλφου τους από τη Φαρμακευτική (και μέλους της ΑΑΣΠΕ) Δ. Μαυρογένη έφθασαν, όλοι μαζί, από τη Σόλωνος στο Πολυτεχνείο. Σε άλλη σελίδα ο Δ. Μαυρογένης καταγγέλλεται ως «πράκτορας».
Το κείμενο δεν έχει αποκηρυχθεί επισήμως από το ΚΚΕ. Τα τότε στελέχη της ΚΝΕ, στην πλειονότητά τους, έχουν αποχωρήσει από το ΚΚΕ, ενώ το κόμμα δεν πήρε ποτέ θέση.
Το επίμαχο απόσπασμα :
Κι εδώ ολόκληρο το φυλλάδιο.
Η καταγγελία της «Πανσπουδαστικής» έπεσε σαν βόμβα στους πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου κι αμφισβητήθηκε τόσο η γνησιότητά της, όσο και συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες εκδόθηκε. Έτσι, η πρώτη μεταπολιτευτική ενέργεια 16 μελών της Συντονιστικής Επιτροπής, από όλες τις παρατάξεις, ήταν να συγκεντρωθούν (28 Σεπτεμβρίου 1974) και να εκδώσουν «τη μία και μοναδική ανακοίνωση εκτίμησης της εξέγερσης», ώστε να γίνει σαφές ότι «η άλλη» ήταν πλαστή.
Το Πολυτεχνείο, η χούντα και ο Κίσινγκερ
Σύμφωνα με επιστολή που απέστειλε στο «Βήμα» (2-7-2011), ο πρέσβης της Ελλάδος στην Αίγυπτο, κατά την περίοδο της δικτατορίας, Αντώνιος Κοραντής, η ανατροπή του Παπαδόπουλου, οφείλεται καθαρά στους Αμερικανούς, λόγω της άρνησής του να επιτρέψει την διέλευση και τον ανεφοδιασμό των αμερικανικών αεροπλάνων, που είχαν σαν στόχο την παροχή βοήθειας στο Ισραήλ, κατά τον «Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ» (ή αλλιώς Δ’ αραβοϊσραηλινός πόλεμος), τον Οκτώβριο του 1973…
Σύμφωνα με επιστολή που απέστειλε στο «Βήμα» (2-7-2011), ο πρέσβης της Ελλάδος στην Αίγυπτο, κατά την περίοδο της δικτατορίας, Αντώνιος Κοραντής, η ανατροπή του Παπαδόπουλου, οφείλεται καθαρά στους Αμερικανούς, λόγω της άρνησής του να επιτρέψει την διέλευση και τον ανεφοδιασμό των αμερικανικών αεροπλάνων, που είχαν σαν στόχο την παροχή βοήθειας στο Ισραήλ, κατά τον «Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ» (ή αλλιώς Δ’ αραβοϊσραηλινός πόλεμος), τον Οκτώβριο του 1973…
[...] Κατά την εποχή του τέταρτου Αραβοϊσραηλινού Πολέμου ή, όπως αποκλήθηκε, του «Γιομ Κιπούρ» ή του «Ραμαντάν» -πριν και μετά- ήμουν πρέσβης της Ελλάδας στο Κάιρο, την μεγαλύτερη ελληνική πρεσβεία, τουλάχιστον, κατά τους τότε ιθύνοντας, στη Μέση Ανατολή, στον αραβικό κόσμο και στην Αφρική γενικότερα.
Ο πόλεμος εξερράγη με πρωτοβουλία αποκλειστικά του Σαντάτ -διαφωνώ πλήρως με τον χαρακτηρισμό του ως ανδρός «μετρίου σχήματος»-, όπως προκύπτει από το βιβλίο του «Ιn search of identity» κ.λπ. Και αφού ο λόγος περί του αειμνήστου, άκρως φιλέλληνα, προέδρου Ανουάρ ελ Σαντάτ, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι σ΄ αυτόν, κατ΄ εμέ, οφείλει ο πολύ Κίσινγκερ το βραβείο Νομπέλ της Ειρήνης και οι ΗΠΑ ίσως τη μεγαλύτερη επιτυχία τους στη μεταπολεμική εξωτερική πολιτική τους.
Λίγες ημέρες μετά την έκρηξη του πολέμου, που κατέλαβε εξαπίνης τους Ισραηλινούς -λόγω της Μεγάλης Εορτής των οποίων, του «Γιομ Κιπούρ», ήσαν υποχρεωμένοι σε ακινησία-, με κάλεσε στο γραφείο του επειγόντως ο τότε υπουργός Εξωτερικών και ισχυρός άνδρας του καθεστώτος Ισμαήλ Φάχμι και με παρεκάλεσε να παρέμβω στην Αθήνα για να βρεθεί Έλληνας εφοπλιστής να διαθέσει πετρελαιοφόρα για τη μεταφορά υγρών καυσίμων από Βεγγάζη στην Αλεξάνδρεια, καθ΄ όσον ήταν αδύνατος, λόγω των πολεμικών γεγονότων, ο ανεφοδιασμός της τελευταίας από τα διυλιστήρια του Πορτ Σουέζ. Η Αθήνα αποδέχθηκε το αιγυπτιακό αίτημα και η Αλεξάνδρεια -η περί αυτήν περιοχή είχε κηρυχθεί από τους Ισραηλινούς «πολεμική ζώνη» και όλα τα εμπορικά πλοία που μετέφεραν κυρίως σιτηρά, τα οποία εστερείτο τότε η Αίγυπτος, ανέστρεφαν πρύμναν- ανεφοδιάστηκε πλήρως σε πετρέλαιο. Δεν πρόκειται να αναφέρω το όνομα του διαθέσαντος τα πετρελαιοφόρα εφοπλιστού δι΄ ευνοήτους λόγους. Πάντως, η ενέργειά του έσωσε, κατά κάποιον τρόπο, την Αίγυπτο, πράγμα που η τότε κυβέρνησή της ανεγνώρισε, όπως είμαι σε θέση να γνωρίζω.
Μετά μία εβδομάδα περίπου, αν πάντοτε δεν με απατά η μνήμη μου, μου τηλεφώνησαν γύρω στις 11 (23.00) τη νύχτα να μεταβώ τα μεσάνυχτα στο γραφείο του Σαντάτ «για κάτι το κατεπείγον». Πράγματι, πήγα στα Ανάκτορα και ο Σαντάτ μού είπε, χωρίς περιστροφές, τα εξής -τα αναφέρω, κατ΄ ανάγκην, περιφραστικά: «Πείτε στον ομόλογό μου και συνάδελφον εν όπλοις ότι ο Κίσινγκερ προτίθεται να στείλει αεροπορικώς μεγάλη βοήθεια σε υπερσύγχρονο πολεμικό υλικό στο κινδυνεύον Ισραήλ, και θα ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση την άδεια υπερπτήσεως και προσγειώσεως σε ελληνικά αεροδρόμια των μεταφερόντων το υλικό τούτο αμερικανικών αεροπλάνων. Εμείς οι στρατιωτικοί είμεθα τίμιοι άνθρωποι, γι΄ αυτό πιστεύω ότι και ο συνάδελφός μου Έλληνας πρόεδρος θα συγκατανεύσει. Όπως βλέπετε, ο αραβικός κόσμος είναι τώρα ενωμένος στον κοινόν αγώνα και ο πρόεδρός σας πρέπει να λάβει τούτο σοβαρά υπόψη και να απορρίψει το αίτημα Κίσινγκερ, άλλως ξεχάστε τον κόσμον αυτόν, με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες για τον Ελληνισμό» κ.λπ.
Επιστρέψας στην πρεσβεία συνέταξα ένα άκρως απόρρητο τηλεγράφημα -διπλής κρυπτογραφήσεως- και το έδωσα γύρω στις δύο το πρωί στους συνεργάτες μου για τα περαιτέρω. Ομολογώ ότι βρέθηκα ενώπιον του μεγαλύτερου διλήμματος της καριέρας μου: «Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα»! Τελικώς, αναλογιζόμενος τους Έλληνες στις αραβικές χώρες, εισηγήθηκα την αποδοχή του αιτήματος του Αιγυπτίου προέδρου. Το τηλεγράφημα είχε πρώτο παραλήπτη τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Γ. Παπαδόπουλο, με κοινοποίηση στους Σπ. Μαρκεζίνη και Χ. Ξανθόπουλο-Παλαμά, αντιστοίχως πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών.
[...] Όπως πληροφορήθηκα τότε, και οι τρεις προαναφερθέντες συμφώνησαν με την εισήγησή μου και απαγορεύθηκε η διέλευση κ.λπ. Στη συνέχεια, έσπευσα να γνωστοποιήσω στον Αιγύπτιο πρόεδρο τη θετική απάντηση της Αθήνας. Παραλείπω τα λοιπά περί της ευγνώμονης στάσεως του Σαντάτ υπέρ ημών, που ήλθε δυστυχώς να ανακόψει η δολοφονία του (6.10.1981).
Μετά την ανάκλησή μου στην κεντρική υπηρεσία, ζήτησε να με δει στο σπίτι του ο μακαρίτης πρέσβης Σπύρος Τετενές, στενότατος φίλος μου. Με υποδέχθηκε με τις λέξεις: «Αντώνη, ξέρεις ότι εσύ έριξες τον Παπαδόπουλο; Μου το είπε ο Παλαμάς σοβαρολογώντας!». Και μου εξήγησε τι είχε συμβεί: «Στην πρόσφατη Σύνοδο του Συμβουλίου των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ και κατά την έξοδο από την αίθουσα συνεδριάσεων ο Αμερικανός ΥΠΕΞ κ. Χένρι Κίσινγκερ επλησίασε τον Έλληνα ομόλογό του και κινώντας απειλητικά τον αντίχειρά του είπε υψηλόφωνα: “Αυτό που κάνατε με τα αμερικανικά αεροπλάνα, θα το πληρώσετε πολύ ακριβά”».
Τα ίδια μου επανέλαβε ο μακαρίτης υπουργός μου σε τυχαία συνάντηση -και λίγους μήνας προ του θανάτου του- στο γνωστό καφέ της Γενεύης «Αux Αmbassadeurs», προσθέσας τα ακόλουθα: «Κατόπιν των όσων σας ανέφερα,τι γνώμη έχετε για την εξέγερση του Πολυτεχνείου που έλαβε χώρα μερικές εβδομάδες αργότερα;». Σε απάντησή μου ότι δεν μπορούσα να αποκριθώ, εφάνη εκνευριζόμενος λέγοντάς μου: «Λυπάμαι, γιατί διπλωμάτης με την εμπειρία σας, δεν αντελήφθη ποίος ήταν όπισθεν της εξεγέρσεως κάτι το ολοφάνερο». Προφανέστατα, υπονοούσε τον αμερικανικό παράγοντα.
[...] Ευελπιστώ, λοιπόν, ότι όσα αποκαλύπτω ανωτέρω θα γίνουν πιστευτά και θα τεθεί τέρμα στην εκμετάλλευση της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου από ορισμένους που συμμετέσχον σε αυτήν, αλλά δεν τη διοργάνωσαν.
Μετά πάσης τιμής,
Α. Ι. Κοραντής
Πρέσβης ε.τ.
Α. Ι. Κοραντής
Πρέσβης ε.τ.
Τι προσφέρει ο εορτασμός του Πολυτεχνείου;
Ένας μύθος, που συνεχίζει να συντηρείται έντεχνα απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα και πάνω κάτω αυτό μαθαίνουν σήμερα τα Ελληνόπουλα, είναι ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου έριξε την Χούντα. Φυσικά, η Χούντα δεν έπεσε απ’ τους φοιτητές (έπεσε μόνο ο Παπαδόπουλος, τον οποίο ανέτρεψε ο επίσης δικτάτορας Ιωαννίδης), αλλά κατέρρευσε σχεδόν μόνη της με τα γεγονότα της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ηρεμία επικρατούσε παντού λόγω του στρατιωτικού νόμου και στις 25 του μηνός γίνεται νέο στρατιωτικό κίνημα που ρίχνει τον Παπαδόπουλο και φέρνει στην εξουσία τον ταξίαρχο Ιωαννίδη. Συνεπώς η κατάληψη του Πολυτεχνείου ουδεμία επίδραση δεν είχε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, αντίθετα έφερε μια πιο σκληρή δικτατορική διακυβέρνηση.
Ένας μύθος, που συνεχίζει να συντηρείται έντεχνα απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα και πάνω κάτω αυτό μαθαίνουν σήμερα τα Ελληνόπουλα, είναι ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου έριξε την Χούντα. Φυσικά, η Χούντα δεν έπεσε απ’ τους φοιτητές (έπεσε μόνο ο Παπαδόπουλος, τον οποίο ανέτρεψε ο επίσης δικτάτορας Ιωαννίδης), αλλά κατέρρευσε σχεδόν μόνη της με τα γεγονότα της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ηρεμία επικρατούσε παντού λόγω του στρατιωτικού νόμου και στις 25 του μηνός γίνεται νέο στρατιωτικό κίνημα που ρίχνει τον Παπαδόπουλο και φέρνει στην εξουσία τον ταξίαρχο Ιωαννίδη. Συνεπώς η κατάληψη του Πολυτεχνείου ουδεμία επίδραση δεν είχε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, αντίθετα έφερε μια πιο σκληρή δικτατορική διακυβέρνηση.
Κάθε καθεστώς χρειάζεται έναν ιδρυτικό μύθο, ένα ιδεολόγημα, ώστε να διαιωνίζει την πολιτική του κυριαρχία.
Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία είχε ως ιδεολόγημα τη συντριβή του κομμουνισμού, αντίληψη στην οποία συμμετείχαν το Κέντρο και η Δεξιά, δηλαδή το 80% του πολιτικού σώματος. Το ιδεολόγημα αυτό, χρήσιμο επί πολλές δεκαετίες, αποτελούσε αυτονόητη επιλογή για ένα κράτος ενταγμένο στο δυτικό στρατόπεδο, το οποίο περιβαλλόταν από εχθρικά κράτη με κομουνιστικό καθεστώς και εδαφικές διεκδικήσεις.
Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία έχει ως ιδεολόγημα το Πολυτεχνείο, καθώς το πολιτικό σώμα και η καθεστωτική διανόηση μετακινήθηκαν εμφανώς προς τα αριστερά μετά το 1974, εξέλιξη που εξακολουθεί και σήμερα.
Η ανύπαρκτη νεκρή Ηλένια Ασημακοπούλου, η οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αποδείχθηκε μοντέλο σε διαφήμιση σαμπουάν, οι φημολογίες για το «τανκ που πάτησε τα παιδιά», οι ανασκαφές στο νεκροταφείο Ζωγράφου, ώστε να εντοπιστούν οι «εκατοντάδες νεκροί», η απότιση λουλουδιών στο κεφάλι του ιστορικού Νικόλαου Σβορώνου (το οποίο τίμησε κι ο… ίδιος ο Σβορώνος, όντας ζωντανός τότε!), από παιδιά που νομίζουν ότι είναι μνημείο του Πολυτεχνείου, η βαμμένη «ματωμένη» σημαία που γίνεται αντικείμενο περιφοράς κάθε χρόνο, οι αναφορές στους «εκατοντάδες ή δεκάδες νεκρούς», η εθιμοτυπική πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, όλα αποτελούν τελετουργικές εκδηλώσεις της καθεστωτικής ιδεολογίας, η οποία κρατάει την Ελλάδα δέσμια ενός παρωχημένου και εν πολλοίς κατασκευασμένου παρελθόντος.
Η στήλη στον χώρο του Πολυτεχνείου, αφορά τους νεκρούς φοιτητές κατά την Κατοχή (1941-44) και όχι τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και η οποία ανεγέρθηκε το 1988 ελλείψει νεκρών φοιτητών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στην μαρμάρινη πλάκα έχουν αναγραφεί δεκαοκτώ ονόματα με την μισοσβησμένη, πλην όμως αναγνώσιμη, διευκρινιστική περιγραφή, «Φοιτητές του Ε. Μ. Πολυτεχνείου που έδωσαν τη ζωή τους για τα ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944». Δηλαδή ελλείψει, ευτυχώς, θυμάτων, στον αποκαλούμενο «ιερό χώρο» θυσίας, της λογικής και της αλήθειας μάλλον ή φανταστικών νεκρών αγωνιστών, επιστρατεύθησαν οι φοιτητές του 1941-1944!
Όπως είναι γνωστό, η Χούντα είχε παραδώσει την εξουσία από την 8η Οκτωβρίου 1973, όταν είχε αναλάβει η Κυβέρνηση Μαρκεζίνη για να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, στις 10 Φεβρουαρίου του 1974. Ή εξέγερση του Πολυτεχνείου έγινε 16-18 Νοεμβρίου 1973, όταν ή «Χούντα» είχε παραδώσει την εξουσία. Εναντίον ποιας Χούντας εορτάζουμε την εξέγερση; Άλλο ένα ανακριβές αιτιολογικό εορτασμού.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ Υπουργός Εθνικής Αμύνης, δηλώνει στο περιοδικό Επίκαιρα, τεύχος 562, την 10η Μαΐου 1979 :
Το Πολυτεχνείο υπήρξε μία ευγενική θαρραλέα δημοκρατική εκδήλωση της νεολαίας. Μόλις όμως εκδηλώθηκε και στέριωσε, κατά την τακτική που δίδαξε ο Λένιν, υπερφαλαγγίστηκε από το ΚΚΕ και τα συνθήματα από συνθήματα Δημοκρατίας έγιναν συνθήματα κομμουνισμού.
Το Πολυτεχνείο όχι μόνο δεν έριξε την δικτατορία αλλά τη δυνάμωσε.
Γιατί αυτό ήταν το έναυσμα που ώθησε πολλούς νέους αξιωματικούς λίγο πολύ απογοητευμένους από την δικτατορία, να συσπειρωθούν γύρω από τον Ιωαννίδη που ετοίμαζε συνωμοσία αλλά δεν μπορούσε να την κάνει πράξη. Και έτσι επιβλήθηκε μια χειρότερη δικτατορία…
Γιατί αυτό ήταν το έναυσμα που ώθησε πολλούς νέους αξιωματικούς λίγο πολύ απογοητευμένους από την δικτατορία, να συσπειρωθούν γύρω από τον Ιωαννίδη που ετοίμαζε συνωμοσία αλλά δεν μπορούσε να την κάνει πράξη. Και έτσι επιβλήθηκε μια χειρότερη δικτατορία…
Τιμώ λοιπόν ειλικρινά και βαθύτατα την πρωτοβουλία και τον ηρωισμό των νέων που ξεκίνησαν αυτό το κτύπημα. Αλλά για να το τιμήσω, νομίζω πως πρέπει να πω αυτό που πιστεύω οι είναι αλήθεια. Δεν είμαι διατεθειμένος λόγω επιμόνου συνθηματολογίας, λόγω ανύπαρκτων «πολυαρίθμων νεκρών», να βοηθήσω και εγώ στην θεσμοποίηση μια ψεύτικης ιστορίας…
Εξ ίσου αποκαλυπτικός ο αείμνηστος Κ. Τσάτσος (Ακαδημαϊκός, Καθηγητής Πανεπιστημίου, Φιλόσοφος και Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τα έτη 1974-1980) στο βιβλίο του «Λογοδοσία μιας ζωής» όπου γράφει :
Όταν έγινε το Πολυτεχνείο, ούτε πήγα επί τόπου, ούτε συγκινήθηκα. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι αυτά τα πεζοδρομιακά ξεσπάσματα δεν κλόνιζαν την δικτατορία και ότι όπως στα χρόνια της κατοχής, υποκρύπτανε κομμουνιστικές επιδιώξεις επικίνδυνες για το μέλλον.
Έχω την συνείδηση μου ήσυχη ότι δεν συνήργησα στην κατασκευή του μύθου του Πολυτεχνείου. Λυπάμαι τα 5-6 παιδιά που σκοτώθησαν έξω και μακριά, διότι μέσα στο Πολυτεχνείο δεν σκοτώθηκε κανείς. Η σκληρότερη δικτατορία που ακολούθησε, θα διαρκούσε πού ακόμη, αν δεν την έριχνε η εγκληματική ηλιθιότητα της αποπείρας κατά του Μακαρίου…Τι, λοιπόν, εορτάζουμε στην επέτειο του Πολυτεχνείου; Αν εξετάσει κάποιος τα συνθήματα και τα πανό, τα οποία αναρτώνται σε κάθε επέτειο στα χώρο του Πολυτεχνείου, θα αντιληφθεί ότι μόνο ιδανικά για την νεολαία δεν εκφράζουν. Κυριαρχούν πάντα αναρχικά και κομμουνιστικά συνθήματα και λάβαρα. Αυτά είναι τα ιδανικά του Πολυτεχνείου; Τα «κάτω» και τα «έξω» αποτελούν τις επιδιώξεις της νέας γενεάς; Ο αναρχισμός και οι απαιτήσεις είναι ο αντικειμενικός σκοπός της νεολαίας; Δεν αρμόζει μια τέτοια συμπεριφορά σε ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Αν θέλαμε να καθιερώσουμε μα μέρα εορτασμού της Αναρχίας, δεν είναι η καταλληλότερα ή επέτειος του Πολυτεχνείου, θα μπορούσε να βρεθεί κάποια άλλη, ώστε να μη σπιλώνονται οι όποιοι αγνοί αγωνιστές.
Δυστυχώς, ο μύθος του Πολυτεχνείου, ενισχύεται εντέχνως και μέσα από την σχολική προπαγάνδα. Ο ακόλουθος σχολιασμός της φωτογραφίας, προέρχεται από το βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου (έκδοση 1990), όπου παρ’ ότι υπάρχουν επίσημα πορίσματα και έχει γίνει γνωστή η συμφωνία φοιτητών και στρατού για το γκρέμισμα της πύλης του Πολυτεχνείου, οι συγγραφείς επιμένουν, αρκετά χρόνια μετά, να μιλούν για «πολλούς νεκρούς φοιτητές», φωλιάζοντας έτσι αυτή την προπαγάνδα ως κάτι αυτονόητο και δεδομένο στο μυαλό των παιδιών και διαιωνίζοντας κατά συνέπεια την ιστορική απάτη…
Το συνολικό Πόρισμα Τσεβά
Προς
Τον κ. Προϊστάμενον της Εισαγγελίας
Τον κ. Προϊστάμενον της Εισαγγελίας
Πρωτοδικών Αθηνών
ΘΕΜΑ: «Υποβολή φακέλλου ενεργηθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως».
Δια της υπ’ αριθμ. 1868 / 5-9-1974 παραγγελίας υμών έλαβον την εντολήν όπως ενεργήσω προκαταρκτικήν εξέτασιν προς διακρίβωσιν τυχόν τελέσεως, αξιοποίνων πράξεων εξ αφορμής των περί το Πολυτεχνείον γνωστών αιματηρών εκδηλώσεων του Νοεμβρίου 1973. Επιληφθείς ούτω της ερεύνης εξήτασα πλήθος μαρτύρων, συνέλεξα έγγραφα, ενήργησα αυτοψίας και αλλάς έρευνας, ήκουσα μαγνητοταινίας και παρηκολούθησα την προβολήν κινηματογραφικών ταινιών, ληφθεισών κατά τας ερευνωμένας εκδηλώσεις. Υποβάλλων ήδη υμίν τον σχηματισθέντα ογκώδη φάκελλον αναφέρω τα ακόλουθα επί των εκ της ερεύνης ταύτης διαπιστωθέντων:
ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Δια της υπ’ αριθμ. 1868 / 5-9-1974 παραγγελίας υμών έλαβον την εντολήν όπως ενεργήσω προκαταρκτικήν εξέτασιν προς διακρίβωσιν τυχόν τελέσεως, αξιοποίνων πράξεων εξ αφορμής των περί το Πολυτεχνείον γνωστών αιματηρών εκδηλώσεων του Νοεμβρίου 1973. Επιληφθείς ούτω της ερεύνης εξήτασα πλήθος μαρτύρων, συνέλεξα έγγραφα, ενήργησα αυτοψίας και αλλάς έρευνας, ήκουσα μαγνητοταινίας και παρηκολούθησα την προβολήν κινηματογραφικών ταινιών, ληφθεισών κατά τας ερευνωμένας εκδηλώσεις. Υποβάλλων ήδη υμίν τον σχηματισθέντα ογκώδη φάκελλον αναφέρω τα ακόλουθα επί των εκ της ερεύνης ταύτης διαπιστωθέντων:
ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Α) ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ
Την 20ήν Νοεμβρίου 1972 είχον διεξαχθή αρχαιρεσίαι εις απαντάς τους φοιτητικούς Συλλόγους των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων προς ανάδειξιν νομίμων εκπροσωπήσεων. Αποτέλεσμα όμως των αρχαιρεσιών τούτο ήτο η εις τας περισσότερος Σχολάς, πλην των τοιούτων τοπογράφων και Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, ανάδειξις εκπροσώπων ασχέτων και ξένων προς την αληθή βούλησιν των εκπροσωπουμένων. Δι’ ο και σταθερόν, αμετάθετον και θερμόν ήτο το σύνθημα μεταξύ του σπουδαστικού κόσμου δια γνήσιας και αδιάβλητους αρχαιρεσίας. Το ειλικρινές και δίκαιον τούτο αίτημα απετέλεσε την απαρχήν των κατά Νοέμβριον 1973 γνωστών αιματηρών γεγονότων του Πολυτεχνείου. Από των αρχών ήδη του μηνός Νοεμβρίου, συμπληρουμένου του κατά νόμον ετησίου κύκλου των φοιτητικών εκπροσωπήσεων, το αίτημα τίθεται, καθίσταται γενικόν και εμφανίζεται σταθερόν, εμπνέον τους σπουδαστάς εις αποφασιοτικήν, προς ικανοποίησίν του, αγωνιστικότητα. Το έναυσμα του αγώνος δίδεται δια της υπό των Συλλόγων Τοπογράφων και Χημικών του ΕΜΠ δημοσιεύσεως δια του τύπου του από 8-11-1973 ψηφίσματος αναφερομένου εις σπουδαστικά μόνον ζητήματα και αιτήματα. Την 13ην Νοεμβρίου 1973 επισκέπτεται το Πολυτεχνείον ο τότε Υπουργός Παιδείας και Κυβερνήσεως Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη Παναγιώτης Σιφναίος, όστις εις μάτην προσπαθεί να κατευνάση τα πνεύματα, να πείση περί των αγαθών του προθέσεων κα να αναβάλη προς καιρόν τας αρχαιρεσίας, ελπίζων προφανώς εις την δια των ενεργηθησομένων βουλευτικών εκλογών εκτόνωσιν της καταστάσεως. Απέρχεται του Πολυτεχνείου άπρακτος και ανήσυχος, μη δυνηθείς να εφοδιάση τον πρύτανιν δια του όπερ είχεν υποσχεθή διατάγματος περί αναβολής των αρχαιρεσιών, ίνα δυνηθή να αρνηθή την υπό των σπουδαστών αιτηθείσαν ήδη, εν τω πλαισίω του νόμου, άδειαν συγκλήσεως των συνελεύσεων, διότι το διάταγμα τούτο – κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν του τότε Υπουργού – «περιεπλανάτο εισέτι μεταξύ Αγαθαγγέλου και Παρασκευά Ιωαννίδη, καίτοι υπογραφέν υπ’ αυτού από δεκαημέρου και πλέον».
Την 20ήν Νοεμβρίου 1972 είχον διεξαχθή αρχαιρεσίαι εις απαντάς τους φοιτητικούς Συλλόγους των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων προς ανάδειξιν νομίμων εκπροσωπήσεων. Αποτέλεσμα όμως των αρχαιρεσιών τούτο ήτο η εις τας περισσότερος Σχολάς, πλην των τοιούτων τοπογράφων και Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, ανάδειξις εκπροσώπων ασχέτων και ξένων προς την αληθή βούλησιν των εκπροσωπουμένων. Δι’ ο και σταθερόν, αμετάθετον και θερμόν ήτο το σύνθημα μεταξύ του σπουδαστικού κόσμου δια γνήσιας και αδιάβλητους αρχαιρεσίας. Το ειλικρινές και δίκαιον τούτο αίτημα απετέλεσε την απαρχήν των κατά Νοέμβριον 1973 γνωστών αιματηρών γεγονότων του Πολυτεχνείου. Από των αρχών ήδη του μηνός Νοεμβρίου, συμπληρουμένου του κατά νόμον ετησίου κύκλου των φοιτητικών εκπροσωπήσεων, το αίτημα τίθεται, καθίσταται γενικόν και εμφανίζεται σταθερόν, εμπνέον τους σπουδαστάς εις αποφασιοτικήν, προς ικανοποίησίν του, αγωνιστικότητα. Το έναυσμα του αγώνος δίδεται δια της υπό των Συλλόγων Τοπογράφων και Χημικών του ΕΜΠ δημοσιεύσεως δια του τύπου του από 8-11-1973 ψηφίσματος αναφερομένου εις σπουδαστικά μόνον ζητήματα και αιτήματα. Την 13ην Νοεμβρίου 1973 επισκέπτεται το Πολυτεχνείον ο τότε Υπουργός Παιδείας και Κυβερνήσεως Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη Παναγιώτης Σιφναίος, όστις εις μάτην προσπαθεί να κατευνάση τα πνεύματα, να πείση περί των αγαθών του προθέσεων κα να αναβάλη προς καιρόν τας αρχαιρεσίας, ελπίζων προφανώς εις την δια των ενεργηθησομένων βουλευτικών εκλογών εκτόνωσιν της καταστάσεως. Απέρχεται του Πολυτεχνείου άπρακτος και ανήσυχος, μη δυνηθείς να εφοδιάση τον πρύτανιν δια του όπερ είχεν υποσχεθή διατάγματος περί αναβολής των αρχαιρεσιών, ίνα δυνηθή να αρνηθή την υπό των σπουδαστών αιτηθείσαν ήδη, εν τω πλαισίω του νόμου, άδειαν συγκλήσεως των συνελεύσεων, διότι το διάταγμα τούτο – κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν του τότε Υπουργού – «περιεπλανάτο εισέτι μεταξύ Αγαθαγγέλου και Παρασκευά Ιωαννίδη, καίτοι υπογραφέν υπ’ αυτού από δεκαημέρου και πλέον».
Β) ΤΕΤΑΡΤΗ, 14-11-1973
Και την 14-11-1973 αι επίφοβοι Γενικοί Συνελεύσεις των σπουδαστών πραγματοποιούνται νομίμως. Από 14.00 μέχρι 17.30 ώρας περίπου 3.000 σπουδασταί του Πολυτεχνείου συνέρχονται εις τα κτίρια των Σχολών των και πραγματοποιούνται Συνελεύσεις των Συλλόγων: Αρχιτεκτόνων, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανολόγων – Ηλεκτρολόγων και Χημικών Μηχανικών. Εις απάσας τας Συνελεύσεις ταύτας συνεζητήθησαν σπουδαστικά μόνον θέματα και απεφασίσθη η αποχή εκ των μαθημάτων μέχρι και της Δευτέρας 19-11-1973. Το προηγούμενον όμως των περί την Νομικήν, ιδία, Σχολήν, γεγονότων του Φεβρουαρίου 1973 και των εξ αυτών δυσμενών εξελίξεων, σοβαρός μεν προεκάλει εις τους τότε κρατούντος ανησυχίας, προάγγελος όμως ήτο ελπίδων πολλών δια τας νεανικάς καρδίας των σπουδαστών. Και το αντίθετον τούτο, δι’ έκαστον των διισταμένων συναίσθημα σοβαρώς επετείνετο, τεχνιέντως εκατέρωθεν υπό ανησυχιών και ελπίδων τροφοδοτούμενον. Τας απογευματινός ώρας της ιδίας ημέρας, Τετάρτης 14-11-1973, ρίπτεται υπό τίνων σπουδαστών η ιδέα της παραμονής και διανυκτερεύσεώς των εντός του Πολυτεχνείου, ενώ πλήθος φοιτητών εξ άλλων σχολών προσέρχονται εις το Πολυτεχνείον και συνενούνται μετά των αυτόθι παραμενόντων. Η τοιαύτη περί παραμονής απόφασις υπήρξεν αυθόρμητος και ήτο ξένη – αρχικώς τουλάχιστον – προς πάσαν ιδέαν πολιτικής εκμεταλλεύσεως των εκδηλώσεων. Περί την 18.00 ώραν πραγματοποιείται εκτός του Πολυτεχνείου και επί των οδών Πατησίων και Στουρνάρα συνάντησις του Πρυτάνεως του Πολυτεχνείου μετά του τότε Αστυνομικού Διευθυντού Αθηνών, παρισταμένου εκπροσώπου της Εισαγγελικής Αρχής και ζητείται άδεια του πρυτάνεως, δια την εντός του ιδρύματος είσοδον των αστυνομικών προς εκδίωξιν των σπουδαστών. Ο πρύτανις όμως αρνείται κατηγορηματικώς, διερμηνεύων εν τούτω και την ομόφωνον και ομόρρυθμον γνώμην της τε Συγκλήτου και του Συλλόγου των καθηγητών του Πολυτεχνείου. Η τοιαύτη υπεύθυνος θέσις των καθηγητών του Πολυτεχνείου εξεφράσθη και επισήμως δια της από 15-11-1973 αποφάσεως της Συγκλήτου, δι’ ης κατηγορηματικώς απεκρούετο πάσα ιδέα επεμβάσεως διότι θα κατελύετο δι’ αυτής το ακαδημαϊκόν άσυλον και σοβαρός υφίστατο κίνδυνο, αιματοχυσίας. Εξεφράζετο δε εν ταυτώ η ελπίς της υπό των ιδίων των καθηγητών, ως και κατά το παρελθόν, ειρηνικής αντιμετωπίσεως των γεγονότων. Νέα προσπάθεια της Αστυνομίας δι’ απ’ ευθείας συνεννοήσεως μετ’ εκπροσώπων των σπουδαστών προς ειρηνικήν αποχώρησίν των εκ του Πολυτεχνείου αποτυγχάνει. Οριστικοποιείται ούτω η απόφασις της αυτόθι παραμονής των σπουδαστών και από 22.00 ώρας λαμβάνονται τα πρώτα του εκ των έσω αποκλεισμού των. Ουδέν όμως εκ των έξω η Αστυνομία πραγματοποιεί. Αποσύρεται και απρακτεί, οιονεί απαθώς θεωμένη των γιγνομένων, παρά τον σαφώς διαφαινόμενον κίνδυνον διεισδύσεως στοιχείων ξένων και επιρροών επιβλαβών ασχέτων προς τα σπουδαστικά αιτήματα, μεταξύ του φοιτητικού κόσμου, κίνδυνον, ον αντελήφθησαν ή θα έδει να αντιληφθούν πολυπλεύρως και ουχί μονομερώς αι υπηρεσίαι πληροφοριών της Αστυνομίας. (Οράτε σχετικήν αναφοράν αρμόδιας υπηρεσίας). Και ούτω δεν επιχειρείται ευθύς εξ υπαρχής το λογικώτερον και απλούστερο, ο αποκλεισμός δηλονότι του τετραγώνου του κτιριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου και η απαγόρευσις ή ο έλεγχος, έστω, των εις το Πολυτεχνείον εισερχομένων και εξερχόμενων αυτού. Ούτω και το πανεπιστημιακόν άσυλον θα διετηρείτο και τα επακολουθήσαντα έκτροπα θα προελαμβάνοντο. Και το αποτέλεσμα υπήρξεν αληθώς τραγικόν. Στοιχεία ξένα, άσχετα και εχθρικά προς τους σπουδαστάς εισέρχονται εις το Πολυτεχνείον, ο ιερός χώρος του οποίου μεταβάλλεται εις αιματοβαφή οτίβον ενός απηνούς αγώνος φανατικών πολιτικών αντιθέσεων. Εκπρόσωποι των ποικίλων αποχρώσεων της αριστεράς διασταρούνται μετά πρακτόρων της ΚΥΠ και ανυποψίαστοι αγνοί σπουδασταί συνεργάζονται μετά πρακτόρων μυστικών υπηρεσιών. Και πάντες ούτοι ιδίας έχουν επιδιώξεις, αι οποίοι συμπορεύονται εις την προς ίδιον όφελος αδίστακτον εκμετάλλευσιντου αγνού ιδεαλισμού των νέων (κατάθεσις υπ’ αρ. 176 και μαγνητοταινία). Από του απογεύματος της Τετάρτης 14-11-1973, το καθαρών σπουδαστικών αιτημάτων φοιτητικόν κίνημα, μεταλλάσσεται εις πολιτικόν και εκφράζεται ως αντίθεσις προς την κρατούσαν τότε δικτατορίαν. Τα ριπτόμενα δε αρχικά συνθήματα δηλοποιούν την ενότητα εις αυτήν την αντίθεσιν «ψωμί – παιδεία – ελευθερία – δημοκρατία, Λαϊκή Κυριαρχία, έξω από το NATO, Δημοκρατική παιδεία, κάτω η Χούντα, όχι στον εμπαιγμό ενός τρελού» κ.ά. Η τοιαύτη προς τον πολιτικόν χώρον μετατόπισις του αγώνος σωρευτικά προκαλεί γεγονότα και ραγδαίας συνεπάγεται εξελίξεις. Η βαρεία πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής και η επί έτη συμπιεζομένη πολιτική βούλησις εύρον άνοιγμα εκτονώσεως έντονον εις τα δια των εκδηλώσεων προκαλούμενα ρήγματα εις τον δικτατορικόν μονολιθισμόν, ενώ ο κατά την ιδίαν εσπέραν τεθείς εις λειτουργίαν πρόχειρος ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου μεταβάλλει εις κήρυγμα εύγλωττον, ισχυρών συγκινησιακών δονήσεων, γενεσιουργόν, την κραυγήν: «Εδώ Πολυτεχνείον, εδώ Πολυτεχνείον, εδώ ο ραδιοφωνικός Σταθμός των ελευθέρων αγωνιζόμενων Ελλήνων»! Η στιγμή ήτο κρίσιμος διότι η εκδήλωσις ήτο αυτόχρημα επαναστατική – και το έτι σπουδαιότερον – εξεδηλούτο εις χώρον ελευθερίας πνευματικής και κατέκλυζε τας ψυχάς αμετανόητων ιδεολόγων όλων των εποχών, των νέων! Απητείτο γνώσις του αναφυομένου ήδη προβλήματος και εχρειάζετο σύνεσις, αντικειμενικότης, διορατικότης και ψύχραιμος αποφασιστικότης δια την αντιμετώπισιν και επίλυσιν τούτου. Και ως προς μεν την γνώσιν σοβαρώς εδοκιμάσθη, διότι ουδείς των αναλαβόντων την ευθύνην των γεγονότων εκ των τότε κρατούντων εδείχθη ότι κατενόει σοβαρώς τα σπουδαστικά αιτήματα και την ιδιότυπον και ιδιόμορφον ψυχολογίαν των νέων, οι οποίοι εις τας προοδευτικός και ανακαινιστικός τάσεις των εμφανίζονται ανέκαθεν ως αντιφρονούντες, αντικυβερνητικοί και ουχί σπανίως επαναστατικοί. Ως προς δε την σύνεσιν, την ψυχραιμίαν και διορατικότητα τραγική επηκολούθησεν η εκ των εξελίξεων διάψευσις αυτής της ελπίδος.
Και την 14-11-1973 αι επίφοβοι Γενικοί Συνελεύσεις των σπουδαστών πραγματοποιούνται νομίμως. Από 14.00 μέχρι 17.30 ώρας περίπου 3.000 σπουδασταί του Πολυτεχνείου συνέρχονται εις τα κτίρια των Σχολών των και πραγματοποιούνται Συνελεύσεις των Συλλόγων: Αρχιτεκτόνων, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανολόγων – Ηλεκτρολόγων και Χημικών Μηχανικών. Εις απάσας τας Συνελεύσεις ταύτας συνεζητήθησαν σπουδαστικά μόνον θέματα και απεφασίσθη η αποχή εκ των μαθημάτων μέχρι και της Δευτέρας 19-11-1973. Το προηγούμενον όμως των περί την Νομικήν, ιδία, Σχολήν, γεγονότων του Φεβρουαρίου 1973 και των εξ αυτών δυσμενών εξελίξεων, σοβαρός μεν προεκάλει εις τους τότε κρατούντος ανησυχίας, προάγγελος όμως ήτο ελπίδων πολλών δια τας νεανικάς καρδίας των σπουδαστών. Και το αντίθετον τούτο, δι’ έκαστον των διισταμένων συναίσθημα σοβαρώς επετείνετο, τεχνιέντως εκατέρωθεν υπό ανησυχιών και ελπίδων τροφοδοτούμενον. Τας απογευματινός ώρας της ιδίας ημέρας, Τετάρτης 14-11-1973, ρίπτεται υπό τίνων σπουδαστών η ιδέα της παραμονής και διανυκτερεύσεώς των εντός του Πολυτεχνείου, ενώ πλήθος φοιτητών εξ άλλων σχολών προσέρχονται εις το Πολυτεχνείον και συνενούνται μετά των αυτόθι παραμενόντων. Η τοιαύτη περί παραμονής απόφασις υπήρξεν αυθόρμητος και ήτο ξένη – αρχικώς τουλάχιστον – προς πάσαν ιδέαν πολιτικής εκμεταλλεύσεως των εκδηλώσεων. Περί την 18.00 ώραν πραγματοποιείται εκτός του Πολυτεχνείου και επί των οδών Πατησίων και Στουρνάρα συνάντησις του Πρυτάνεως του Πολυτεχνείου μετά του τότε Αστυνομικού Διευθυντού Αθηνών, παρισταμένου εκπροσώπου της Εισαγγελικής Αρχής και ζητείται άδεια του πρυτάνεως, δια την εντός του ιδρύματος είσοδον των αστυνομικών προς εκδίωξιν των σπουδαστών. Ο πρύτανις όμως αρνείται κατηγορηματικώς, διερμηνεύων εν τούτω και την ομόφωνον και ομόρρυθμον γνώμην της τε Συγκλήτου και του Συλλόγου των καθηγητών του Πολυτεχνείου. Η τοιαύτη υπεύθυνος θέσις των καθηγητών του Πολυτεχνείου εξεφράσθη και επισήμως δια της από 15-11-1973 αποφάσεως της Συγκλήτου, δι’ ης κατηγορηματικώς απεκρούετο πάσα ιδέα επεμβάσεως διότι θα κατελύετο δι’ αυτής το ακαδημαϊκόν άσυλον και σοβαρός υφίστατο κίνδυνο, αιματοχυσίας. Εξεφράζετο δε εν ταυτώ η ελπίς της υπό των ιδίων των καθηγητών, ως και κατά το παρελθόν, ειρηνικής αντιμετωπίσεως των γεγονότων. Νέα προσπάθεια της Αστυνομίας δι’ απ’ ευθείας συνεννοήσεως μετ’ εκπροσώπων των σπουδαστών προς ειρηνικήν αποχώρησίν των εκ του Πολυτεχνείου αποτυγχάνει. Οριστικοποιείται ούτω η απόφασις της αυτόθι παραμονής των σπουδαστών και από 22.00 ώρας λαμβάνονται τα πρώτα του εκ των έσω αποκλεισμού των. Ουδέν όμως εκ των έξω η Αστυνομία πραγματοποιεί. Αποσύρεται και απρακτεί, οιονεί απαθώς θεωμένη των γιγνομένων, παρά τον σαφώς διαφαινόμενον κίνδυνον διεισδύσεως στοιχείων ξένων και επιρροών επιβλαβών ασχέτων προς τα σπουδαστικά αιτήματα, μεταξύ του φοιτητικού κόσμου, κίνδυνον, ον αντελήφθησαν ή θα έδει να αντιληφθούν πολυπλεύρως και ουχί μονομερώς αι υπηρεσίαι πληροφοριών της Αστυνομίας. (Οράτε σχετικήν αναφοράν αρμόδιας υπηρεσίας). Και ούτω δεν επιχειρείται ευθύς εξ υπαρχής το λογικώτερον και απλούστερο, ο αποκλεισμός δηλονότι του τετραγώνου του κτιριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου και η απαγόρευσις ή ο έλεγχος, έστω, των εις το Πολυτεχνείον εισερχομένων και εξερχόμενων αυτού. Ούτω και το πανεπιστημιακόν άσυλον θα διετηρείτο και τα επακολουθήσαντα έκτροπα θα προελαμβάνοντο. Και το αποτέλεσμα υπήρξεν αληθώς τραγικόν. Στοιχεία ξένα, άσχετα και εχθρικά προς τους σπουδαστάς εισέρχονται εις το Πολυτεχνείον, ο ιερός χώρος του οποίου μεταβάλλεται εις αιματοβαφή οτίβον ενός απηνούς αγώνος φανατικών πολιτικών αντιθέσεων. Εκπρόσωποι των ποικίλων αποχρώσεων της αριστεράς διασταρούνται μετά πρακτόρων της ΚΥΠ και ανυποψίαστοι αγνοί σπουδασταί συνεργάζονται μετά πρακτόρων μυστικών υπηρεσιών. Και πάντες ούτοι ιδίας έχουν επιδιώξεις, αι οποίοι συμπορεύονται εις την προς ίδιον όφελος αδίστακτον εκμετάλλευσιντου αγνού ιδεαλισμού των νέων (κατάθεσις υπ’ αρ. 176 και μαγνητοταινία). Από του απογεύματος της Τετάρτης 14-11-1973, το καθαρών σπουδαστικών αιτημάτων φοιτητικόν κίνημα, μεταλλάσσεται εις πολιτικόν και εκφράζεται ως αντίθεσις προς την κρατούσαν τότε δικτατορίαν. Τα ριπτόμενα δε αρχικά συνθήματα δηλοποιούν την ενότητα εις αυτήν την αντίθεσιν «ψωμί – παιδεία – ελευθερία – δημοκρατία, Λαϊκή Κυριαρχία, έξω από το NATO, Δημοκρατική παιδεία, κάτω η Χούντα, όχι στον εμπαιγμό ενός τρελού» κ.ά. Η τοιαύτη προς τον πολιτικόν χώρον μετατόπισις του αγώνος σωρευτικά προκαλεί γεγονότα και ραγδαίας συνεπάγεται εξελίξεις. Η βαρεία πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής και η επί έτη συμπιεζομένη πολιτική βούλησις εύρον άνοιγμα εκτονώσεως έντονον εις τα δια των εκδηλώσεων προκαλούμενα ρήγματα εις τον δικτατορικόν μονολιθισμόν, ενώ ο κατά την ιδίαν εσπέραν τεθείς εις λειτουργίαν πρόχειρος ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου μεταβάλλει εις κήρυγμα εύγλωττον, ισχυρών συγκινησιακών δονήσεων, γενεσιουργόν, την κραυγήν: «Εδώ Πολυτεχνείον, εδώ Πολυτεχνείον, εδώ ο ραδιοφωνικός Σταθμός των ελευθέρων αγωνιζόμενων Ελλήνων»! Η στιγμή ήτο κρίσιμος διότι η εκδήλωσις ήτο αυτόχρημα επαναστατική – και το έτι σπουδαιότερον – εξεδηλούτο εις χώρον ελευθερίας πνευματικής και κατέκλυζε τας ψυχάς αμετανόητων ιδεολόγων όλων των εποχών, των νέων! Απητείτο γνώσις του αναφυομένου ήδη προβλήματος και εχρειάζετο σύνεσις, αντικειμενικότης, διορατικότης και ψύχραιμος αποφασιστικότης δια την αντιμετώπισιν και επίλυσιν τούτου. Και ως προς μεν την γνώσιν σοβαρώς εδοκιμάσθη, διότι ουδείς των αναλαβόντων την ευθύνην των γεγονότων εκ των τότε κρατούντων εδείχθη ότι κατενόει σοβαρώς τα σπουδαστικά αιτήματα και την ιδιότυπον και ιδιόμορφον ψυχολογίαν των νέων, οι οποίοι εις τας προοδευτικός και ανακαινιστικός τάσεις των εμφανίζονται ανέκαθεν ως αντιφρονούντες, αντικυβερνητικοί και ουχί σπανίως επαναστατικοί. Ως προς δε την σύνεσιν, την ψυχραιμίαν και διορατικότητα τραγική επηκολούθησεν η εκ των εξελίξεων διάψευσις αυτής της ελπίδος.
Γ) ΠΕΜΠΤΗ 15-11-1973
Την Πέμπτην, 15-11-1973, η συγκέντρωσις λαμβάνει αμιγώς πολιτικόν χαρακτήρα. Πλήθη λαού κατέρχονται προς το Πολυτεχνείον, αι εκτός αυτού συγκεντρώσεις ογκούνται και αυξάνονται γεωμετρικώς οι εντός αυτού εισερχόμενοι σπουδασταί, αλλά και εργάται. Μαχητικά, αναρχικά και αριστερά στοιχεία επηρεάζουν προς στιγμήν το δια του Ρ / Σ και των μεγαφώνων ριπτόμενα συνθήματα, ενώ πράκτορες της ΚΥΠ, της ΕΣΑ και άλλων μυστικών υπηρεσιών νοθεύουν την καθαρότητα των φοιτητικών συνθημάτων δια της διαδόσεως αναρχικών και ανατρεπτικών τοιούτων όπως: ΚΚΕ – κάτω το Κράτος, Λαοκρατία, ζήτω η σεξουαλική επανάστασις κ.ά. (κακότεχνος προβοκάτσια κατά Σιφναίον και Δασκαλόπουλον) και προσπαθούν να εξωθήσουν και παρασύρουν τους σπουδαστάς εις παντοίας πράξεις βίας και δολιοφθορών. (Καταθέσεις υπ’αρ. 33, 61, 75, 130, 155, 159, 187, 202 και 213). Και οι σπουδασταί αμύνονται προς πάσαν κατεύθυσιν. Επαναφέρουν τον Ρ / Σ εις την ορθήν αντιδικτατορικήν θέσιν του, απαλείφουν αναρχικά και εξτρεμιστικά συνθήματα, αποκαλύπτουν και εκδιώκουν εκ του Πολυτεχνείου τους πράκτορας, τοποθετούν φρουράς εις άπαντα τα εργαστήρια και χώρους οργάνων προς διαφύλαξίν των έναντι πάσης φθοράς ή ζημίας, οργανώνουν επιμελώς την αυτόθι παραμονήν των δια του ορισμού ειδικών επιτροπών κατά τομείς, επιμελούμενοι και αυτής της καθαριότητος, καταστρέφουν όμως από συμφώνου οι ίδιοι το γραφείον του Κυβερνητικού Επιτρόπου και καλούν τον λαόν εις συμπαράστασιν και εξέγερσιν. (Οράτε καταθέσεις απάντων των καθηγητών του Πολυτεχνείου και του επιμελητού Ιατρίδη). Εκτός του Πολυτεχνείου η κατάστασις εμφανίζεται περισσότερον έκρυθμος, διότι η ευρύτης των χώρων και η εντεύθεν ελευθερία κινήσεων διευκολύνει τας μαζικός συγκεντρώσεις και μαχητικάς εκδηλώσεις εις διάφορα σημεία του κέντρου της πόλεως. Κινήσεις διαδηλωτών, συγκεντρώσεις, μικροσυμπλοκαί με αστυνομικούς, διανομή προκηρύξεων, επικόλλησις ή αναγραφή συνθημάτων εις αυτοκίνητα κ.λπ. μεταφοραί τροφίμων και φαρμάκων εις τους εντός του Πολυτεχνείου, μεμονωμένα περιστατικά προπηλακισμού εις βάρος αστυνομικών και στρατιωτικών και διακοπή της έμπροσθεν του Πολυτεχνείου κυκλοφορίας κατά τας εσπερινός ώρας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ημέρας ταύτης. Από πλευράς υπευθύνων συνεχίζετο, περιέργως, η απραξία και εφεκτικότης. Πραγματοποιείται συνάντησις του Υπουργού Παιδείας μετά του Πρωθυπουργού και αμφοτέρων, ακολούθως μετά του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, παρισταμένου και του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας – καθ α υπό του Παν. Σιφναίου κατατίθεται – εξεδηλώθη αντίθετος προς πάσαν επέμβασιν εις το Πολυτεχνείον, συμφωνών εν τούτω με την απόφασιν της Συγκλήτου. Και εις την γενομένην προς αυτόν παρατήρησιν περί κινδύνου προκλήσεως μεγάλων καταστροφών απήντησεν: «Ας τα σπάσουν. Ας κάψουν και το Πολυτεχνείον. Έχομε λεπτά δια να τα ξαναφτιάξω μεν. Ας κατεβούν και στους δρόμους. Ας σπάσουν τις βιτρίνες». Επεδίωκε προφανώς – επιλέγει ο αυτός πάντοτε τότε Υπουργός Παιδείας – πολιτικά οφέλη. Ποια και πώς όμως; Ιδού το ερώτημα!
Την Πέμπτην, 15-11-1973, η συγκέντρωσις λαμβάνει αμιγώς πολιτικόν χαρακτήρα. Πλήθη λαού κατέρχονται προς το Πολυτεχνείον, αι εκτός αυτού συγκεντρώσεις ογκούνται και αυξάνονται γεωμετρικώς οι εντός αυτού εισερχόμενοι σπουδασταί, αλλά και εργάται. Μαχητικά, αναρχικά και αριστερά στοιχεία επηρεάζουν προς στιγμήν το δια του Ρ / Σ και των μεγαφώνων ριπτόμενα συνθήματα, ενώ πράκτορες της ΚΥΠ, της ΕΣΑ και άλλων μυστικών υπηρεσιών νοθεύουν την καθαρότητα των φοιτητικών συνθημάτων δια της διαδόσεως αναρχικών και ανατρεπτικών τοιούτων όπως: ΚΚΕ – κάτω το Κράτος, Λαοκρατία, ζήτω η σεξουαλική επανάστασις κ.ά. (κακότεχνος προβοκάτσια κατά Σιφναίον και Δασκαλόπουλον) και προσπαθούν να εξωθήσουν και παρασύρουν τους σπουδαστάς εις παντοίας πράξεις βίας και δολιοφθορών. (Καταθέσεις υπ’αρ. 33, 61, 75, 130, 155, 159, 187, 202 και 213). Και οι σπουδασταί αμύνονται προς πάσαν κατεύθυσιν. Επαναφέρουν τον Ρ / Σ εις την ορθήν αντιδικτατορικήν θέσιν του, απαλείφουν αναρχικά και εξτρεμιστικά συνθήματα, αποκαλύπτουν και εκδιώκουν εκ του Πολυτεχνείου τους πράκτορας, τοποθετούν φρουράς εις άπαντα τα εργαστήρια και χώρους οργάνων προς διαφύλαξίν των έναντι πάσης φθοράς ή ζημίας, οργανώνουν επιμελώς την αυτόθι παραμονήν των δια του ορισμού ειδικών επιτροπών κατά τομείς, επιμελούμενοι και αυτής της καθαριότητος, καταστρέφουν όμως από συμφώνου οι ίδιοι το γραφείον του Κυβερνητικού Επιτρόπου και καλούν τον λαόν εις συμπαράστασιν και εξέγερσιν. (Οράτε καταθέσεις απάντων των καθηγητών του Πολυτεχνείου και του επιμελητού Ιατρίδη). Εκτός του Πολυτεχνείου η κατάστασις εμφανίζεται περισσότερον έκρυθμος, διότι η ευρύτης των χώρων και η εντεύθεν ελευθερία κινήσεων διευκολύνει τας μαζικός συγκεντρώσεις και μαχητικάς εκδηλώσεις εις διάφορα σημεία του κέντρου της πόλεως. Κινήσεις διαδηλωτών, συγκεντρώσεις, μικροσυμπλοκαί με αστυνομικούς, διανομή προκηρύξεων, επικόλλησις ή αναγραφή συνθημάτων εις αυτοκίνητα κ.λπ. μεταφοραί τροφίμων και φαρμάκων εις τους εντός του Πολυτεχνείου, μεμονωμένα περιστατικά προπηλακισμού εις βάρος αστυνομικών και στρατιωτικών και διακοπή της έμπροσθεν του Πολυτεχνείου κυκλοφορίας κατά τας εσπερινός ώρας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ημέρας ταύτης. Από πλευράς υπευθύνων συνεχίζετο, περιέργως, η απραξία και εφεκτικότης. Πραγματοποιείται συνάντησις του Υπουργού Παιδείας μετά του Πρωθυπουργού και αμφοτέρων, ακολούθως μετά του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, παρισταμένου και του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας – καθ α υπό του Παν. Σιφναίου κατατίθεται – εξεδηλώθη αντίθετος προς πάσαν επέμβασιν εις το Πολυτεχνείον, συμφωνών εν τούτω με την απόφασιν της Συγκλήτου. Και εις την γενομένην προς αυτόν παρατήρησιν περί κινδύνου προκλήσεως μεγάλων καταστροφών απήντησεν: «Ας τα σπάσουν. Ας κάψουν και το Πολυτεχνείον. Έχομε λεπτά δια να τα ξαναφτιάξω μεν. Ας κατεβούν και στους δρόμους. Ας σπάσουν τις βιτρίνες». Επεδίωκε προφανώς – επιλέγει ο αυτός πάντοτε τότε Υπουργός Παιδείας – πολιτικά οφέλη. Ποια και πώς όμως; Ιδού το ερώτημα!
Δ) ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 16-11-1973
Το δράμα των γεγονότων του Πολυτεχνείου οδηγείται εις την τραγικήν του κορύφωσιν και την αιματηράν του κατάληξιν. Εντός μεν του Πολυτεχνείου η θέσις των ως είρηται, ποικιλώνυμων φατριών και πολιτικών τάσεων σκληρύνεται, ενώ τα δια του Ρ / Σ εκπεμπόμενα συνθήματα συγκινούν, προκαλούν, διεγείρουν και κινητοποιούν μάζας λαού εις ομαδικός συγκεντρώσεις. Κατά τας μεσημβρινός ώρας πραγματοποιούνται αι πρώτοι μεγάλοι πορείαι προς Ομόνοιαν και Πολυτεχνείον δια των μεγάλων αρτηριών: Αιόλου, Σταδίου, Πανεπιστημίου, Πατησίων και Αλεξάνδρας. Την 18.00 ώραν μέγα πλήθος διαδηλωτών πορεύεται προς το Σύνταγμα.
Το δράμα των γεγονότων του Πολυτεχνείου οδηγείται εις την τραγικήν του κορύφωσιν και την αιματηράν του κατάληξιν. Εντός μεν του Πολυτεχνείου η θέσις των ως είρηται, ποικιλώνυμων φατριών και πολιτικών τάσεων σκληρύνεται, ενώ τα δια του Ρ / Σ εκπεμπόμενα συνθήματα συγκινούν, προκαλούν, διεγείρουν και κινητοποιούν μάζας λαού εις ομαδικός συγκεντρώσεις. Κατά τας μεσημβρινός ώρας πραγματοποιούνται αι πρώτοι μεγάλοι πορείαι προς Ομόνοιαν και Πολυτεχνείον δια των μεγάλων αρτηριών: Αιόλου, Σταδίου, Πανεπιστημίου, Πατησίων και Αλεξάνδρας. Την 18.00 ώραν μέγα πλήθος διαδηλωτών πορεύεται προς το Σύνταγμα.
Ανακόπτεται όμως υπό αστυνομικών δυνάμεων η πορεία του και εις την συμβολήν των οδών Σταδίου – Δραγατσανίου και Κοραή επιχειρείται η βιαία διάλυσίς του. Κατά την επανακολουθήσασαν συμπλοκήν ρέει το πρώτον αίμα, διότι υπήρξαν εκατέρωθεν τραυματίαι. Κατά τινας μάλιστα μαρτυρίας, μη πλήρως εξελεγχθείσας, ετραυματίσθησαν θανασίμως νεαρά διαδηλώτρια και διαδηλωτής και επυροβολήθη δις Υπαστυνόμος ανεπιτυχώς (καταθέσεις υπ’ αριθ. 215, 216 και 217). Στοιχεία ύποπτα και ανεύθυνα, ομαδικώς ή και ατομικώς ενεργούντα, προβαίνουν εις πράξεις βιαιοπραγίας κατά πολιτών και εις καταστροφάς περιουσιών (θραύσεις βιτρινών και προθηκών καταστημάτων – κατάθεσις 239). Ομάς διαδηλωτών επέτυχε και εισήλθε εις το επί της οδού Αιόλου αρ. 104 Μέγαρον της Νομαρχίας Αττικής και μετά κόπου εξεβλήθη υπό των αστυνομικών. Η κατάοτασις συνεχώς εκτραχύνεται και καθίσταται επικίνδυνος. Την 19.30 ώραν ζητείται υπό της Αστυνομίας η επικουρία της Χωροφυλακής, ήτις και αναλαμβάνει την φρούρησιν διαφόρων δημοσίων καταστημάτων, (έγγραφον της υπ’ αρ. Ε 34356 Φ 0025 / 16-11-1973). Περί ώραν 20.30 αρχίζουν αι πρώτοι συγκεντρώσεις και επιθέσεις των διαδηλωτών κατά του επί της συμβολής των οδών Γ Σεπτεμβρίου και Μάρνη κτιρίου του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, αίτινες και κατά τρεις διαδοχικός φάσεις συνεχίζονται μέχρι της 22.30 ώρας. Επιτυγχάνεται αρχικώς η απόκρουσις και διάλυσίς των διαδηλωτών δι’ απλών απωθήσεων και χρήσεως αστυνομικών ράβδων, ως και δακρυγόνων αερίων. Κατά τας τελικάς όμως φάσεις των επιθέσεων τούτων γίνεται χρήσις πυροβόλων όπλων, τη εντολή του Διοικητού του Μικτού Επιτελείου του Υπουργείου Στρατηγού Βαρνάβα. Ως προς τον χαρακτήρα της τοιαύτης χρήσεως των όπλων τα υπό των αρμοδίων υποστηριζόμενα σοβαρώς προς την πραγματικότητα αντιτίθενται. Ομιλούν ούτω περί πυροβολισμών εις τον αέρα προς εκφοβισμόν ενώ οι δύο (2) πρώτοι νεκροί εκ του καταλόγου των γνωστών θυμάτων έπεσαν εις τον γύρωθεν χώρον και ακόμη υπήρξαν πολλοί τραυματίαι. Εν τη ερεύνη ακολούθως της νομιμότητος της ούτω γενομένης χρήσεως των όπλων σοβαρά διαπιστούται αντίθεσις απόψεων των τότε υπευθύνων υπηρεσιακών παραγόντων, των μεν υποστηριζόντων ότι νομίμως εγένετο η χρήσις των όπλων (κατάθεσις υπ’ αρ. 151), των δε τουναντίον ότι μεταξύ των νομίμων μέσων δεν ήτο και η χρήσις των όπλων κατά του πλήθους (κατάθεσις υπ’ αριθ. 180). Η κατά του πλήθους όμως χρήσις των όπλων διαπιστούται, ως ετονίσθη ήδη, κατά τρόπον αναμφισβήτητον. Πέραν των συγκεκριμένων και επωνύμων θυμάτων, τα επί των κατέναντι τοίχων και των αυτόθι επί των οδών εσταθμευμένων αυτοκινήτων διαπιστωθέντα και εισέτι υπάρχοντα ίχνη εκ προσκρούσεως βλημάτων πυροβόλων όπλων, εις μακρόν μάλιστα από του εδάφους ύψος καταδεικνύουν το έωλον του περί εκφοβιστικών βολών ισχυρισμού. Η ύπαρξις τέλος ελευθέρων σκοπευτών, ελευθέρως εις τον χώρον του Υπουργείου κινουμένων, καθιστά ύποπτον πάσαν αντίθετον θέσιν. Διότι υπήρξεν αληθώς τραγική εν τη ενεργηθείση ερεύνη η ακόλουθος αποκάλυψις: Άτομον εν πολιτική περιβολή, φέρον κόμην μακράν και γενειάδα, εκράτει μακρύκανον πυροβόλον όπλον και ου μόνον ελευθέρως και ανεμποδίστως ως εις οικείον και γνώριμον χώρον, εκινείτο μεταξύ των οργάνων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, αλλά και επυροβόλει δια του όπερ έφερε φονικού όπλου εκ διαφόρων σημείων του κτιρίου και από της ταράτσας, αλλά και εκτός αυτού, κατά του πλήθους ή και μεμονωμένων διαδηλωτών προς το Πολυτεχνείον και την οδόν Αβέρωφ. Τα στοιχεία ταυτότητος και η κακούργος συμπεριφορά του αδιαστάκτου τούτου φονέως βεβαιούνται εκ των συλλεγεισών αποδείξεων (οράτε καταθέσεις υπ’ αρ. 25, 151, 181 και 251). Από της 20.00 ώρας περίπου ήρχισεν η εντός και εκτός του Πολυτεχνείου ρίψις βομβίδων δακρυγόνων υπό της Αστυνομίας, ενώ η ψυχραιμία και η υπευθυνότης είχον εγκαταλείψει πολλά από τα κατώτερα ιδία, όργανα της. Ου μόνον εκτύπων ανηλεώς και βαναύσως τους διαδηλωτάς, σοβαράς προκαλούντες εις τούτους κακώσεις, αλλά και επυροβόλουν δια των όπλων των (καταθέσεις υπ’ αριθ. 209, 227, 228 και 258). Και είναι εύκολον να κρίνη τις και να παρακολούθηση την κατεύθυνσιν των υπό την δόνησιν παρομοίων ψυχικών εκρήξεων εξαπολυομένων βολίδων! Εις έτερα σημεία των οδών Πατησίων και Αλεξάνδρας πυραί ηνάπτοντο, οχήματα μετεκινούντο και ανετρέποντο, οδοφράγματα ανεγείροντο, φθοραί και καταστροφαί περιουσιών προεκαλούντο. Και μέσα εις τον ορυμαγδόν αυτόν της καταστροφής και του ελλοχεύοντας θανάτου έπιπτον οι πρώτοι νεκροί και τραυματίαι. Είναι έργον δικαιοσύνης δε εξ υπαρχής να τονισθή ότι η τραγωδία δεν υπήρξεν μονόπλευρος και δεν εβάρυνεν μόνον το άοπλον πλήθος και τους νέους διαδηλωτάς, διότι υπήρξαν και περιπτώσεις τραυματισμού αστυνομικών. Κατά δεκάδας οι τραυματίαι διακομίζονται εις τον πρόχειρον υγειονομικόν σταθμόν του Πολυτεχνείου και εκείθεν προς τον ΣΑΒ και το Ρυθμιστικόν Κέντρον Αθηνών. Πολλοί δε εξ αυτών εισήρχοντο εις τας γύρωθεν κατοικίας όπου ευγενείς συνάνθρωποι τους περιέθαλπον και προσέφεραν τας υπηρεσίας των. Είχεν αρχίσει ήδη η κίνησις των ασθενοφόρων. Δεν υπήρξεν όμως η αναμενόμενη, ούτε ανάλογος προς το μέγεθος της καταστροφής. Δισταγμός, επιφυλακτικότης, φόβος; Ίσως, διότι και ασθενοφόρα εβλήθησαν και παρημποδίσθησαν υπό ομάδων πολιτών και της Αστυνομίας να εκτελέσουν το έργον των (καταθέσεις υπ’ αριθ. 68 και 227). Άγνωστον τι ακριβώς επηρέασε την βούλησιντων υγειονομικώς υπευθύνων. Υπήρξαν όμως και ενθαρρυντικοί εξαιρέσεις διακεκριμένων πράξεων φιλαλληλίας και αλτρουισμού. Ιατροί των γύρω περιοχών προσέτρεξαν εις το Πολυτεχνείον, υπείκοντες εις την φωνήν του ανθρωπιστικού και ιατρικού των καθήκοντος, άγνωστοι και ανώνυμοι ιδιώται κινητοποιούνται, αδελφοί νοσοκόμοι προσφέρονται και ιατροί εκ του Ρυθμιστικού Κέντρου κατέρχονται εις το Πολυτεχνείον δια να προσφέρουν τας υπηρεσίας των και παραλάβουν τραυματίας. Ότε όμως ήρχισεν η διακομιδή των πρώτων τραυματιών, εις το Ρυθμιστικόν Κέντρο Αθηνών η ανθρωπινή βαρβαρότης έδειξε το αληθές προσωπείον της, ημαύρωσε και διέσυρε πάσαν έννοιαν φιλαλληλίας και ανθρωπισμού. Οι τραυματίαι δεν απετέλουν εκεί αντικείμενον περιθάλψεως και μερίμνης, αλλά στόχον καννιβαλικών εκδηλώσεων εκ μέρους ευάριθμων, εκ των αυτόθι υπηρεσιακώς ευρισκομένων, αστυνομικών υπαλλήλων, υπό τας ευλογίας και παροτρύνσεις του τότε διοικητικού Διευθυντού του Νοσοκομείου, όστις κραδαίνων παρανόμως περίστροφον, υβρίζων και απειλών και βλάσφημων, περιεφέρετο εις τους χώρους του Νοσοκομείου ενσπείρων τον τρόμον (οράτε και κατάθεσιν του ιδίου). Υβρίζοντα αναιδώς και εκακοποιούντο βαναύσως ου μόνον οι τραυματίαι αλλά και οι συνοδοί των. Και υπήρξαν πολλοί περιπτώσεις βαρύτατων τραυματισμών, υπό των «γενναίων» αυτών αστυνομικών προκληθέντων. Το ανήκουστον όμως και φοβερόν είναι ότι εδολοφονήθη άνθρωπος εν ψυχρώ εκ της κακουργίας των ταύτης: «Γύρω στα μεσάνυχτα της Παρασκευής – κατατίθεται υπό υπαλλήλου του Ρυθμιστικού (κατάθεσις υπ’ αρ. 78) – ένας νέος άνθρωπος, ήλθε στο Ρυθμιστικό, ζητώντας πληροφορίες για τους δικούς του. Πέσανε επάνω του τρεις αστυφύλακες που ήσαν στο Ρυθμιστικό και τον κομμάτιασαν κυριολεκτικώς στο ξύλο με αποτέλεσμα να πεθάνη. Τον μετέφεραν εν συνεχεία, στον νεκροθάλαμο». Του τραγικού περιστατικού υπήρξαν και άλλοι αυτόπται, οι οποίοι καταθέτουν ομοίως και αποκαλύπτουν μερικούς εκ των δολοφόνων (καταθέσεις υπ’ αριθ. 69, 70, 77, 79, 86 και 94). Ιατρός χειρουργός Ρυθμιστικού καταθέτει ότι υπέκυψεν εις τας χείρας του τραυματίας δια πυροβόλου όπλου, συνεπεία βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως εκ ξυλοδαρμού (κατάθεσις υπ’ αριθ. 86) και υπάλληλος του ιδίου Νοσοκομείου τονίζει ότι: «το θέαμα ήτο φοβερό και μας έκανε να ντρεπόμαστε για την κατάντια μας» (κατάθεσις υπ’ αριθ. 79). Εν όψει της θλιβερός ταύτης πραγματικότητας οι μεν ιατροί εφυγάδευσαν τους τραυματίας ή κατεσκεύασαν ψευδώς τα στοιχεία της ταυτότητος των, ίνα αποφύγουν ούτοι τας εν συνεχεία βεβαίας κακοποιήσεις των, οι δε τραυματίαι απέφευγαν να μεταβούν εις Νοσοκομεία ή Κλινικός. Και ούτω την ενροπήν, περί ης η ανωτέρω κατάθεσις, διεδέχθη ο φόβος των ασθενών και η εκ των Ναών της Υγείας απομάκρυνσίς των! Δείγμα και τούτο της πολιτιστικής εξελίξεως μιας εποχής. Ποία όμως ήτο η εξέλιξις των γεγονότων κατά την ημέραν ταύτην υπό άποψιν υπευθύνου αντιμετωπίσεως των. Περί ώραν 11.00 πραγματοποιείται σύσκεψις εις το γραφείον του Πρωθυπουργού, παρισταμένων των Αντιπροέδρων της Δημοκρατίας και Κυβερνήσεως, των Υπουργών Παιδείας και Δημοσίας Τάξεως, του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και του Αρχηγού της Αστυνομίας. Μετά ΊΟλεπτον προσέρχεται εις την σύσκεψιν και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και κατά την σύσκεψιν ταύτην αποφασίζεται καθ’ α υπευθύνως υπό τότε Κυβερνητικών παραγόντων υποστηρίζεται και κατατίθεται, ότι επ’ ουδενί λόγω θα εχρησιμοποιούντο όπλα, αν προεβάλλετο αντίδρασις και μόνον εν εσχάτη ανάγκη θα επετρέπετο η χρήσις δακρυγόνων, απαγορευομένης όμως της ρίψεως τούτων εντός του Πολυτεχνείου. Η δια των γεγονότων όμως αναφανείσα ακολούθως πραγματικότης παρουσιάζεται άντικρυς αντίθετος των εκτεθέντων θεωρητικών εξορκισμών, διότι ισχυροί στρατιωτικοί δυνάμεις εκλήθησαν, χρήσις όπλων εγένετο και αληθής βομβαρδισμός δια δακρυγόνων των εντός του Πολυτεχνείου έλαβε χωράν. Και εις το ανάκυπταν εύλογον, εκ των ανωτέρω ερώτημα δίδεται η ακόλουθος – υπό του τότε αρχηγού της Αστυνομίας – απάντησις: «Αι υπάρχουσαι αστυνομικοί δυνάμεις, παρά την ενίσχυσιν της Χωροφυλακής, δεν ηδύνατο να ανταποκριθούν δια την αποκατάστασιν της τάξεως. Ενημερώθη σχετικώς το γραφείον Προέδρου Δημοκρατίας (ταξίαρχος Παρασκευάς Ιωαννίδης), όστις μετ’ ολίγον και περί ώραν 23.15 μοι ανεκοίνωσε τηλεφωνικώς ότι απεφασίσθη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας η ενίσχυσις των αστυνομικών δυνάμεων υπό των Ενόπλων Δυνάμεων, ήτοι δια τριών ή τεσσάρων αρμάτων μάχης, άτινα δια της εντυπωσιακής εμφανίσεως των και μόνον εις τον χώρον του Πολυτεχνείου, θα εξηνάγκαζον ψυχολογικώς τους εντός ευρισκομένους να εγκαταλείψουν τας αίθουσας και το προαύλιον του ΕΜΠ» (οράτε κατάθεσιν ανωτέρω). Και ούτω η εις αδυναμίαν ευρισκομένη Αστυνομία δεν συνειδητοποιεί η ιδία την ανάγκην της ενισχύσεως της, αλλά της εμπνέεται άνωθεν και διατάσσεται να διαβίβαση το έγγραφον ίνα πληρωθή ο τύπος του νόμου, διότι – ως επιλέγει εις την κατάθεσίν του ο τότε Διευθυντής της Αστυνομίας – «είχεν αποφασισθή προ πολλού η επέμβασις του Στρατού και τα άρματα, ότε εγώ υπέγραφαν ήσαν έτοιμα, ή και εκινούντο» (οράτε κατάθεσιν) και προς την άποψιν ταύτην πλήρως στοιχείται και η υπό του τότε Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων λαμβανομένη θέσις έναντι των γεγονότων (οράτε κατάθεσιν).
Εύγλωττοι και αληθώς αποκαλυπτικοί δια την έρευναν οι προεκτεθείσαι λογικοί και πραγματικοί αντιθέσεις! Υποβάλλει πράγματι, κατά διαταγήν του Αρχηγού, ο Διευθυντής της Αστυνομίας την 23.30 ώραν το υπ’ αριθμόν Β 34258 Φ 0025 /16-11-1973 έγγραφον του προς την ΑΣΔΕΝ προς παροχήν αναλόγου ενισχύσεως, συμφώνως τω υπ’ αριθ. 341 κανονισμώ «περί της εν πόλεσι και φρουρίοις υπηρεσίας των στρατευμάτων (Β.Δ. από 4-9-1949)». Και η προς ψυχολογικόν εκφοβισμόν αποβλέπουσα ανάλογος αύτη ενίσχυσις το μεν διέτρεξαν όλα τα από του Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι του ΣΔΑ ιεραρχικώς ανώτερα στρατιωτικά κλιμάκια, το δε περιελάμβανε τας ακολούθους στρατιωτικός δυνάμεις: α) Μίαν διλοχίαν του 28ου συντάγματος, εδρεύοντος εν Χαϊδαρίω με 10-12 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού του ΚΕΒΟΠ. Η κίνησις των μονάδων τούτων προς τα στρατόπεδα: Αυξεντίου, Σταθμού Λαρίσης και 951 Λόχου ΕΣΑ διετάχθη την 21.30 – 22.00 ώραν. (Ο τοιούτος χρόνος κινήσεως επιβεβαιοί το ανωτέρω κατατεθέν υπό του τότε Αστυνομικού Διευθυντού Αθηνών), β) Δυνάμεις καταδρομών και δη την Διοίκησιν του συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, 1ην και 2αν μοίραν Αλεξιπτωτιστών, τμήμα της Σχολής Αλεξιπτωτιστών μετά τεθωρακισμένων ομοίως οχημάτων μεταφοράς προσωπικού. Η κίνησις των τμημάτων τούτων διετάχθη περί την 23.00 ώραν και γ) Ουλαμούς αρμάτων μάχης του ΚΕΤΟ, ανήκοντος πιθανώς εις την 30ήν ΕΜΑ. Ο συντονισμός κινήσεως των δυνάμεων τούτων ανήκεν εις τον Διοικητήν της ΑΣΔΕΝ, όστις και ώρισεν Συνταγματάρχην ως επικεφαλής δια την επί τόπου εφαρμογήν των διαταγών του. Αποστολή του, ως αύτη προσδιορίζεται υπό του τότε Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, ήτο η εν συνεργασία μετά του Διευθυντού της Αστυνομίας αποκατάστασις της τάξεως και η εκκένωσις του Πολυτεχνείου. Ο τρόπος εκτελέσεως της αποστολής ταύτης εναπέκειτο εις την διακριτικήν του ευχέρειαν κατ’ ορθήν εκτίμησιν της ην αντιμετώπιζε καταστάσεως, εντός των πλαισίων πάντοτε του κυρίως επιδιωκομένου ψυχολογικού επηρεασμού και της μη χρήσεως όπλων. Εβεβαιώθησαν πλήρως υπό της ενεργηθείσης ερεύνης τα στοιχεία ταυτότητος απάντων των επικεφαλής των ανωτέρω στρατιωτικών τμημάτων Αξιωματικών, ως και του υπό του Διοικητού της ΑΣΔΕΝ ορισθέντος Συνταγματάρχου ως συνδέσμου, μεταξύ αυτού και της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αθηνών (περί των στοιχείων τούτων και πάντων των εκτεθέντων οράτε καταθέσεις υπ’ αριθ. 105, 110, 133 και 164 ως και 72, 76, 116 και 159).
Ε) ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 17-11-1993
Οδηγούμεθα ήδη ραγδαίως εις την λύσιν του δράματος. Περί το μεσονύκτιον της Παρασκευής, 16-11-73, αι μεν αστυνομικοί δυνάμεις έχουν αποκλείσει το οικοδομικόν τετράγωνον του Πολυτεχνείου δια της τοποθετήσεως ανδρών εις επίκαιρα σημεία προσβάσεων υπό τους Αστυνομικούς Διευθυντάς, ο δε στρατός ευρίσκεται ήδη εν κινήσει εγγύς του Πολυτεχνείου. Το τριήμερον των συνεχών συγκρούσεων και ο κάματος έχουν υπερφορτίσει μέχρις εκρηκτικότητας την ψυχολογίαν των συμμετεχόντων εις την επιχείρησιν αστυνομικών υπαλλήλων. Περί την 01.30 ώραν του Σαββάτου, 17-11-73, τα εκ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας κατερχόμενα άρματα εστάθμευσαν εις την πλατείαν Αιγύπτου, ενώ όγκος διαδηλωτών ευρίσκετο εις το ύψος των προ του ΟΤΕ κτισμάτων και καθ’ όλον το πλάτος της Λεωφόρου Πατησίων. Νεαρός Αξιωματικός αγνώστου ταυτότητος, κατελθών ενός των αρμάτων μετά του οπλοπολυβόλου του, τοποθετείται εις το μέσον της Πατησίων και υβρίζων πυροβολεί προς την κατεύθυνσιν των διαδηλωτών (οράτε κατάθεσιν υπ’ αριθ. 49). Και καθ’ όλην όμως την εντός της πόλεως διαδρομήν των αρμάτων ρίπτονται πυροβολισμοί εξ αυτών. «Διεπίστωσα μετ’ εκπλήξεως – καταθέτει ο τότε Διευθυντής της Αστυνομίας – ότι τα άρματα ήσαν ουχί 2 ή 3 αλλά ευάριθμα. Μερικά τούτων εκινήθησαν επί των πέριξ του Πολυτεχνείου οδών, έρριπτον δε ριπάς πολυβόλων. Τελικώς παρετάχθησαν προ του Πολυτεχνείου με ανημμένους τους προβολείς και τα πολυβόλα εστραμμένα προς το Πολυτεχνείον. Ερρίπτοντο παρ’ αυτών εκφοβιστικαί βολαί. Επλησίασα Αξιωματικόν και του είπον ότι ο πυροβολισμός είναι επικίνδυνος δια τους εις τας παρυφάς του Λυκαβηττού και του λόφου Στρέφη κατοικούντας. Μου απήντησε: «Μην ανησυχείς είναι άσφαιρα». Ο ίδιος όμως ακολούθως επείσθη εκ της αποκοπής ηλεκτροφόρων συρμάτων των τρόλεϊ, ότι ήσαν ένσφαιρα! (Οράτε κατάθεσίν του υπ’ αριθ. 84). Την 01.45 ώραν τα άρματα ενούνται εις τον προ του Πολυτεχνείου χωράν και αι μονάδες καταδρομών τοποθετούνται καταλλήλως. Οι ισχυροί προβολείς των αρμάτων καταυγάζουν ολόκληρον την περιοχήν του Πολυτεχνείου και οι εντός αυτού εγκλεισμένοι αναρτώνται επί των κιγκλιδωμάτων και χειροκροτούν τους στρατιώτας ρίπτοντες διάφορα συνθήματα, όπως «αδέλφια μας φαντάροι, είμαστε άοπλοι, μη μας χτυπάτε, κ.ά.». Και άρχονται οι αγωνιώδεις διαπραγματεύσεις. Εκπρόσωποι των σπουδαστών, μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής αυτών, προσέρχονται περί ώραν 02.30 εις την κεντρικήν πύλην του Πολυτεχνείου. Δηλούν ότι αποδέχονται την άμεσον και ειρηνικήν εκκένωσιν, υπό την εγγύησιν όμως και παρουσία εκπροσώπων της Εκκλησίας, της Δικαιοσύνης, των καθηγητών των, του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και του τύπου. Προσπαθούν να αποφύγουν την μετά βεβαιότητας αναμενομένην κακοποίησιν και επιζητούν να σωθούν. Οι όροι των όμως απορρίπτονται και ακολουθεί ημίωρον περίπου εκνευρισμού, απειλών, αγωνίας, φόβου και απογοητεύσεων. Κατά τον ίδιον χρόνον εις τον προ του Πολυτεχνείου χώρον, έμπροσθεν του ξενοδοχείου ΑΚΡΟΠΟΛ, ευρίσκονται ο Υποστράτηγος Διοικητής της ΣΔΑ, ο Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και ο Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών. Ουδείς όμως εκπρόσωπος της πνευματικής ηγεσίας του τόπου είναι παρών. Και οι εγκλεισμένοι, ατακτήσαντες έστω, νέοι αισθάνονται ανασφαλείς, διότι πάντας τους εκτεθέντος θεωρούν διώκτας και αντιπάλους των. Ήτο ανάγκη επομένως οίκοθεν να ληφθή παν μέτρον διασφαλίσεως της ειρηνικής και αναίμακτου εξόδου. Πέραν όμως και ανεξαρτήτως οιασδήποτε πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής δεοντολογίας ως εκ της φύσεως των εκδηλώσεων και της συμμετοχής νέων εις ταύτας, επεβάλλετο να τηρηθούν απαρεγκλίτως τα νόμιμα. Και ήσαν ταύτα τα υπό του Ν.Δ. 794 /1971 και του Β.Δ. 269 /1972 προσδιοριζόμενα: διάλυσις της παρανόμου ή εξελθούσης του σκοπού της δημοσίας συναθροίσεως υπό της Αστυνομίας δια της χρήσεως όλων των – κατ’ εκτίμησιν της καταστάσεως – προσφορών προς τον σκοπόν τούτον μέσων, παρουσία όμως και μετά γνώμην των εκπροσώπων της Διοικητικής και Δικαστικής Αρχής ήτοι του Νομάρχου και Εισαγγελέως Πρωτοδικών. Και τα νόμιμα ταύτα δεν ετηρήθησαν. Δι’ ο και επί του σημείου τούτου εζητήθησαν σαφείς διευκρινίσεις από τον έχοντα την κατά νόμον ευθύνην της αντιμετωπίσεως των γεγονότων τότε, Αστυνομικόν Διευθυντήν Αθηνών, όστις και κατέθεσεν τα ακόλουθα: «Επικείμενης της ενεργείας μας προς εκκένωσιν του Πολυτεχνείου, ητησάμην δια του ασύρματου την αποστολήν επιτόπου του Εισαγγελέως και του Νομάρχου. Έλαβα μετ’ ολίγον την απάντησιντου Κου Αρχηγού, ότι ούτοι δεν ανευρίσκονται και ότι οφείλω να ενεργήσω άνευ της παρουσίας αυτών. Τούτο ανέφερα και εις τον παριστάμενον Γενικόν Γραμματέα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως κ. Χαράλαμπον Παπαδόπουλον, ο οποίος προφορικώς μου έδωσε την εντολήν να ενεργήσω άνευ της παρουσίας των ειρημένων». Πλήρως όμως εβεβαιώθη ότι ο Εισαγγελεύς από ενωρίς ευρίσκετο εις τους τόπους των επεισοδίων και εις την Αστυνομικήν Διεύθυνσιν και ειδικώς ερωτηθείς υπήρξεν ανενδοιάστως και απεριφράοτως αντίθετος προς πάσαν σκέψιν παραβιάσεως του Πανεπιστημιακού ασύλου (οράτε συμπληρωματικήν κατάθεσιν Δασκαλοπούλου). Αι εντεύθεν προκύπτουσαι διαπιστώσεις και η κατά την αντιμετώπισιν των διαδηλωτών εν τω Υπουργείω Δημοσίας Τάξεως εφαρμοσθείσα τακτική, ως ανωτέρω αύτη λεπτομερώς εξετέθη, καταδεικνύουν σαφώς τας πολλαπλός παραβιάσεις του Νόμου και το κατά την αντιμετώπισιν των γεγονότων κράτησαν πνεύμα αυτοσχεδιασμού και αυθαιρεσίας. Διότι ο νόμος είναι σαφής και η απαιτουμένη υπ’ αυτού παρουσία του Νομάρχου και του Εισαγγελέως δεν είναι στοιχείον διακοσμητικόν, αλλ’ ενέχει σημασίαν ουσιαστικήν, εφ’ όσον «μετά γνώμην αυτών» διατάσσεται η διάλυσις της συναθροίσεως. Και δεν δύναται να υποστηριχθή ότι συνέτρεχαν προϋποθέσεις της παρ. γ του αρθρ. μόνου Β.Δ. 269 / 72, ήτοι ότι επρόκειτο περί περιστάσεως κατεπειγούσης και παρίστατο άμεσος κίνδυνος διασαλεύσεως της τάξεως, καθ’ ας επιτρέπεται η εν απουσία των ανωτέρω εκπροσώπων της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης ενέργεια. Διότι το τριήμερον των γεγονότων αφαιρεί εξ αυτών πάσαν έννοιαν κατεπείγοντος, τουθ’ όπερ και κατενοήθη υπό των υπευθύνων, δι’ ο και εκλήθη αρχικώς ο Εισαγγελεύς και ήτο δεδομένη, γνωστή σε τοις πάσιν, η κατά την διαδρομήν ταύτην παρουσία Εισαγγελέως. Αποδεικνύεται τούτο εκ των εκτεθέντων και πιστοποιείται εκ των ανταλλαγέντων σημάτων μετά του κέντρου αμέσου δράσεως της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αθηνών, καθ’ α περί ώραν 02.30 της 17-11-1973 ευρίσκετο εις τι σημείον του γύρωθεν χώρου Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών ως εκπρόσωπος του Εισαγγελέως. Εις τα εκτεθέντα προσθετέον εισέτι ότι η δοθείσα εντολή προς τον Διευθυντήν της Αστυνομίας παρά του Αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων και του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως είναι παρ’ νόμος και εντεύθεν δεν καλύπτει αυτόν, διότι κατά την ρητήν επιταγήν της παρ. δ’ της ως είρηται διατάξεως η μετά χρήσεως των όπλων, έστω και προς εκφοβισμόν, διάλυσις συναθροίσεων επικινδύνων δια την ζωήν και σωματικήν ακεραιότητα των συμμετεχόντων εις ταύτας, επιχειρείται πάντοτε και μόνον παρουσία και μετά γνώμην του Νομάρχου και του Εισαγγελέως, μη παρεχομένης εντεύθατης ευχέρειας ως κατά την παρ. γ’ της άνευ αυτών ενεργείας! Ταύτα, όμως, πάντα προϋπέθετον ειλικρίνειαν προθέσεων, μετά συνέσεως, ψυχραιμίας και υπευθυνότητας εκδηλουμένων. Και δυστυχώς δεν συνέτρεξαν αι στοιχειώδεις αύται προϋποθέσεις αλλά το όλον πρόβλημα αντιμετωπίσθη υπό μορφήν στρατιωτικής επιχειρήσεως, αι κρισιμώτεραι φάσεις της οποίας εκτυλίσσονται εν απουσία, ως μη έδει, των εκπροσώπων της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης και βεβαίως ου μόνον άνευ γνώμης αυτών, αλλά και παρά την ρητώς εκφραθείσαν αντίθετον γνώμη του Εισαγγελέως δια τον σεβασμόντου πανεπιστημιακού ασύλου. Ο επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων Αξιωματικός, αντί να προσφέρη την βοήθειάν του εις τον έχοντα την ευθύνην της όλης ενεργείας Διευθυντήν της Αστυνομίας Αθηνών, τον καταργεί και ενεργεί αυτοβούλως. Έκτοτε η Αστυνομία δεν έχει την πρωτοβουλίαν των κινήσεων, αλλ’ ακολουθεί και αι προβλέπουσαι και ρυθμίζουσαι το πρόβλημα της συνεργασίας στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας αγνοούνται και παραβιάζονται. Διότι κατά τας παρ. 121 και 128 του Κανονισμού της εν πόλεσιν Υπηρεσίας των Στρατευμάτων, τα μεν στρατεύματα τίθενται υπό τας διαταγάς ή εις την διάθεσιν του προϊσταμένου της Δημοσίας Ασφαλείας ή του Διοικητού Χωροφυλακής, έχοντος πλήρη την ευθύνην απέναντι της Διοικητικής Αρχής δια την λήψιν πάντων των ενδεικνυομένων μέτρων προς τήρησιν της τάξεως και πρόληψιν των ταραχών, η εκτίμησις δε της ανάγκης προσφυγής εις την χρήσιν των όπλων παρά των προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως προσεπικαλουμένων στρατευμάτων και η πρωτοβουλία της τοιαύτης ενόπλου επεμβάσεως, ανήκει εις την Διοικητικήν Αρχήν, αντιπρόσωπος της οποίας μεταβαίνει εις τον τόπον της συγκεντρώσεως. Και αποτέλεσμα της αυθαιρεσίας ταύτης υπήρξεν η αναστάτωσις, η σύγχυσις, η ανωμαλία και η εμφανής παρανομία, ως το σοβαρώς υπό της ερεύνης πιθανολογηθέν ότι Συνταγματάρχης του Στρατού εξετέλεσε εν ψυχρώ νέον ηλικίας 17 ετών έμπροσθεν του Πολυτεχνείου (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθ. 99 και 242 ένθα και τα στοιχεία ταυτότητος του Συνταγματάρχου αυτού).
Οδηγούμεθα ήδη ραγδαίως εις την λύσιν του δράματος. Περί το μεσονύκτιον της Παρασκευής, 16-11-73, αι μεν αστυνομικοί δυνάμεις έχουν αποκλείσει το οικοδομικόν τετράγωνον του Πολυτεχνείου δια της τοποθετήσεως ανδρών εις επίκαιρα σημεία προσβάσεων υπό τους Αστυνομικούς Διευθυντάς, ο δε στρατός ευρίσκεται ήδη εν κινήσει εγγύς του Πολυτεχνείου. Το τριήμερον των συνεχών συγκρούσεων και ο κάματος έχουν υπερφορτίσει μέχρις εκρηκτικότητας την ψυχολογίαν των συμμετεχόντων εις την επιχείρησιν αστυνομικών υπαλλήλων. Περί την 01.30 ώραν του Σαββάτου, 17-11-73, τα εκ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας κατερχόμενα άρματα εστάθμευσαν εις την πλατείαν Αιγύπτου, ενώ όγκος διαδηλωτών ευρίσκετο εις το ύψος των προ του ΟΤΕ κτισμάτων και καθ’ όλον το πλάτος της Λεωφόρου Πατησίων. Νεαρός Αξιωματικός αγνώστου ταυτότητος, κατελθών ενός των αρμάτων μετά του οπλοπολυβόλου του, τοποθετείται εις το μέσον της Πατησίων και υβρίζων πυροβολεί προς την κατεύθυνσιν των διαδηλωτών (οράτε κατάθεσιν υπ’ αριθ. 49). Και καθ’ όλην όμως την εντός της πόλεως διαδρομήν των αρμάτων ρίπτονται πυροβολισμοί εξ αυτών. «Διεπίστωσα μετ’ εκπλήξεως – καταθέτει ο τότε Διευθυντής της Αστυνομίας – ότι τα άρματα ήσαν ουχί 2 ή 3 αλλά ευάριθμα. Μερικά τούτων εκινήθησαν επί των πέριξ του Πολυτεχνείου οδών, έρριπτον δε ριπάς πολυβόλων. Τελικώς παρετάχθησαν προ του Πολυτεχνείου με ανημμένους τους προβολείς και τα πολυβόλα εστραμμένα προς το Πολυτεχνείον. Ερρίπτοντο παρ’ αυτών εκφοβιστικαί βολαί. Επλησίασα Αξιωματικόν και του είπον ότι ο πυροβολισμός είναι επικίνδυνος δια τους εις τας παρυφάς του Λυκαβηττού και του λόφου Στρέφη κατοικούντας. Μου απήντησε: «Μην ανησυχείς είναι άσφαιρα». Ο ίδιος όμως ακολούθως επείσθη εκ της αποκοπής ηλεκτροφόρων συρμάτων των τρόλεϊ, ότι ήσαν ένσφαιρα! (Οράτε κατάθεσίν του υπ’ αριθ. 84). Την 01.45 ώραν τα άρματα ενούνται εις τον προ του Πολυτεχνείου χωράν και αι μονάδες καταδρομών τοποθετούνται καταλλήλως. Οι ισχυροί προβολείς των αρμάτων καταυγάζουν ολόκληρον την περιοχήν του Πολυτεχνείου και οι εντός αυτού εγκλεισμένοι αναρτώνται επί των κιγκλιδωμάτων και χειροκροτούν τους στρατιώτας ρίπτοντες διάφορα συνθήματα, όπως «αδέλφια μας φαντάροι, είμαστε άοπλοι, μη μας χτυπάτε, κ.ά.». Και άρχονται οι αγωνιώδεις διαπραγματεύσεις. Εκπρόσωποι των σπουδαστών, μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής αυτών, προσέρχονται περί ώραν 02.30 εις την κεντρικήν πύλην του Πολυτεχνείου. Δηλούν ότι αποδέχονται την άμεσον και ειρηνικήν εκκένωσιν, υπό την εγγύησιν όμως και παρουσία εκπροσώπων της Εκκλησίας, της Δικαιοσύνης, των καθηγητών των, του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και του τύπου. Προσπαθούν να αποφύγουν την μετά βεβαιότητας αναμενομένην κακοποίησιν και επιζητούν να σωθούν. Οι όροι των όμως απορρίπτονται και ακολουθεί ημίωρον περίπου εκνευρισμού, απειλών, αγωνίας, φόβου και απογοητεύσεων. Κατά τον ίδιον χρόνον εις τον προ του Πολυτεχνείου χώρον, έμπροσθεν του ξενοδοχείου ΑΚΡΟΠΟΛ, ευρίσκονται ο Υποστράτηγος Διοικητής της ΣΔΑ, ο Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και ο Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών. Ουδείς όμως εκπρόσωπος της πνευματικής ηγεσίας του τόπου είναι παρών. Και οι εγκλεισμένοι, ατακτήσαντες έστω, νέοι αισθάνονται ανασφαλείς, διότι πάντας τους εκτεθέντος θεωρούν διώκτας και αντιπάλους των. Ήτο ανάγκη επομένως οίκοθεν να ληφθή παν μέτρον διασφαλίσεως της ειρηνικής και αναίμακτου εξόδου. Πέραν όμως και ανεξαρτήτως οιασδήποτε πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής δεοντολογίας ως εκ της φύσεως των εκδηλώσεων και της συμμετοχής νέων εις ταύτας, επεβάλλετο να τηρηθούν απαρεγκλίτως τα νόμιμα. Και ήσαν ταύτα τα υπό του Ν.Δ. 794 /1971 και του Β.Δ. 269 /1972 προσδιοριζόμενα: διάλυσις της παρανόμου ή εξελθούσης του σκοπού της δημοσίας συναθροίσεως υπό της Αστυνομίας δια της χρήσεως όλων των – κατ’ εκτίμησιν της καταστάσεως – προσφορών προς τον σκοπόν τούτον μέσων, παρουσία όμως και μετά γνώμην των εκπροσώπων της Διοικητικής και Δικαστικής Αρχής ήτοι του Νομάρχου και Εισαγγελέως Πρωτοδικών. Και τα νόμιμα ταύτα δεν ετηρήθησαν. Δι’ ο και επί του σημείου τούτου εζητήθησαν σαφείς διευκρινίσεις από τον έχοντα την κατά νόμον ευθύνην της αντιμετωπίσεως των γεγονότων τότε, Αστυνομικόν Διευθυντήν Αθηνών, όστις και κατέθεσεν τα ακόλουθα: «Επικείμενης της ενεργείας μας προς εκκένωσιν του Πολυτεχνείου, ητησάμην δια του ασύρματου την αποστολήν επιτόπου του Εισαγγελέως και του Νομάρχου. Έλαβα μετ’ ολίγον την απάντησιντου Κου Αρχηγού, ότι ούτοι δεν ανευρίσκονται και ότι οφείλω να ενεργήσω άνευ της παρουσίας αυτών. Τούτο ανέφερα και εις τον παριστάμενον Γενικόν Γραμματέα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως κ. Χαράλαμπον Παπαδόπουλον, ο οποίος προφορικώς μου έδωσε την εντολήν να ενεργήσω άνευ της παρουσίας των ειρημένων». Πλήρως όμως εβεβαιώθη ότι ο Εισαγγελεύς από ενωρίς ευρίσκετο εις τους τόπους των επεισοδίων και εις την Αστυνομικήν Διεύθυνσιν και ειδικώς ερωτηθείς υπήρξεν ανενδοιάστως και απεριφράοτως αντίθετος προς πάσαν σκέψιν παραβιάσεως του Πανεπιστημιακού ασύλου (οράτε συμπληρωματικήν κατάθεσιν Δασκαλοπούλου). Αι εντεύθεν προκύπτουσαι διαπιστώσεις και η κατά την αντιμετώπισιν των διαδηλωτών εν τω Υπουργείω Δημοσίας Τάξεως εφαρμοσθείσα τακτική, ως ανωτέρω αύτη λεπτομερώς εξετέθη, καταδεικνύουν σαφώς τας πολλαπλός παραβιάσεις του Νόμου και το κατά την αντιμετώπισιν των γεγονότων κράτησαν πνεύμα αυτοσχεδιασμού και αυθαιρεσίας. Διότι ο νόμος είναι σαφής και η απαιτουμένη υπ’ αυτού παρουσία του Νομάρχου και του Εισαγγελέως δεν είναι στοιχείον διακοσμητικόν, αλλ’ ενέχει σημασίαν ουσιαστικήν, εφ’ όσον «μετά γνώμην αυτών» διατάσσεται η διάλυσις της συναθροίσεως. Και δεν δύναται να υποστηριχθή ότι συνέτρεχαν προϋποθέσεις της παρ. γ του αρθρ. μόνου Β.Δ. 269 / 72, ήτοι ότι επρόκειτο περί περιστάσεως κατεπειγούσης και παρίστατο άμεσος κίνδυνος διασαλεύσεως της τάξεως, καθ’ ας επιτρέπεται η εν απουσία των ανωτέρω εκπροσώπων της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης ενέργεια. Διότι το τριήμερον των γεγονότων αφαιρεί εξ αυτών πάσαν έννοιαν κατεπείγοντος, τουθ’ όπερ και κατενοήθη υπό των υπευθύνων, δι’ ο και εκλήθη αρχικώς ο Εισαγγελεύς και ήτο δεδομένη, γνωστή σε τοις πάσιν, η κατά την διαδρομήν ταύτην παρουσία Εισαγγελέως. Αποδεικνύεται τούτο εκ των εκτεθέντων και πιστοποιείται εκ των ανταλλαγέντων σημάτων μετά του κέντρου αμέσου δράσεως της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αθηνών, καθ’ α περί ώραν 02.30 της 17-11-1973 ευρίσκετο εις τι σημείον του γύρωθεν χώρου Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών ως εκπρόσωπος του Εισαγγελέως. Εις τα εκτεθέντα προσθετέον εισέτι ότι η δοθείσα εντολή προς τον Διευθυντήν της Αστυνομίας παρά του Αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων και του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως είναι παρ’ νόμος και εντεύθεν δεν καλύπτει αυτόν, διότι κατά την ρητήν επιταγήν της παρ. δ’ της ως είρηται διατάξεως η μετά χρήσεως των όπλων, έστω και προς εκφοβισμόν, διάλυσις συναθροίσεων επικινδύνων δια την ζωήν και σωματικήν ακεραιότητα των συμμετεχόντων εις ταύτας, επιχειρείται πάντοτε και μόνον παρουσία και μετά γνώμην του Νομάρχου και του Εισαγγελέως, μη παρεχομένης εντεύθατης ευχέρειας ως κατά την παρ. γ’ της άνευ αυτών ενεργείας! Ταύτα, όμως, πάντα προϋπέθετον ειλικρίνειαν προθέσεων, μετά συνέσεως, ψυχραιμίας και υπευθυνότητας εκδηλουμένων. Και δυστυχώς δεν συνέτρεξαν αι στοιχειώδεις αύται προϋποθέσεις αλλά το όλον πρόβλημα αντιμετωπίσθη υπό μορφήν στρατιωτικής επιχειρήσεως, αι κρισιμώτεραι φάσεις της οποίας εκτυλίσσονται εν απουσία, ως μη έδει, των εκπροσώπων της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης και βεβαίως ου μόνον άνευ γνώμης αυτών, αλλά και παρά την ρητώς εκφραθείσαν αντίθετον γνώμη του Εισαγγελέως δια τον σεβασμόντου πανεπιστημιακού ασύλου. Ο επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων Αξιωματικός, αντί να προσφέρη την βοήθειάν του εις τον έχοντα την ευθύνην της όλης ενεργείας Διευθυντήν της Αστυνομίας Αθηνών, τον καταργεί και ενεργεί αυτοβούλως. Έκτοτε η Αστυνομία δεν έχει την πρωτοβουλίαν των κινήσεων, αλλ’ ακολουθεί και αι προβλέπουσαι και ρυθμίζουσαι το πρόβλημα της συνεργασίας στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας αγνοούνται και παραβιάζονται. Διότι κατά τας παρ. 121 και 128 του Κανονισμού της εν πόλεσιν Υπηρεσίας των Στρατευμάτων, τα μεν στρατεύματα τίθενται υπό τας διαταγάς ή εις την διάθεσιν του προϊσταμένου της Δημοσίας Ασφαλείας ή του Διοικητού Χωροφυλακής, έχοντος πλήρη την ευθύνην απέναντι της Διοικητικής Αρχής δια την λήψιν πάντων των ενδεικνυομένων μέτρων προς τήρησιν της τάξεως και πρόληψιν των ταραχών, η εκτίμησις δε της ανάγκης προσφυγής εις την χρήσιν των όπλων παρά των προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως προσεπικαλουμένων στρατευμάτων και η πρωτοβουλία της τοιαύτης ενόπλου επεμβάσεως, ανήκει εις την Διοικητικήν Αρχήν, αντιπρόσωπος της οποίας μεταβαίνει εις τον τόπον της συγκεντρώσεως. Και αποτέλεσμα της αυθαιρεσίας ταύτης υπήρξεν η αναστάτωσις, η σύγχυσις, η ανωμαλία και η εμφανής παρανομία, ως το σοβαρώς υπό της ερεύνης πιθανολογηθέν ότι Συνταγματάρχης του Στρατού εξετέλεσε εν ψυχρώ νέον ηλικίας 17 ετών έμπροσθεν του Πολυτεχνείου (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθ. 99 και 242 ένθα και τα στοιχεία ταυτότητος του Συνταγματάρχου αυτού).
Την 02.43 ώραν τάσσεται μικρά, ίσως 15λεπτος, προθεσμία εις τους σπουδαστάς δια να εξέλθουν. Μερικοί εκ των εγκλείστων ήρχισαν να απασφαλίζουν την είσοδον και τελικώς το επέτυχαν. Εδυσχεραίνετο όμως η έξοδος διότι όπισθεν της πύλης είχεν τοποθετηθή και ευρίσκετο αυτοκίνητον Μερσεντές. Και ενώ η μεν πρόθεσις των εγκλείστων προς έξοδον είχε καταστή εμφανής, προσπάθεια δε κατεβάλλετο δια την απομάκρυνσιν του φράσσοντας την πύλην αυτοκινήτου, ανυπόμονος Ίλαρχος, αυτόθι ιστάμενος, απώλεσε την ψυχραιμίαν του και εν οργή ανεφώνησεν: «Τσογλάνια ρεζιλεύετε το στράτευμα…» και αμέσως έδωσε την διαταγήν της εισόδου (οράτε κατάθεσιν του τότε Διευθυντού της Αστυνομίας – υπ’ αριθ. 84). Το άρμα εκινήθη μετά δυνάμεως, συνεκλόνισε την πύλην, κατέστρεψε τους μαρμάρινους κίονας της εισόδου, συνέτριψε και κατέρριψε την εξώθυραν και ακολούθως κυριολεκτικώς ισοπέδωσεν το προεκτεθέν αυτοκίνητον, εισελθόν εις βάθος 10 περίπου μέτρων εντός του προαυλίου του Πολυτεχνείου. Δημοσιογράφος, επί ενός των κιόνων ευρισκόμενος, κατεκρημνίσθη μετ’ αυτού εις το έδαφος, τραυματισθείς ελαφρώς (κατάθεσις υπ’ αριθ. 172), νεαρός σπουδαστής επί των κιγλιδωμάτων της πύλης ιστάμενος εκτινάσσεται, άγνωστον που ενώ σιδηρούν αντικείμενον συνθλίβει τους πόδας νεαράς σπουδάστριας (κατάθεσις υπ’ αριθ. 83). Και εις το αγωνιώδες ερώτημα περί του εάν συνεθλίβησαν ή ετραυματίσθησαν άνθρωποι εκ της εισόδου του άρματος διάφορα και αντίθετα προέκυψαν εκ της ερεύνης στοιχεία. Οι παριστάμενοι τότε επικεφαλής των δυνάμεων, στρατιωτικών και αστυνομικών, αρνητικήν, μετά κατηγορηματικότητος μάλιστα, δίδουν εις το ερώτημα τούτο απάντησιν (οράτε καταθέσεις), έτερος όμως αυτόπτης, δημοσιογράφος αυτός, καταθέτει τα εξής: «Προσποιούμενος τον αδιάφορον ρώτησα έναν αστυνομικόν: Τι έγινε; Πατήσαμε πολλούς; Μου απήντησε: Δεν βαριέσει μόνον δύο – τρεις αλήτες». Και εις έτερον σημείον της καταθέσεως του προσθέτει: «Καθώς προχωρούσα σαστισμένος, λίγο έλειψε να σκοντάψω πάνω σε ένα σώμα που ήταν πεσμένο δίπλα από την Μερσεντές. Δύο μέτρα πιο πέρα ήταν πεσμένος άλλος ένας φοιτητής» (Κατάθεσις υπ’ αριθ. 218 και 81 και 82). Αι τελευταίοι αύται καταθέσεις έχουν βεβαίως υπέρ αυτών την λογικότητα των πραγμάτων, όταν ληφθή υπ’ όψιν, ότι το άρμα εκινήθη αιφνιδίως και μετά δυνάμεως, καθ’ ον χρόνον συνεχίζοντα αι διαπραγματεύσεις και πλήθος σπουδαστών ευρίσκοντο επί των κιγκλιδωμάτων ή όπισθεν αυτών και εν επαφή σχεδόν προς την πύλην. Παραμένει, όμως, μόνον λίαν πιθανή και ανεπιβεβαίωτος. Ομάς Αξιωματικών και άνδρες της δυνάμεως καταδρομών, ακολουθούντες το άρμα εισέρχονται εις το Πολυτεχνείον πυροβολούντες. Έντρομοι και εμβρόντητοι οι οπουδασταί κυριεύονται από την ενώπιον του εσχάτου κινδύνου φοβεράν αγωνίαν. Και άρχεται ακολούθως η έξοδος. Οι εγγύς της κατακρημνησθείσης πύλης ευρισκόμενοι εξέρχονται πρώτοι. Οι περισσότεροι, όμως, πηδούν εκ των παραθύρων και των κιγκλιδωμάτων. Υπό την πίεσιν πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τμήμα των προς την οδόν Στουρνάρα κιγκλιδωμάτων. Και δια του δημιουργηθέντος ανοίγματος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά μάζας. Κατευθύνονται προς όλα τα σημεία, απομακρυνόμενοι. Νέον, όμως, δι’ αυτούς αρχίζει μαρτύριον. Ύβρεις κατ’ αυτών εκτοξεύονται και καταδιωκόμενοι βαναύσως κακοποιούνται. Πολλοί εκ των κατωτέρων Αστυνομικών Υπαλλήλων, ως ετονίσθη ήδη, είχον απολέσει την ψυχραιμίαν των. Εις μάτην οι Αρχηγός και Διευθυντής της Αστυνομίας διατάσσουν να μη προβαίνουν εις βιαίας εκδηλώσεις κατά των εξερχόμενων. Πολλοί Αξιωματικοί και στρατιώται παρεμβαίνουν προς προστασίαν των φοιτητών. Και υπήρξε πηγαία και βαθεία η ευγνωμοσύνη πολλών εξ αυτών προς τους αγνώστους σωτήρας των, ως εις τας καταθέσεις των τους αποκαλούν με συγκίνησιν. Έμπροσθεν με την πύλη του Πολυτεχνείου δημιουργείται διάδρομος υπό των στρατιωτών μέσω του οποίου διέρχονται οι εξερχόμενοι, κατευθυνόμενοι προς την οδόν Τοσίτσα, εντός δε του Πολυτεχνείου βοηθούν, προστατεύουν και εις τους ώμους των πολλούς αδυνάτους κρατούν δια να δυνηθούν να υπερπηδήσουν το υψηλόν κιγκλίδωμα. Και επεισόδια μεταξύ στρατιωτικών και αστυνομικών λαμβάνουν χωράν εν τη προσπάθεια των πρώτων να προστατεύσουν τους φοιτητάς από το διωκτικόν μένος των άλλων. Απομακρυνόμενοι, όμως, του Πολυτεχνείου αγωνιώδεις τους αναμένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους κτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τους κτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών (καταθέσεις υπ’ αριθ. 84α και 225), ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον (κατάθεσις υπ’ αριθ. 199). Εις την συμβολήν των οδών Πατησίων και Στουρνάρα άνδρες εν πολιτική περιβολή, κραδαίνοντες ρόπαλα, εξήλθον από ομάδα αυτόθι ευρισκομένων αστυνομικών και εκακοποίησαν σεβάσμιον καθηγητήν Πανεπιστημίου, την σύζυγόν του και νεαρόν σπουδαστήν διότι εξήρχοντο του Πολυτεχνείου, ένθα ο Καθηγητής – ιατρός και η σύζυγος του είχον μεταβή προς εκπλήρωσιν του ανθρωπιστικού και ιατρικού των καθήκοντος. Και οι ροπαλοφόροι ούτοι ήσαν άνδρες της ΕΣΑ εν πολιτική περιβολή (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθ. 30, αλλά και του τότε Διευθυντού της Αστυνομίας περί του ρόλου των ανδρών της ΕΣΑ γενικώτερον κατά τα επεισόδια της επταετίας και ειδικώτερον εις το Πολυτεχνείον). Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου Διευθυντού της Αστυνομίας να επιτελούν το φονικόν έργον των (στοιχείον προκύπτον έκτων μαγνητοταινιών και κατάθ. υπ’ αριθμ. 31), ενώ ομάδες ανεύθυνων και ανωνύμων «τραμπούκων» και επικινδύνων τρωκτικών της γαλήνης του τόπου εκδηλώνουν το εγκληματικόν μένος των κατά των ατυχών σπουδαστών που κατά μάζας εξέρχονται του Πολυτεχνείου. Και εις το πανδαιμόνιον τούτο της εξόδου των φωνών, των κραυγών, των οιμωγών, των καταδιώξεων και των πυροβολισμών έπεσαν οι περισσότεροι εκ του πλήθους των τραυματιών των αιματηρών αυτών γεγονότων. Ειδικώς δέον ενταύθα να σημειωθή ότι πολλά εκ των ριφθέντων βλημάτων ήσαν της κατηγορίας των εκρηκτικών τοιούτων ντουμ – ντουμ (κατάθ. υπ’ αριθ. 122). Τη εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων ενεργούνται ακολούθως συλλήψεις «των πρωταιτίων και υπεύθυνων». Και επειδή ήτο αδύνατον να επισημανθούν οι πρωταίτιοι και υπεύθυνοι ούτοι εις το πλήθος των εξερχόμενων συνελήφθησαν 866 άτομα και μετήχθησαν αρμοδίως! Τέλος η όλη επιχείρησις λήγει για της εν άσμασιν αποχωρήσεως των στρατιωτικών τμημάτων συντεταγμένων υπό τα χειροκροτήματα των αστυνομικών (κατάθεσις υπ’ αρ. 224 και 227). Μετά τινας ώρας κηρύσσεται ο στρατιωτικός νόμος και νέον ανοίγει κεφάλαιον δολοφονιών και αιμάτων. Αστυνομικοί πυροβολούν εν ψυχρώ ανύποπτους διαβάτας, ενώ τα επί των κεντρικών αρτηριών των Αθηνών κινούμενα άρματα μάχης σκορπίζουν τον θάνατον. Οι επ’ αυτών πυροβοληταί ασκούνται εις την σκοποβολήν επί κινουμένων ανθρωπίνων στόχων. Πυροβολούντες κατά τρόπον σκληρόν και ανάγλητον. Οι επί του κτιρίου του ΟΤΕ, της οδού Πατησίων, εγκατεστημένοι στρατιώται πυροβολούν, προς πάσαν κατεύθυνσιν και δύο (2) τουλάχιστον νεκροί συγκαταλέγονται μεταξύ των θυμάτων των (οράτε κατωτέρω ειδικόν κεφάλαιον). Νεαρός Ανθυπίλαρχος, εις τα ανωτέρω περιπολίας των αρμάτων συμμετασχών, εκόμπαζε μεταξύ των συναδέλφων του Αξιωματικών, διότι «πολλούς εγάζωσε και μια κοπέλα την έκοψε στη μέση»! Τα στοιχεία ταυτότητος του Αξιωματικού τούτου βεβαιούνται πλήρως υπό της παρούσης ερεύνης (Κατάθ. υπ’ αριθ. 241 και 242). Και όμως οι υπεύθυνοι, τότε, ηγέται του στρατεύματος ουδέν ήκουσαν και τεθέντες κατά την έρευναν προ της τραγικότητος των γεγονότων εξέφρασαν την έκπληξίν των και την οδύνην των. Δείγμα μικρόν της κρατούσης κατά έκπληξίν των και την οδύνην των. Δείγμα μικρόν της κρατούσης κατά τας φοβέρας εκείνος στιγμάς καταστάσεως αυθαιρεσίας και ανευθυνότητος αντλείται εκ της καταθέσεως του Αστυνομικού Διευθυντού Αθηνών.
Υποστηρίζονται ούτω υπ’ αυτού, πλην άλλων και τα εξής: «Την 19ην ώραν της Κυριακής 18-11-1973 εκλήθην εις την ΑΣΔΕΝ, ίνα μετάσχω συσκέψεως. Με συνώδευσεν ο Αστυνομικός Διευθυντής Καραθανάσης. Συνεκεντρώθημεν περί τους 15 Αξιωματικοί Αστυνομίας και Στρατού. Παρευρέθησαν και οι επί κεφαλής στρατιωτικών μονάδων, εκ των διατεθέντων εις το Πολυτεχνείον. Της συσκέψεως προήδρευσεν ο Στρατηγός Μαυροειδής. Προ πάσης συζητήσεως ηγέρθην και διεμαρτυρήθην εντόνως δια τους άσκοπους πυροβολισμούς, ειπών ότι είναι απαράδεκτον να πυροβολούν τα τανκς στο γάμο του Καραγκιόζη και να σκοτώνεται ο κόσμος. Ο Στρατηγός εθύμωσεν με την διατύπωσίν μου και με παρετήρησεν αυστηρά, προσθέσας ότι δεν είναι αληθής ο ισχυρισμός μου και ότι έχει δώσει εντολήν και έχουν σταματήσει οι άσκοποι πυροβολισμοί. Την στιγμή εκείνην ηκούσθη ριπή πολυβόλου πλησίον μας εις την περιοχή Πλάκας. Τον ηρώτησα με σχετικήν αυθάδειαν «αυτό τι είναι Στρατηγέ»;. Έγινε ωχρός και διέταξεν άμεσον έρευναν. Διεπιστώθη ότι είχεν πυροβολήσει Ανθυπολοχαγός. Επείσθην ότι άλλα διέτασσεν ο Στρατηγός και άλλα εποίουν οι υπό τας διαταγάς του»! Ως απίθανα εμφανίζονται και είναι τω όντι απίστευτα, αλλά κατά τρόπον αναμφισβήτητον βεβαιούνται και πλήρως αποδεικνύονται! Ήσαν πολλά ομοίως τα θύματα του Σαββάτου, 17-11-1973 και της Κυριακής 18-11-1973. Το πλήθος των ληφθεισών μαρτυρικών καταθέσεων και τα συλλεγέντα έγγραφα στοιχεία παρέχουν την πλήρη επί του προκειμένου απόδειξιν. Τας αμέσως επομένως ημέρας συνελήφθησαν ο Πρύτανις του Πολυτεχνείου Κωνσταντίνος Κονοφάγος και οι καθηγηταί: Σκουληκίδης, Βέης, Κουμούτσος και Σακελλαρίδης, επί μακρόν στερηθέντες της ελευθερίας των εις τα κρατητήρια της ΕΣΑ και εις μαρτύρια υποβληθέντες. Ανεξαρτήτως ήδη της εκτάσεως των συγκεκριμένων ζημιογόνων αποτελεσμάτων εκ της εκτεθείσης συμπεριφοράς στρατιωτικών και αστυνομικών, δέον ιδιαιτέρως εν τω σημείω τούτω να τονισθή ότι ο επιλεγείς και εφαρμοσθείς τρόπος ενεργείας εν τη εκτελέσει της εντολής ούτε ψυχολογικόν εκφοβισμόν συνιστά, ούτε υπακοήν εις δοθείσης, δήθεν, αυστηρός διαταγάς δια μη πυροβολισμούς υποδηλοί. Και ανά μέσον του πλήθους των αντιφάσεων, αντιθέσεων και παλινωδών περί την αντιμετώπισιν του προβλήματος αγωνιώδες, αλλά και αμείλικτον ορθούται εις την ψυχήν παντός – όντος ανθρώπου – το ερώτημα: Ποία, τέλος, πάντων, ήτο η θέσις των τότε κρατούντων έναντι της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου; Διότι η πρόθεσις της ικανοποιήσεως των φοιτητικών αιτημάτων, περί ης ωμίλουν, είναι αντίθετος προς την απαγόρευσιν των φοιτητικών αρχαιρεσιών ή τις επηκολουθήσασαν απηνή καταδίωξιν. Η απαγόρευσις παντός πυροβολισμού, ως θεωρητική εντολή, εμυκτηρίσθη δεινώς από το όργιον των ριπτομένων βολών. Ο σεβασμός του Πανεπιστημιακού ασύλου, υπέρ ου οι πάντες εκόπτοντο, εξηυτελίσθη υπό τας ερπύστριας του παραβιάσαντος τας πύλας του Πολυτεχνείου άρματος μάχης. Η περί κινήσεως τριών ή τεσσάρων μόνον αρμάτων δήθεν εντολή του τότε πανίσχυρου Δικτάτορας κατεπνίγη εις τον ορυμαγδόν του πλήθους των κατελθόντων εις το Πολυτεχνείον αρμάτων. Ο επιδιωκόμενος δήθεν ψυχολογικός επηρεασμός μετεβλήθη εις οιονεί στρατιωτικήν επιχείρησιν εις βάρος αόπλων, η προστασία των εξερχόμενων του Πολυτεχνείου σπουδαστών δεν συμβιβάζεται με τας καταξιώσεις, τους προπηλακισμούς, τους εξευτελισμούς, τας κακοποιήσεις και το όργιον των συλλήψεων. Ο σεβασμός της αυτοτέλειας των Ανωτάτων Πνευματικών Ιδρυμάτων δια της συλλήψεως και του βασανισμού Ακαδημαϊκών Διδασκάλων, η διατυμπανισθείσα, τέλος, με πολλήν αυταρέσκειαν, αναίμακτος επιχείρησις κατεκλύσθη από το αίμα των αθώων θυμάτων της. Διατί λοιπόν πάντα ταύτα; Διότι το τότε καθεστώς και αι όπισθεν αυτού κρυπτόμεναι τάσεις επεδίωκαν μόνον να διατηρήσουν, αντί πάσης θυσίας, την εξουσίαν οι μεν, ή να επιβούν ταύτης οι δε και εμφανώς ηδιαφόρουν δια την τύχην των φοιτητών! Και τις πταίει; Πάντες αι εξαπολύσαντες τας δυνάμεις αυτάς του ολέθρου και εμπνεύσαντες την πολιτικοποίησιν της κινήσεως, οργανώσαντες ή εκμεταλλευθέντες την όλην επιχείρησιν εμφανείς ή αφανείς δράσται, περί ων, όμως, κατωτέρω.
II. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Α. ΝΕΚΡΟΙ:
Βαρύς υπήρξεν ο φόρος του αίματος εις νεκρούς και τραυματίας ο καταβληθείς δια την καταστολήν δια την καταστολήν της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου. Και των μεν τραυματιών τον αριθμόν, ήγγισε, μετά βεβαιότητας μάλλον, η έρευνα. Ανεξιχνίαστος, όμως, παραμένει εισέτι ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Σύντονοι κατεβλήθησαν προς την κατεύθυσιν ταύτην προοπάθειαι και πέραν των αμέσως η εμμέσως περιερχομένων εις γνώσιν μου έκκλησις δια του Τύπου δημοσία διετυπώθη, όπως καταγγελθώσιν ή αναφερθώσι περιπτώσεις θανάτων ή και εξαφανίσεων ατόμων συνεπεία των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Και είναι αληθές ότι ουδέν περιοτατικόν κατηγγέλθη. Δεν αντλείται, όμως εντεύθεν απόδειξις περί ανυπαρξίας τοιούτων. Διότι κατά τη διαδρομήν της ερεύνης εβεβαιώθησαν ή και απλώς επιθανολογήθησαν περιστατικά εδραιούντα παρ’ εμοί την πεποίθησιν ότι οι νεκροί εκ των γεγονότων του Πολυτεχνείου υπήρξαν περισσότεροι των επισήμως ανακοινωθέντων. Δι’ ο και κατανοώ τα ελατήρια της σιωπής των παθόντων.
Βαρύς υπήρξεν ο φόρος του αίματος εις νεκρούς και τραυματίας ο καταβληθείς δια την καταστολήν δια την καταστολήν της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου. Και των μεν τραυματιών τον αριθμόν, ήγγισε, μετά βεβαιότητας μάλλον, η έρευνα. Ανεξιχνίαστος, όμως, παραμένει εισέτι ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Σύντονοι κατεβλήθησαν προς την κατεύθυσιν ταύτην προοπάθειαι και πέραν των αμέσως η εμμέσως περιερχομένων εις γνώσιν μου έκκλησις δια του Τύπου δημοσία διετυπώθη, όπως καταγγελθώσιν ή αναφερθώσι περιπτώσεις θανάτων ή και εξαφανίσεων ατόμων συνεπεία των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Και είναι αληθές ότι ουδέν περιοτατικόν κατηγγέλθη. Δεν αντλείται, όμως εντεύθεν απόδειξις περί ανυπαρξίας τοιούτων. Διότι κατά τη διαδρομήν της ερεύνης εβεβαιώθησαν ή και απλώς επιθανολογήθησαν περιστατικά εδραιούντα παρ’ εμοί την πεποίθησιν ότι οι νεκροί εκ των γεγονότων του Πολυτεχνείου υπήρξαν περισσότεροι των επισήμως ανακοινωθέντων. Δι’ ο και κατανοώ τα ελατήρια της σιωπής των παθόντων.
Περί πάντων τούτων, όμως, αναλυτικώτερον, ως ακολούθως, αφού προηγουμένως τονισθεί ότι ουδείς απολύτως εκ των σπουδαστών του Πολυτεχνείου εφονεύθη κατά το ανωτέρω τριήμερον (οράτε υπ’ αριθμ. 33437 /11.10.74 έγγραφον της Συγκλήτου του Πολυτεχνείου προς υμάς).
α) Επισήμως ανακοινωθέντες νεκροί είναι οι ακόλουθοι:
1. Διομήδης Ιωάννου Κομνηνός, ετών 17, μαθητής. Εφονεύθη έξωθιτου Πολυτεχνείου περί ώρα 22.15′ της 16.11.73. Βασίμως πιθανολογείται ότι δράστης του φόνου τούτου είναι ο προεκτεθείς Συνταγματάρχης.
1. Διομήδης Ιωάννου Κομνηνός, ετών 17, μαθητής. Εφονεύθη έξωθιτου Πολυτεχνείου περί ώρα 22.15′ της 16.11.73. Βασίμως πιθανολογείται ότι δράστης του φόνου τούτου είναι ο προεκτεθείς Συνταγματάρχης.
2. Βασίλειος Παναγιώτου Φαμέλλος, ετών 26. Εφονεύθη εγγύς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως περί ώρα 22.30′ της 16.11.73, βληθείς προφανώς υπό τίνος των εκ του υπουργείου πυροβολούντων.
3. Toril Engelend, σπουδάστρια, Νορβηγίς. Εφονεύθη εις την πλατείαν Αιγύπτου περί ώρα 23.30′της 16.11.1973 παρ’ αγνώστου δράστου.
4. Γεώργιος Ανδρέου Σαμούρης, σπουδαστής, ετών 22. Εφονεύθη υπ’ αγνώστου εις άγνωστον σημείον εξ επαφής περί το μεσονύκτιον της 16.11.1973 και το πτώμα του μετεφέρθη και απερρίφθη εις την διασταύρωσιν των οδών Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων (Κατάθεσις υπ’ αριθμ. 137).
5. Αλέξανδρος Ευστρατίου Σπαρτίδης, ετών 16, μαθητής. Εφονεύθη επί της οδού Κότσικα (παρόδου Πατησίων) την 10.20 ώραν της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.
6. Μάρκος Δημητρίου Καραμάνης, ετών 23. Εφονεύθη ευρισκόμενος εις την επί της οδού Πατησίων και Αιγύπτου 1 πολυκατοικίαν την 10.30 ώραν της 17.11.1973, βληθείς ομοίως υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.
7. Βασίλειος Καράκας, Τούρκος υπήκοος, ετών 43. Εφονεύθη εις την πλατείαν Αιγύπτου περί ώραν 13.00′ της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος μάχης.
8. Δημήτριος Θεοφ. Θεοδώρας, ετών 6. Εφονεύθη επί της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας Ζωγράφου περί ώραν 13.30 της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιώτου ευρισκομένου έμπροσθεν του Ναού του Αγίου Θεράποντος.
9. Βασιλική Φωτίου Μπεκιάρη, ετών 17. Εφονεύθη ευρισκομένη εις την ταράτσα της επί της οδού Μεταγένους 8 – Νέος Κόσμος οικίας της περί ώρα 12.30′ της 17.11.1973, δεχθείσα εις την κεφαλήν της βλήμα αδέσποτον άρματος.
10. Γεώργιος Αλεξάνδρου Γεριτσίδης, ετών 48, εφοριακός υπάλληλος. Εφονεύθη ευρισκόμενος εν Ν. Λιοσίοις προς εκτέλεσιν υπηρεσίας περί ώραν 12.15′ της 17.11.1973 δεχθείς ομοίως βλήμα αδέσποτον άρματος μάχης εις την κεφαλήν.
11. Νικόλαος Πέτρου Μαρκουλής, ετών 25. Εφονεύθη παρά την πλατείαν Βάθης περί ώραν 11.00′της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος μάχης.
12. Στυλιανός Αγαμ. Καραγεώργης, ετών 19, εργάτης. Ετραυματίσθη θανασίμως επί της οδού Πατησίων, έμπροσθεν του κινηματογράφου ΕΛΛΗΝΙΣ, περί ώρα 10.00′της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος και απεβίωσεν εις το ΚΑΤ την 30.11.1973.
13. Ανδρέας Στεργίου Κουμπος, ετών 63. Ετραυματίσθη σοβαρώς διερχόμενος την οδό Καποδιστρίου περί ώρα 14.00′ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος και απεβίωσε την 30.1.1974.
14. Μιχαήλ Δημήτριου Μυρογιάννης, ετών 20. Εφονεύθη εις την διασταύρωσιν των οδών Πατησίων και Στουρνάρα περί ώραν 13.30′ της 18.11.73, βληθείς δια περιστρόφου εις την κεφαλήν και
15. Κυριάκος Δημητρίου Παντελάκης, ετών 45, δικηγόρος. Ετραυματίσθη σοβαρώς επί της οδού Γλάδστωνος περί ώραν 12.40′ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου επί της οδού Πατησίων άρματος και απεβίωσεν την 18.12.1973.
β) Νεκροί πλήρως βεβαιωθέντες:
1. Σπύρος Κοντομάρης, δικηγόρος. Απεβίωσεν τας απογευματινός ώρας της 16.11.73 ευρισκόμενος επί της οδού Γεωργίου Σταύρου, συνέπεια θανατηφόρου επενέργειας των ριπτομένων υπό της αστυνομίας αερίων (κατάθ. υπ’ αριθμ. 93).
1. Σπύρος Κοντομάρης, δικηγόρος. Απεβίωσεν τας απογευματινός ώρας της 16.11.73 ευρισκόμενος επί της οδού Γεωργίου Σταύρου, συνέπεια θανατηφόρου επενέργειας των ριπτομένων υπό της αστυνομίας αερίων (κατάθ. υπ’ αριθμ. 93).
2. Αικατερίνη Αργυροπούλου, ετών 75. Ετραυματίσθη σοβαρώς ενώ ευρίσκετο εις την εν Αγ. Αναργύροις οικίαν της περί ώραν 11.00′ της 17.11.1973, δεχθείσα αδέσποτον βλήμα άρματος και απεβίωσεν κατά μήνα Μάιον 1974 και
3. Δημήτριος Παπαϊωάννου, ετών 60, ιδιωτικός υπάλληλος. Απεβίωσεν την μεσημβρίαν της 17.11.1973 εκ προσφάτου εμφράγματος του μυοκαρδίου κατά την ιατροδικαστικήν έκθεσιν σοβαρώς όμως, υπό της συζύγου του αμφισβητούμενης και υποστηριζούοης ότι ο σύζυγος της απεβίωσεν είτε βληθείς δι’ όπλου, είτε υποστάς συγκοπήν εκ των ριπτομένων αερίων, καταθεσάσης δε ότι μόνον εις το Νεκροταφείον της επετράπη να πλησιάσει απλώς και να ατενίσει το πρόσωπον του νεκρού συζύγου της.
γ) Νεκροί βασίμως προκύπτοντες:
1. Ο ιατρός – χειρουργός Γεώργιος Γρηγοριάδης, μετά λόγου γνώσεως καταθέτει ότι ο ίδιος προσωπικώς αντελήφθη και διεπίστωσεν ιατρικώς τον θάνατον (2) δύο αγνώστων νέων, πληγέντων: Του μεν ενός εις την πλατείαν Βικτωρίας περί ώραν 11.00′ της 17.11.1973 δια βλήματος περιστρόφου υπό Ανθυπασπιστού της Χωροφυλακής ριφθέντος, του δε ετέρου εις την οδόν Γ Σεπτεμβρίου περί ώραν 12.00′ της 18.11.1973 δια βλήματος διερχομένου άρματος (κατάθ. υπ’ αριθμ. 25).
1. Ο ιατρός – χειρουργός Γεώργιος Γρηγοριάδης, μετά λόγου γνώσεως καταθέτει ότι ο ίδιος προσωπικώς αντελήφθη και διεπίστωσεν ιατρικώς τον θάνατον (2) δύο αγνώστων νέων, πληγέντων: Του μεν ενός εις την πλατείαν Βικτωρίας περί ώραν 11.00′ της 17.11.1973 δια βλήματος περιστρόφου υπό Ανθυπασπιστού της Χωροφυλακής ριφθέντος, του δε ετέρου εις την οδόν Γ Σεπτεμβρίου περί ώραν 12.00′ της 18.11.1973 δια βλήματος διερχομένου άρματος (κατάθ. υπ’ αριθμ. 25).
2. Η μάρτυς Παναγ. Παπακυριακού καταθέτει περί θανάσιμου τραυματισμού μικράς κορασίδος, ηλικίας 9 περίπου ετών, εις την γωνίαν των οδών Πατησίων και Κλωναρίδου περί ώραν 14.00 της 17.1.1.1973 εκ βλημάτων διερχομένου άρματος, εξ ων και η ιδία ετραυματίσθη βαρύτατα (κατάθ. υπ’ αριθμ. 168).
3. Ο φοιτητής Λεωνίδας Ανωμερίτης, καταθέτει περί θανάσιμου τραυματισμού νεαράς μαθήτριας, εντός του χώρου του Πολυτεχνείου ευρισκόμενης, περί ώρα 11.45′ της 16.11.1973, δια βλήματος ριφθέντος εκ του εκτός του Πολυτεχνείου χώρου (κατάθ. υπ. αριθμ. 32).
4. Ο Φαρμακοποιός Αλέξανδρος Παναγόπουλος καταθέτει ότι, ότε προ του μεσονυχτίου της Παρασκευής 16.11.1973, επεσκέφθη μετά της συζύγου του το Πολυτεχνείον προς παροχήν υπηρεσιών εις τους τραυματίας και εισήλθεν εις το αυτόθι υπάρχον πρόχειρον ιατρείον, ιδίοις όμμασιν αντελήφθη την ύπαρξιν (3) τριών νεκρών και μιας γυναικός θανασίμως τραυματισθείσης, τα τραύματα των οποίων σαφώς περιγράφει. Προσθέτει δε ότι εκ μελών της Συντονιστικής Επιτροπής Φοιτητών έλαβε την πληροφορίαν ότι είχαν και οκτώ (8) εισέτι νεκρούς, τα πτώματα των οποίων είχον τοποθετηθεί και εφυλάσσοντο εις παρακείμενον χώρον ίνα μη υποπέσουν εις αντίληψιν των σπουδαστών και προκληθή πανικός (κατάθ. υπ’ αριθμ. 245).
5. Περί των ανωτέρω νεκρών σαφώς καταθέτουν και σπουδασταί, μέλη της Συντονιοτικής Επιτροπής, οι οποίοι και περιγράφουν με ενάργειαν τα τραύματα τα οποία έκαστος των νεκρών συναδέλφων των έφερεν (Οράτε καταθέσεις υπ’ αριθμ. 41,45 και 217). Και ναι μεν ο εις εκ των ανωτέρω μαρτύρων (217) καταθέτει και περί τα είκοσι δύο (22) πτωμάτων, άτινα ο ίδιος ούτος προσωπικώς αντελήφθη, περιστατικόν όπερ δεν επεβεβαιώθη, πλην σοβαροί διάτην αλήθειαν των κατατιθεμένων προκύπτουν ενδείξεις εκ της προεκτεθείσης καταθέσεως Αλέξ. Παναγοπούλου, όστις και αναφέρει ότι αντελήφθη θάλαμον υπό του περιβόητου Πίμπα – πράκτορας της ΚΥΠ (κατάθ. υπ’ αριθμ. 29 και 176 μετά μαγνητοταινίας) – φρουρούμενον, εις ον υπήρχον άνθρωποι δήθεν κοιμώμενοι, ων, όμως, η στάσις και η όλη εμφάνισις εις πολλάς τον ανωτέρω μάρτυρα ενέβαλεν υποψίας (οράτε κατάθεσιν). Ανακήπτει βεβαίως το ερώτημα τι εγένοντο οι νεκροί αυτοί και σοβαρά δια τους αντιλέγοντας αντλούνται εντεύθεν επιχειρήματα. Όμως προσφέρουν ίσως απάντησιν τα υπό των φυλάκων του νεκροθαλάμου του Ρυθμιστικού Κέντρου Αθηνών κατατιθέμενα. Ο μεν Νικ. Νίκας καταθέτει ότι κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του μέχρι της 23.00′ ώρας της 16.11.1973 παρέλαβε και ετοποθέτησε εις τον νεκροθάλαμον επτά (7) πτώματα νέων ανδρών, ηλικίας 22-25 ετών, τα οποία δεν συνωδεύοντο από πιοτοποιητικόν θανάτου και κάρταν περί της ταυτότητος του νεκρού (κατάθ. υπ’ αριθμ. 80). Ο εκ του ανωτέρω παραλαβών ακολούθως υπηρεσίαν Ιωάννης Μάρας, καταθέτει ότι από της 23.00′ ώρας της 16.11.1973 μέχρι 7.00′ της 17.11.1973 παρέλαβεν και ετοποθέτησεν εις τον νεκροθάλαμον επτά (7) πτώματα, νέων ομοίως ανδρών, ηλικίας 20-35 ετών, έκτων οποίων τα τέσσερα (4) ήταν αγνώστου ταυτότητος (κατάθ. υπ’ αριθμ. 89). Και ούτω κατά την τραγικήν εκείνην νύχτα των γεγονότων, 16 προς 17 Νοεμβρίου 1973, ένδεκα (11) πτώματα αγνώστων νέων διακομίζονται εις το Ρυθμιστικόν Κέντρον Αθηνών, άτινα, όμως, πλην ενός (κατά τα επίσημα στοιχεία του Νοσοκομείου) ουδαμού εμφανίζονται, ούτε καταχωρίζονται! Και η ανυπαρξία επισήμων στοιχείων εν τω Νοσοκομείω δεν αποδεικνύει βεβαίως την ανυπαρξίαν πτωμάτων, διότι αι καταθέσεις είναι κατηγορηματικοί και σαφείς και πλήρως εκ της ερεύνης εβεβαιώθη ότι ουδεμία εγένετο επίσημος εγγραφή του πλήθους των εισαγομένων τότε τραυματιών εις το Γενικόν βιβλίον της πύλης. Μόνον οι αυτόθι ευρισκόμενοι αστυνομικοί εμερίμνων δια τα καθ’ εαυτούς περί τούτου και τα υπ’ αυτών συλλεγέντα στοιχεία, κατά το μάλλον ακριβή, μετά των εν συνεχεία εις τα βιβλία των κλινικών του Νοσοκομείου εγγραφών, προσέφεραν ημίν αποδείξεις περί του αριθμού των διακομισθέντων εις το Ρυθμιστικόν τραυματιών! Θα ήτο μάταιον επομένως να ερευνηθή περαιτέρω, μολονότι επεχειρήθη, τι εγένοντο οι νεκροί ούτοι! Επισημαίνομεν μόνον το πρόβλημα και τονίζομεν ότι τα υπό των ανωτέρω κατατιθέμενα πλήρως εναρμονίζονται προς τα υπό των σπουδαστών υποστηριζόμενα ως προς τον αριθμόν των δέκα (10) περίπου νεκρών.
6. Πλήρως εκ των εκτεθέντων εβεβαιώθη η εν ψυχρώ δολοφονία νέου ανδρός εις το Ρυθμιστικόν Κέντρον Αθηνών υπό των αυτόθι υπηρετούντων, κατά την τραγικήν αυτήν νύκτα, αστυνομικών (καταθέσεις υπ’ αριθμ. 69, 70, 77, 79, 86 και 94), αλλά και δευτέρα τοιαύτη θανατώσεως τραυματίου συνεπεία ξυλοδαρμού, εις χείρας του ιατρού χειρουργού Λέων. Παπασταματίου (κατάθ. υπ’ αριθμ. 86) αποβιώσαντος. Τι εγένοντο οι δύο (2) ούτοι νεκροί; Διότι είναι πλήρως βεβαιωμένον ότι ουδείς εξ αυτών ευρίσκεται εις τον κατάλογον των εξ (6) επισήμων νεκρών του Ρυθμιστικού, εξ ων μάλιστα μόνον εις (ο άγνωστος αρχικώς και γνωστός ακολούθως Βασ. Φαμέλλος) διεκομίσθη κατά τον επίμαχον χρόνον της νυκτός της 16ης προς 17ην Νεομβρίου 1973. Επίτασις της αγωνίας εκ του τιθεμένου προβλήματος! Δι’ ο και ο προεκτεθείς ιατρός – χειρουργός, προσωπικώς παρακολουθήσας τα γεγονότα εις το Ρυθμιστικόν και εις την επιχείρηση/ σωτηρίας, συμμετασχών ειδικώς περί του αριθμού των εν τω Ρυθμιστικοί νεκρών εκ των γεγονότων του Πολυτεχνείου ερωτηθείς, καταθέτει ότι πρέπει ν’ ανέρχωνται εις είκοσι (20) ή είκοσι πέντε (25) και αιτιολογεί διατί (Οράτε κατάθεσιν ομοίως και τας 47 και 98). Εκ των εκτεθέντων δήλον καθίσταται ότι εις τους καταλόγους των επισήμως ανακοινωθέντων δέκα πέντε (15) νεκρών και υπό της ερεύνης βεβαιωθέντων τριών (3) τοιούτων δέον να προστεθούν και έτεροι δέκα έξι (16) τουλάχιστον βασίμως προκύπτοντες, οίτινες, τονιστέον και πάλι, ουδεμίαν έχουν, ως προς την ταυτότητα, σχέσιν με τους επισήμως ανακοινωθέντος. Παραμένει βεβαίως πάντοτε το ερώτημα: Τι εγένοντο τα πτώματα των νεκρών τούτων και διατί οι οικείοι των εξακολουθητικώς σιωπούν; Δεν είναι εύκολος η απάντησις εις τον χαράσσοντα τας γραμμάς ταύτας. Είναι υποχρέωσις, όμως, η έναντι του προβλήματος θέσις και η κατανόησις των ανερμήνευτων ή αδυνάτων. (Οράτε σχετικώς κατάθεσιν Δημ. Πίμπα, υπ. αριθμ. 71).
δ) Νεκροί εκ διαδόσεων πιθανολογούμενοι:
Πολλά τω όντι περί μεγάλου αριθμού νεκρών διαδίδονται και θρυλούνται. Διάφοροι κατάλογοι περί τούτων κυκλοφορούν, δύο των οποίων αναφερόντες ονόματα νεκρών 46 και 59, αντιστοίχως, περιήλθαν εις χείρας μου και απετέλεσαν αντικείμενον ειδικής, επισταμένης και αγωνιώδους ερεύνης. Αμφότεροι εκυκλοφόρησαν το πρώτον εις την αλλοδαπήν και ο εις εξ αυτών επιμέλεια πολλών γνωστών Ελλήνων, εις το εξωτερικόν κατά την εποχήν της Δικτατορίας ευρισκομένων. Είναι αμφότεροι ελλιπείς κατά τα στοιχεία των και η επ’ αυτών έρευνα εις ουδέν το συγκεκριμένον απέληξε. Βεβαίως ο πρώτος αυτών κατετέθη παρά προσώπου λίαν αξιόπιστου, βεβαιώσαντος περί της σοβαρότητος της ερεύνης και της εγκυρότητος των πορισμάτων αυτής εν τη αναγραφή των ονομάτων του καταλόγου. Εξ ουδενός, όμως, ετέρου στοιχείου ενισχύθη η άποψις αυτή και των αναγραφομένων ονομάτων η συμπλήρωσις δεν επετεύχθη, ίνα διευκλυνθή ακολούθως η έρευνα εν τη αναζητήσει της αληθείας. Ο έτερος των καταλόγων κατά πολύ ελλιπέστερος εμφανίζεται κατά το περιεχόμενόν του και ουδέν ουδαμόθεν προσφέρεται προς επιβεβαίωσίν του. Ο υιοθετήσας τούτον μάρτυς επί της υποθέσεως και μηνυτής Γρηγόριος Παπαδάτος, ειδικώς εφ’ ημών κληθείς όπως προσκόμιση ή κατονομάση έστω στοιχεία ενισχυτικά των απόψεων του, ουδέν περί του αντικειμένου τούτου κατέθεσεν. Σοβαρώς εξ ετέρου εκ της ερεύνης ημών επιθανολογήθη ότι εξ (6) εκ των αυτώ αναφερομένων ονομάτων αφορούν τους τραυματίας των γεγονότων, ενώ πλήρως εβεβαιώθη ότι όνομα αναμφισβητήτως νεκρού, του Αλεξ. Σπαρτίδη, δεν αναφέρεται εν αυτών (οράτε το από 20.7.74 ενημερωτικόν σημείωμα Γεν. Ασφαλείας και της υπ’ αριθμ. 51075 Φ. 680 /15 /14.10.74 αναφοράν της προς υμάς). Ουδείς βεβαίως δύναται να αποκλείση το ενδεχόμενον μήνυμα αληθείας εκ των καταλόγων τούτων να εκπορεύεται και πολλοί ή και άπαντες οι προαναφερθέντες, αριθμητικώς μόνον ως βασίμως προκύπτοντες, νεκροί να αποτελούν μέλη των εν αυτοίς αναγραφομένων ομάδων ή και να αναφέρονται εις αυτούς αι υπό ετέρων μαρτύρων κατατιθέμενοι, ανεπιβεβαίωτοι όμως παραμένουσαι περιπτώσεις πιθανών νεκρών (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθμ. 183, 209, 218, 255, 50 και 55). Τα ενδεχόμενα όμως ταύτα πόρρω αφίστανται του ασφαλούς και βέβαιου, όπερ και μόνον δύναται να αποτελέση στοιχείον αποδεικτικόν. Οίκοθεν νοείται ότι η αυτή προσήκει απάντησις και υπεύθυνος θέσις και έναντι των περί υπάρξεως ομαδικών τάφων διαθρυλουμένων, μολονότι σκληρά δια τον γράφοντα υπήρξε δοκιμασία η λήψις της καταθέσεως ατόμου, στρατιώτου όντος κατά την ερευνωμένην περίοδον, όστις, δια των κατατεθέντων του και της όλης του τραγικής – αληθώς – εμφανίσεως, πολλάς και συγκλονιστικός μοι προεκάλεσεν ανησυχίας και απορίας (κατάθεσις υπ’ αριθμ. 190).
Πολλά τω όντι περί μεγάλου αριθμού νεκρών διαδίδονται και θρυλούνται. Διάφοροι κατάλογοι περί τούτων κυκλοφορούν, δύο των οποίων αναφερόντες ονόματα νεκρών 46 και 59, αντιστοίχως, περιήλθαν εις χείρας μου και απετέλεσαν αντικείμενον ειδικής, επισταμένης και αγωνιώδους ερεύνης. Αμφότεροι εκυκλοφόρησαν το πρώτον εις την αλλοδαπήν και ο εις εξ αυτών επιμέλεια πολλών γνωστών Ελλήνων, εις το εξωτερικόν κατά την εποχήν της Δικτατορίας ευρισκομένων. Είναι αμφότεροι ελλιπείς κατά τα στοιχεία των και η επ’ αυτών έρευνα εις ουδέν το συγκεκριμένον απέληξε. Βεβαίως ο πρώτος αυτών κατετέθη παρά προσώπου λίαν αξιόπιστου, βεβαιώσαντος περί της σοβαρότητος της ερεύνης και της εγκυρότητος των πορισμάτων αυτής εν τη αναγραφή των ονομάτων του καταλόγου. Εξ ουδενός, όμως, ετέρου στοιχείου ενισχύθη η άποψις αυτή και των αναγραφομένων ονομάτων η συμπλήρωσις δεν επετεύχθη, ίνα διευκλυνθή ακολούθως η έρευνα εν τη αναζητήσει της αληθείας. Ο έτερος των καταλόγων κατά πολύ ελλιπέστερος εμφανίζεται κατά το περιεχόμενόν του και ουδέν ουδαμόθεν προσφέρεται προς επιβεβαίωσίν του. Ο υιοθετήσας τούτον μάρτυς επί της υποθέσεως και μηνυτής Γρηγόριος Παπαδάτος, ειδικώς εφ’ ημών κληθείς όπως προσκόμιση ή κατονομάση έστω στοιχεία ενισχυτικά των απόψεων του, ουδέν περί του αντικειμένου τούτου κατέθεσεν. Σοβαρώς εξ ετέρου εκ της ερεύνης ημών επιθανολογήθη ότι εξ (6) εκ των αυτώ αναφερομένων ονομάτων αφορούν τους τραυματίας των γεγονότων, ενώ πλήρως εβεβαιώθη ότι όνομα αναμφισβητήτως νεκρού, του Αλεξ. Σπαρτίδη, δεν αναφέρεται εν αυτών (οράτε το από 20.7.74 ενημερωτικόν σημείωμα Γεν. Ασφαλείας και της υπ’ αριθμ. 51075 Φ. 680 /15 /14.10.74 αναφοράν της προς υμάς). Ουδείς βεβαίως δύναται να αποκλείση το ενδεχόμενον μήνυμα αληθείας εκ των καταλόγων τούτων να εκπορεύεται και πολλοί ή και άπαντες οι προαναφερθέντες, αριθμητικώς μόνον ως βασίμως προκύπτοντες, νεκροί να αποτελούν μέλη των εν αυτοίς αναγραφομένων ομάδων ή και να αναφέρονται εις αυτούς αι υπό ετέρων μαρτύρων κατατιθέμενοι, ανεπιβεβαίωτοι όμως παραμένουσαι περιπτώσεις πιθανών νεκρών (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθμ. 183, 209, 218, 255, 50 και 55). Τα ενδεχόμενα όμως ταύτα πόρρω αφίστανται του ασφαλούς και βέβαιου, όπερ και μόνον δύναται να αποτελέση στοιχείον αποδεικτικόν. Οίκοθεν νοείται ότι η αυτή προσήκει απάντησις και υπεύθυνος θέσις και έναντι των περί υπάρξεως ομαδικών τάφων διαθρυλουμένων, μολονότι σκληρά δια τον γράφοντα υπήρξε δοκιμασία η λήψις της καταθέσεως ατόμου, στρατιώτου όντος κατά την ερευνωμένην περίοδον, όστις, δια των κατατεθέντων του και της όλης του τραγικής – αληθώς – εμφανίσεως, πολλάς και συγκλονιστικός μοι προεκάλεσεν ανησυχίας και απορίας (κατάθεσις υπ’ αριθμ. 190).
Β. ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ:
Είναι αληθώς μέγας ο αριθμός των τραυματιών. Κατά τα υπό της ερεύνης ημών συλλεγέντα στοιχεία και δη τας υπό των Νοσοκομείων, Κλινικών και Ιατρών υποβληθείσας καταστάσεις, οι επισήμως γνωσθέντες τραυματίαι του από 16ης μέχρι και 19ης Νοεμβρίου 1973 αιματηρού τριημέρου ανέρχονται εις χίλιους εκατόν τρεις (1.103) πολίτας και 61 αστυνομικούς. Εις τούτους δέον να προστεθούν και ανεξακρίβωτον πλήθος ετέρων πολιτών οίτινες ή εφυγαδεύοντο υπό των ιατρών ή ενοσηλεύοντο οίκοι, ή και ουδαμού προς νοσηλείαν κατέφευγαν, φοβούμενοι προφανώς δυσάρεστους δι’ αυτούς ή τας οικογενείας των εξελίξεις. Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητος των τραυματιών τούτων απολύτως βεβαιούνται εκ των υποβληθεισών τη ερεύνη και συνημμένων τη παρούση σχετικών καταστάσεων. Ελαχίστων εκ των τραυματιών τούτων ελήφθησαν καταθέσεις, καθ’ όσον η εξέτασις απάντων θα απήτει χρόνον μακρόν, η διάθεσις του οποίου κείται εκτός των πλαισίων της υπ’ εμού ενεργηθείσης προκαταρκτικής ερεύνης.
Είναι αληθώς μέγας ο αριθμός των τραυματιών. Κατά τα υπό της ερεύνης ημών συλλεγέντα στοιχεία και δη τας υπό των Νοσοκομείων, Κλινικών και Ιατρών υποβληθείσας καταστάσεις, οι επισήμως γνωσθέντες τραυματίαι του από 16ης μέχρι και 19ης Νοεμβρίου 1973 αιματηρού τριημέρου ανέρχονται εις χίλιους εκατόν τρεις (1.103) πολίτας και 61 αστυνομικούς. Εις τούτους δέον να προστεθούν και ανεξακρίβωτον πλήθος ετέρων πολιτών οίτινες ή εφυγαδεύοντο υπό των ιατρών ή ενοσηλεύοντο οίκοι, ή και ουδαμού προς νοσηλείαν κατέφευγαν, φοβούμενοι προφανώς δυσάρεστους δι’ αυτούς ή τας οικογενείας των εξελίξεις. Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητος των τραυματιών τούτων απολύτως βεβαιούνται εκ των υποβληθεισών τη ερεύνη και συνημμένων τη παρούση σχετικών καταστάσεων. Ελαχίστων εκ των τραυματιών τούτων ελήφθησαν καταθέσεις, καθ’ όσον η εξέτασις απάντων θα απήτει χρόνον μακρόν, η διάθεσις του οποίου κείται εκτός των πλαισίων της υπ’ εμού ενεργηθείσης προκαταρκτικής ερεύνης.
Γ. ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΑΙ ΚΑΙ ΦΘΟΡΑΙ:
Θλιβερός και προς την κατεύθυνσιν ταύτην υπήρξεν των ερευνωμένων γεγονότων ο απολογισμός εντός και εκτός του Πολυτεχνείου. Και δια τας μεν εντός του Πολυτεχνείου καταστροφάς και φθοράς συνετάγη η από 18.11.73 έκθεσις των συναδέλφων Εισαγγελέων Πρωτοδικών Ιωάννου Κυριαζή και Βασιλείου Παπά, ήτις και εμπεριέχει συγκεκριμένος, κατά περιγραφήν, όμως μόνον και ουχί κατ’ εκτίμησιν, διαπιστώσεις, ως προς δε τας εκτός του Πολυτεχνείου τοιαύτας προέβησαν εις απολογισμόν τα κατά περιφερείας αρμόδια Αστυνομικά Τμήματα, αι διαπιστώσεις των οποίων εμπεριέχονται εις το παράρτημα Α’ της υπ’ αριθμ. 18148 Φ. 650.10/21.11.73 αναφοράς της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αθηνών προς το υπουργείον Δημοσίας Τάξεως (οράτε τα στοιχεία ταύτα). Αναγκαίον ήδη καθίσταται όπως εις τα πλαίσια της παρούσης ερεύνης και επί τω τέλει της και επί του παρόντος αντικειμένου διακριβώσεως αξιοποίνων πράξεων, μη εμπιπτουσών εις την δια του Π.Δ. 519/74 αμνηστίαν, ως και της επισημάνσεως δραστών, ύπαρξη συγκεκριμένη και υπεύθυνος θέσις, ίνα ακολούθως ενεργηθούν τα περαιτέρω νόμιμα. Εντονίσθη ανωτέρω και είναι πεποίθησις του γράφοντος εκ της εκτιμήσεως των ανά χείρας στοιχείων απορρέουσα ότι πλήθος εξωφοιτητικών στοιχείων και πράκτορες μυστικών και άλλων υπηρεσιών ευρίσκοντο μεταξύ των σπουδαστών εντός και εκτός του Πολυτεχνείου κατά το περί ου πρόκειται αιματηρόν προσιδιάζουσα, αλλ’ ηρωική αληθώς η προσπάθεια των σπουδαστών να διαφυλάξουν, προστατεύσουν να περιφρουρήσουν το ίδρυμα και τα περιουσιακά του στοιχεία. Είναι ομόθυμος, συγκινητική και λίαν αποκαλυπτική η επί του θέματος τούτου θέσις απάντων των εξετασθέντων καθηγητών του Πολυτεχνείου. Προσωπικώς πολλοί εξ αυτών διεπίστωσαν την ανησυχίαν και αληθή αγωνίαν των σπουδαστών να προστατεύσουν το ίδρυμα, αίτινες και υλοποιήθησαν εις λήψιν συγκεκριμένων υπ’ αυτών μέτρων. Ειδικοί πινακίδες εφιλοτεχνήθησαν και ανηρτήθησαν εις τας θύρας εργαστηρίων διάτων φράσεων: «Συνάδελφοι προσοχή» και «απαγορεύεται η είσοδος» και σκοποί ειδικώς προ αυτών ετοποθετήθησαν. «Προσωπικώς – γνωρίζω – καταθέτει ο καθηγητής Θεόδωρος Σκουλικίδης – ότι οι σπουδαοταί εφρούρουν οι ίδιοι τα εργαστήρια, έναντι ξένων στοιχείων που επεχείρησαν να εισδύσουν εντός αυτών και μέχρι της 4ης απογευματινής της 16.11.73 ουδεμία απολύτως ζημία ή φθορά είχε προκληθή εις αυτά. Πεποίθησις μου είναι ότι αι εμφανισθείσαι εις το ίδρυμα ζημίαι και διατυμπανισθείσαι, αφ’ ενός δεν ήσαν όσαι ανεκοινώθησαν, ως επισήμως εβεβαιώθη υπό ειδικής επιτροπής εκ καθηγητών, αφ’ ετέρου δε προεκλήθησαν υπό στοιχείων ξένων προς τους οπουδαστάς. Επί του σημείου τούτου είμαι κατηγορηματικός, διότι γνωρίζω την ανωτερότητα, την ωριμότητα και τον σεβασμόν των σπουδαστών προς το ίδρυμα» (κατάθεσις υπ’ αριθμ. 10). Υπό το αυτό πνεύμα και μετά κατηγορηματικότητος καταθέτουν ο πρύτανις Κων. Κονοφάγος και οι καθηγηταί: Περ. Θεοχάρης, Παν. Λαδόπουλος, Γεώργιος Βέης, Νικόλαος Κουμούτσος, Παύλος Σακελλαρίδης, Θεοχ. Πολυχρονόπουλος και ο Επιμελητής Βασίλειος Ιατρίδης. Ο τελευταίος μάλιστα ούτος, προσωπικώς μοχθήσας και μετά των σπουδαστών συνεργασθείς δια την προστασίαν του ιδρύματος και την περιφρούρησιν των περιουσιακών του στοιχείων, αναλυτικώς εις ειδικόν υπόμνημα εξιστορεί την ηρωικήν ταύτην προσπάθειαν και επιλέγει ότι «εγκατέλειψα το Πολυτεχνείον περί ώραν 22.15′ αφήνοντας τα πάντα εις την αυτήν κατάστασιν εις ην τα εύρον την Πέμπτην το πρωί» (οράτε καταθέσεις, υπ’ αριθμ. 10, 11, 12, 16, 22, 37, 39, 132 και 175). Και περί πάντων τούτων καταθέτουν διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και η μαρτυρία των προς την αλήθειαν αναμφισβητήτως στοιχείται. Δι’ ο και είναι εύλογον, στοιχειώδους, καλής πίστεως επακόλουθον, να σκεφθή τις περαιτέρω ότι εάν τοιούτον πνεύμα ανωτερότητας και πολιτισμού εχαρακτήριζε τας εκδηλώσεις των σπουδαστών μέχρι της ως είρηται ώρας, θα ήτο ψυχολογικώς αδιανόητον και πραγματικώς αδύνατον το ούτω πως εκδηλώθεν υψηλόν αγωνιστικόν ήθος να μεταβληθή την υστάτην στιγμήν, ότε ο φόβος πλέον συνείχε τα πάντα, εις βάρβαρον ηροστράτειον μένος. Αλλά και δια τον παραμένοντα τυχόν δύσπιστον και μεμψίμοιρον υφίσταται και ετέρα, καταλυτική πάσης αμφιβολίας απάντησις. Προέρχεται εκ της καταθέσεως του καθηγητού Θεοχ. Πολυχρονοπούλου η εξής: Την πρωίαν του Σαββάτου 17.11.73, ότε οι «βάνδαλοι» είχον εκδιωχθή του Πολυτεχνείου, επεσκέφθη το γραφείον του και με πολλήν ικανοποίησιν και ανακούφισν διεπίστωσεν ότι «δεν είχεν υποστή ζημίας εκ των γεγονότων και τα προσωπικά του αντικείμενα ευρίσκοντο εις τας θέσεις των». Ότε όμως μετά μίαν εβδομάδα μετά την υπό των Αρχών Παράδοσιν του Πολυτεχνείου εις την Σύγκλητον, επεσκέφθη και πάλιν το γραφείον του ευρέθη προ καταστάσεως εντελώς διαφόρου και αντιθέτου της προηγουμένης. Πολλά προσωπικά του αντικείμενα και υπηρεσιακά τοιαύτα, όπως εις προβολεύς διαφανειών, είχον εξαφανισθή και «ενώπιον του παρουσιάσθη εικών γραφείου λεηλατημένου»! Ποιοι άραγε είναι οι δράσται του βανδαλισμού τούτου; Όχι βεβαίως οι οπουδασταί, οίτινες εις την γενικότητα, των τότε λεκτικών διανθισμάτων και δια το αντικείμενο τούτου, ατυχώς, εδέχθησαν ρύπους και έσυρον της αποδοκιμασίας την κατακραυγήν! Και το συμπέρασμα είναι ότι κλοπαί διεπράχθησαν και φθοραί διακεκριμένοι εις βάρος της περιουσίας του Πολυτεχνείου προεκλήθησαν, υπό προσώπων μη συνδεομένων προς τον σπουδαστικόν κόσμον. Ως προς το ύψος ήδη της ούτω προξενηθείσης εις βάρος του Πολυτεχνείου ζημίας βεβαιούται ότι ανέρχεται εις το ποσόν του 1.268.153 (οράτε τα υπ’ αρθ. Ε.Π. 804 / 74 έγγραφον του Πρυτάνεως μετά της συνημμένης αυτώ επισήμου εκθέσεως εκτιμήσεως).
Θλιβερός και προς την κατεύθυνσιν ταύτην υπήρξεν των ερευνωμένων γεγονότων ο απολογισμός εντός και εκτός του Πολυτεχνείου. Και δια τας μεν εντός του Πολυτεχνείου καταστροφάς και φθοράς συνετάγη η από 18.11.73 έκθεσις των συναδέλφων Εισαγγελέων Πρωτοδικών Ιωάννου Κυριαζή και Βασιλείου Παπά, ήτις και εμπεριέχει συγκεκριμένος, κατά περιγραφήν, όμως μόνον και ουχί κατ’ εκτίμησιν, διαπιστώσεις, ως προς δε τας εκτός του Πολυτεχνείου τοιαύτας προέβησαν εις απολογισμόν τα κατά περιφερείας αρμόδια Αστυνομικά Τμήματα, αι διαπιστώσεις των οποίων εμπεριέχονται εις το παράρτημα Α’ της υπ’ αριθμ. 18148 Φ. 650.10/21.11.73 αναφοράς της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αθηνών προς το υπουργείον Δημοσίας Τάξεως (οράτε τα στοιχεία ταύτα). Αναγκαίον ήδη καθίσταται όπως εις τα πλαίσια της παρούσης ερεύνης και επί τω τέλει της και επί του παρόντος αντικειμένου διακριβώσεως αξιοποίνων πράξεων, μη εμπιπτουσών εις την δια του Π.Δ. 519/74 αμνηστίαν, ως και της επισημάνσεως δραστών, ύπαρξη συγκεκριμένη και υπεύθυνος θέσις, ίνα ακολούθως ενεργηθούν τα περαιτέρω νόμιμα. Εντονίσθη ανωτέρω και είναι πεποίθησις του γράφοντος εκ της εκτιμήσεως των ανά χείρας στοιχείων απορρέουσα ότι πλήθος εξωφοιτητικών στοιχείων και πράκτορες μυστικών και άλλων υπηρεσιών ευρίσκοντο μεταξύ των σπουδαστών εντός και εκτός του Πολυτεχνείου κατά το περί ου πρόκειται αιματηρόν προσιδιάζουσα, αλλ’ ηρωική αληθώς η προσπάθεια των σπουδαστών να διαφυλάξουν, προστατεύσουν να περιφρουρήσουν το ίδρυμα και τα περιουσιακά του στοιχεία. Είναι ομόθυμος, συγκινητική και λίαν αποκαλυπτική η επί του θέματος τούτου θέσις απάντων των εξετασθέντων καθηγητών του Πολυτεχνείου. Προσωπικώς πολλοί εξ αυτών διεπίστωσαν την ανησυχίαν και αληθή αγωνίαν των σπουδαστών να προστατεύσουν το ίδρυμα, αίτινες και υλοποιήθησαν εις λήψιν συγκεκριμένων υπ’ αυτών μέτρων. Ειδικοί πινακίδες εφιλοτεχνήθησαν και ανηρτήθησαν εις τας θύρας εργαστηρίων διάτων φράσεων: «Συνάδελφοι προσοχή» και «απαγορεύεται η είσοδος» και σκοποί ειδικώς προ αυτών ετοποθετήθησαν. «Προσωπικώς – γνωρίζω – καταθέτει ο καθηγητής Θεόδωρος Σκουλικίδης – ότι οι σπουδαοταί εφρούρουν οι ίδιοι τα εργαστήρια, έναντι ξένων στοιχείων που επεχείρησαν να εισδύσουν εντός αυτών και μέχρι της 4ης απογευματινής της 16.11.73 ουδεμία απολύτως ζημία ή φθορά είχε προκληθή εις αυτά. Πεποίθησις μου είναι ότι αι εμφανισθείσαι εις το ίδρυμα ζημίαι και διατυμπανισθείσαι, αφ’ ενός δεν ήσαν όσαι ανεκοινώθησαν, ως επισήμως εβεβαιώθη υπό ειδικής επιτροπής εκ καθηγητών, αφ’ ετέρου δε προεκλήθησαν υπό στοιχείων ξένων προς τους οπουδαστάς. Επί του σημείου τούτου είμαι κατηγορηματικός, διότι γνωρίζω την ανωτερότητα, την ωριμότητα και τον σεβασμόν των σπουδαστών προς το ίδρυμα» (κατάθεσις υπ’ αριθμ. 10). Υπό το αυτό πνεύμα και μετά κατηγορηματικότητος καταθέτουν ο πρύτανις Κων. Κονοφάγος και οι καθηγηταί: Περ. Θεοχάρης, Παν. Λαδόπουλος, Γεώργιος Βέης, Νικόλαος Κουμούτσος, Παύλος Σακελλαρίδης, Θεοχ. Πολυχρονόπουλος και ο Επιμελητής Βασίλειος Ιατρίδης. Ο τελευταίος μάλιστα ούτος, προσωπικώς μοχθήσας και μετά των σπουδαστών συνεργασθείς δια την προστασίαν του ιδρύματος και την περιφρούρησιν των περιουσιακών του στοιχείων, αναλυτικώς εις ειδικόν υπόμνημα εξιστορεί την ηρωικήν ταύτην προσπάθειαν και επιλέγει ότι «εγκατέλειψα το Πολυτεχνείον περί ώραν 22.15′ αφήνοντας τα πάντα εις την αυτήν κατάστασιν εις ην τα εύρον την Πέμπτην το πρωί» (οράτε καταθέσεις, υπ’ αριθμ. 10, 11, 12, 16, 22, 37, 39, 132 και 175). Και περί πάντων τούτων καταθέτουν διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και η μαρτυρία των προς την αλήθειαν αναμφισβητήτως στοιχείται. Δι’ ο και είναι εύλογον, στοιχειώδους, καλής πίστεως επακόλουθον, να σκεφθή τις περαιτέρω ότι εάν τοιούτον πνεύμα ανωτερότητας και πολιτισμού εχαρακτήριζε τας εκδηλώσεις των σπουδαστών μέχρι της ως είρηται ώρας, θα ήτο ψυχολογικώς αδιανόητον και πραγματικώς αδύνατον το ούτω πως εκδηλώθεν υψηλόν αγωνιστικόν ήθος να μεταβληθή την υστάτην στιγμήν, ότε ο φόβος πλέον συνείχε τα πάντα, εις βάρβαρον ηροστράτειον μένος. Αλλά και δια τον παραμένοντα τυχόν δύσπιστον και μεμψίμοιρον υφίσταται και ετέρα, καταλυτική πάσης αμφιβολίας απάντησις. Προέρχεται εκ της καταθέσεως του καθηγητού Θεοχ. Πολυχρονοπούλου η εξής: Την πρωίαν του Σαββάτου 17.11.73, ότε οι «βάνδαλοι» είχον εκδιωχθή του Πολυτεχνείου, επεσκέφθη το γραφείον του και με πολλήν ικανοποίησιν και ανακούφισν διεπίστωσεν ότι «δεν είχεν υποστή ζημίας εκ των γεγονότων και τα προσωπικά του αντικείμενα ευρίσκοντο εις τας θέσεις των». Ότε όμως μετά μίαν εβδομάδα μετά την υπό των Αρχών Παράδοσιν του Πολυτεχνείου εις την Σύγκλητον, επεσκέφθη και πάλιν το γραφείον του ευρέθη προ καταστάσεως εντελώς διαφόρου και αντιθέτου της προηγουμένης. Πολλά προσωπικά του αντικείμενα και υπηρεσιακά τοιαύτα, όπως εις προβολεύς διαφανειών, είχον εξαφανισθή και «ενώπιον του παρουσιάσθη εικών γραφείου λεηλατημένου»! Ποιοι άραγε είναι οι δράσται του βανδαλισμού τούτου; Όχι βεβαίως οι οπουδασταί, οίτινες εις την γενικότητα, των τότε λεκτικών διανθισμάτων και δια το αντικείμενο τούτου, ατυχώς, εδέχθησαν ρύπους και έσυρον της αποδοκιμασίας την κατακραυγήν! Και το συμπέρασμα είναι ότι κλοπαί διεπράχθησαν και φθοραί διακεκριμένοι εις βάρος της περιουσίας του Πολυτεχνείου προεκλήθησαν, υπό προσώπων μη συνδεομένων προς τον σπουδαστικόν κόσμον. Ως προς το ύψος ήδη της ούτω προξενηθείσης εις βάρος του Πολυτεχνείου ζημίας βεβαιούται ότι ανέρχεται εις το ποσόν του 1.268.153 (οράτε τα υπ’ αρθ. Ε.Π. 804 / 74 έγγραφον του Πρυτάνεως μετά της συνημμένης αυτώ επισήμου εκθέσεως εκτιμήσεως).
III. ΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΕΝΤΩΝ
Α’ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ:
Τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα ήδη εις την του προσήκοντος κανόνος δικαίου εφαρμογήν, στοιχειοθετούν, κατά τη γνώμην ημών, τας ακολούθως αξιοποίνους πράξεις:
Τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα ήδη εις την του προσήκοντος κανόνος δικαίου εφαρμογήν, στοιχειοθετούν, κατά τη γνώμην ημών, τας ακολούθως αξιοποίνους πράξεις:
1. Ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εν συρροή (αρ. 94 παρ. 1 και 299 παρ. 1 Π.Κ.).
2. Απόπειρας ανθρωποκτονιών κατά συρροήν (αρ. 42.94 παρ. 1 και 299 παρ. 1 Π.Κ.).
3. Επικίνδυνους σωματικάς βλάβας κατά συρροήν (αρ. 94 παρ. 1, 308 και 309 Π.Κ.).
4. Παρανόμους κατακρατήσεις (αρ. 325 Π.Κ.).
5. Φθοράς πραγμάτων χρησιμευόντων εις κοινόν όφελος (αρ. 381 παρ. 1 και 382 εδ. α’ Π.Κ.).
6. Πρόκλησιν εις τέλεσιν κακουργήματος ή πλημμελήματος (αρ. 186 Π.Κ.).
7. Συμμετοχή εις τας πράξεις ταύτας (ως ηθικής αυτουργίας ή συνεργείας – αρ. 46 και 47 Π.Κ.).
8. Παράνομον οπλοφορίαν (αρ. 1 και 6 παρ. παρ. 1 και 3 Ν.Δ. 542 / 80).
9. Απειλάς (αρ. 333 Π.Κ.) και
10. Βλασφημίας (αρ. 198 παρ. 1 Π.Κ.).
Β. ΑΜΝΗΣΤΙΑ εκ του Π.Δ. 519 / 74 και αι ανωτέρω πράξεις:
Κατά την εν αρχή της παρούσης μνημονευομένην παραγγελίαν η ερευνά μου θα έδει να περιορισθή εις μονάς τας πράξεις, τας μη εμπίπτουσας εις την δια του ως είρηται Π.Δ/τος χορηγηθείσαν αμνηστίαν. ο προσδιορισμός όμως των υπό της αμνηστίας καλυπτομένων πράξεων και η χάραξις της ορθής περαιτέρω πορείας έρευνης, θέτει προ ημών σοβαρόν ερμηνευτικόν πρόβλημα, η αντιμετώπισις του οποίου παρίσταται αναγκαία, επί τω τέλει διαμορφώσεως υπευθύνου γνώμης. Είναι αληθές ότι το γράμμα του ως είρηται νόμου παρέχει απόψεις ευχερείς υπέρ της παραδοχής της αμνηστεύσεως και δια τας ως είρηται πράξεις. Και ίδιου αύται:
Κατά την εν αρχή της παρούσης μνημονευομένην παραγγελίαν η ερευνά μου θα έδει να περιορισθή εις μονάς τας πράξεις, τας μη εμπίπτουσας εις την δια του ως είρηται Π.Δ/τος χορηγηθείσαν αμνηστίαν. ο προσδιορισμός όμως των υπό της αμνηστίας καλυπτομένων πράξεων και η χάραξις της ορθής περαιτέρω πορείας έρευνης, θέτει προ ημών σοβαρόν ερμηνευτικόν πρόβλημα, η αντιμετώπισις του οποίου παρίσταται αναγκαία, επί τω τέλει διαμορφώσεως υπευθύνου γνώμης. Είναι αληθές ότι το γράμμα του ως είρηται νόμου παρέχει απόψεις ευχερείς υπέρ της παραδοχής της αμνηστεύσεως και δια τας ως είρηται πράξεις. Και ίδιου αύται:
1. Η διατύπωσις της διατάξεως είναι σαφής και ευρύτατον το χαραχθέν περίγραμμα των εις την αμνήστευσιν υπαγομένων αδικημάτων. Αμνηστεύονται ούτω «τα καθ’ οιονδήποτε τρόπον τελεσθέντα μέχρι και της δημοσιεύσεως του παρόντος εγκλήματα, τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα υπό των διατάξεων του Π. Κωδικός ως και τα προς αυτά συναπτόμενα ή συναφή, εφ’ όσον πάντα ταύτα έχουν σχέσιν προς την κατάστασιν την δημιουργηθείσαν από της 21ης Απριλίου 1967». Είναι εμφανές ότι το προκύπτον εντεύθεν εννοιολογικόν πλαίσιον καλύπτει και τας περί ων πρόκειται, ανωτέρω δε προσδιορισθείσας, αξιοποίνους πράξεις (εγκλήματα… τα προς αυτά συναπτόμενα η συναφή… σχέσιν έχοντα προς την δημιουργηθείσαν από της 21ης Απριλίου 1967 κατάστασιν).
2. Η αντιπαραβολή και η σύγκρισις του παρόντος νομοθετήματος προς το αποτέλεσαν πρότυπον αυτού Ν.Δ. 168/73 πρόσθεταν υπέρ της γνώμης ταύτης παρέχει επιχείρημα. Διότι ενώ το Ν.Δ. 168 / 73 χαρακτηρίζει ως αμνηστευόμενα τα προεκτεθέντα αδικήματα μόνον αν «έτειναν ή οπωσδήποτε απόλβεπον εις την ανατροπήν της καθεστηκυίας τάξεως» κατά τη διατύπωσιν του περί ου πρόκειται Π .Δ. 519 / 74 απηλειωθη η τελευταία αυτή περικοπή. Και η απάλειψις δεν δύναται να θεωρηθή συμπτωματική και τυχαία, διαφυγούσα κατά την τεχνικήν διατύπωσιν του νομοθετήματος, καθ’ όσον ευθύς αμέσως ολόκληρος χρησιμοποιείται κατά τον προσδιορισμόν των εις αμνήστευσιν υπαγομένων και προ της 21 Απριλίου 1967 τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων, ως ακολούθως: «Ομοίως, αμνηστεύονται τα αυτά ως άνω εγκλήματα τελεσθέντα προς της 21ης Απριλίου 1967 και τα προς αυτά συναπτόμενα ή συναφή εφ’ όσον οπωσδήποτε απέβλεπαν προς την ανατροπήν της καθεστηκυίας τάξεως».
Και η ταύτη απάλειψις ολοκλήρου περικοπής, προσδιοριστικής της εννοίας και του είδους του αμνηστευομένου εγκλήματος δεν καθιστά τόσον πρόδηλον το υποστηριχθέν ότι «το περί ου πρόκειται Π.Δ. αφορά περιοριστικώς και μόνον τας εναντίον του κρατούντος μέχρι του Ιουλίου 1974 καθεστώτος πράξεις». Αλλά περί των εγκλημάτων τούτων ουδέν τίθεται θέμα δι’ ο και δεν απετέλεσαν αντικείμενον της παρούσης ερεύνης.
3. Το περιεχόμενον του υπ’ αριθ. 106/73 Ν.Δ/τος πλήρως προς το υπ’ αριθ. 168 / 73 εναρμονιζόμενον, καλύπτει δια της υπ’ αυτού καθιερουμένης παραγραφής τας πράξεις των οργάνων της πολιτείας, εφ’ όσον αύται εξηρούντο της δια του Ν.Δ. 168 / 73 χορηγούμενης αμνηστίας. Παρόμοιον όμως μέτρον δεν ηκολούθησε το Π.Δ. 519 / 74. Και ευλόγως ερωτάται: Διατί; Διότι η απάλειψις της εκτεθείσης περικοπής κατέστησε περιττήν την τοιαύτην πρόβλεψιν, ή διότι παρόμοιον μέτρον εκείτο εκτός της βουλήσεως του νομοθέτου. Κατά το αρ. 52 παρ. 3 του δια της υπ’ αριθ. 1 / 74 συντακτικής πράξεως επαναφερθέντες εν ισχύι Συντάγματος του 1952 αμνησία χορηγείται μόνον επί πολιτικών εγκλημάτων.
Και ως τοιαύτα νοούνται μόνον αι κατά της πολιτείας απευθυνόμενοι και προσβάλλουσαι δικαιώματα αυτής, εις ανατροπήν δε ή αλλοίωσιν της εν αυτή καθεστώσης κατά το ισχύον πολίτευμα πολιτικής τάξεως τείνουσαι πράξεις (Α.Π. 238 / 30, 648 /_46, 457 / 47, 237 και 311 / 50, εν Θεμ. ΜΑ’ σελ. 607, ΝΣΤ σελ. 360, ΝΗ’ σελ. 342, ΞΑ’ σελ. 738 και 904 και 228 54 Π. Χρ. ΙΔ’ σελ. 410). Δεν συγκαταλέγονται συνεπώς μεταξύ των εγκλημάτων τούτων και τα περί ων πρόκειται των κοινών ανθρωποκτονιών, τετελεσμένων και εν απόπειρα, των σωματικών βλαβών, των διακεκριμένων φθορών κ.λπ. Παραδοχήν της αντιθέτου απόψεως οδηγεί αναποτρέπτως εις ανεπίτρεπτον διεύρυνσιν της παραδεδεγμένης εννοίας του πολιτικού εγκλήματος δια του χαρακτηρισμού ως τοιούτων και των κοινών δολοφονιών! Εν προκειμένω όμως τίθεται πρόσθεταν ερμηνευτικόν πρόβλημα: το εξής: Πολιτικά μόνον εγκλήματα αμνηστεύονται. Και εδηλώθη ότι το Π.Δ. 519 / 74 αφορά μόνον και περιοριστικώς τας εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος πράξεις. Τούτων δοθέντων ερωτάται: τι προσδιορίζουν εννοιολογικώς, ως προς το πολιτικόν πάντοτε έγκλημα, αι φράσεις του Π.Δ. «και τα προς αυτά συναπτόμενα ή συναφή»; Αι πράξεις των οργάνων της πολιτείας κατά την εποχήν ταύτην, αι στρεφόμενοι κατά των πολιτικών δρώντων – εν τη εκτεθείση έννοια – ατόμων δεν είναι συναφείς προς τα τοιαύτας των καθ’ ων τα όργανα στρέφονται, εφ’ όσον Εγκλήματα συναφή θεωρούνται, κατ’ άρθρον 129 ΚΠΔ πλην άλλων και «όσα πράττονται υπό πολλών κατ’ αλλήλων, είτε συγχρόνως, είτε εις διαφόρους τόπους και χρόνους»; Και εξ ετέρου ποία η έννοια των εν προκειμένω με τα βασικά πολιτικά εγκλήματα «συναπτομένων» τοιούτων; Η επί των ανωτέρω ερωτημάτων γνώμη ημών είναι η ακόλουθος: Δέον να γίνη απαραιτήτως διάκρισις μεταξύ πολιτικών και κοινών εγκλημάτων. Και η διάκρισις αύτη συνάγεται εκ της φύσεως του προσβαλλόμενου δικαίου κατά την πραγμάτωσιν εκατέρου τούτων, εκ των ωθούντων τον δράστην και κατευθυνόντων την εγκληματικήν βούλησίν του ελατηρίων και εκ του επιδιωκομένου σκοπού. Υφίσταται βεβαίως έννοια συναφής εις τον χώρον του πολιτικού αδικήματος, αλλά αύτη αναφέρεται εις το αδίκημα το καθ’ εαυτό μεν εις το κοινόν δίκαιον υπαγόμενον μετά τίνος όμως πολιτικού αδικήματος συνδεόμενον. Και ως τοιαύτη σύνδεσις νοείται μόνον η χρησιμοποίησις των κοινών εγκλημάτων ως μέσου πραγματώσεως καθαρώς πολιτικού αδικήματος. Εκ των εκτεθέντων αβιάστως προκύπτει ότι, παρά την εκ πρώτης όψεως ευμενή γραμματικήν ερμηνείαν του νόμου, τα περί ων πρόκειται εγκλήματα των οργάνων της τότε κρατούσης πολιτειακής τάξεως δεν υπάγονται εις την δια του Π.Δ. 519 / 74 χορηγηθείσαν αμνηοτίαν. Προσθετέον τέλος ότι τα εγκλήματα ταύτα ούτε ως σύνθετα ή μικτά πολιτικά εγκλήματα δύνανται να θεωρηθούν. Σύνθετον πολιτικόν έγκλημα υφίσταται όταν δια της εγκληματικής δράσεως προσβάλλεται ή τε Πολιτεία και ιδιωτικά δικαιώματα και υφίσταται τοιαύτη προς άλληλα σχέσις, ώστε η επερχόμενη κατ’ ιδιώτου προσβολή να έχη ως άμεσον αποτέλεσμα την προπαρασκευήν, την διευκόλυνσιν και την επιτυχίαν εγκλήματος πολιτικού. Αλλά το τοιούτον υφίσταται μόνον εις τα πλαίσια της αυτής και ενιαίας εγκληματικής δράσεως, ουχί δε και εις την αντίρροπον τοιαύτην. Ούτω τα κατά του τότε δικτατορικού καθεστώτος στρεφόμενα εγκλήματα των πολιτικώς δρώντων ατόμων προσέβαλλαν ου μόνον την τότε κρατούσαν πολιτειακήν τάξιν αλλά και ιδιωτικά δικαιώματα (καταστροφαί περιουσιακών στοιχείων, κ.λπ.). Εν προκειμένω όμως πρόκειται περί πράξεων των οργάνων της πολιτείας. Και είναι λογικώς απαράδεκτον και νομικώς αοτηρικτον να θεωρήσωμεν ότι είτε τα ελατήρια (υποκειμενική θεωρία), είτε η κατεύθυνσις της εγκληματικής βουλήσεως (αντικειμενική θεωρία) των οργάνων τούτων – ενεργούντων, σημειωθήτω, προς προάσπισιν και ουχί προς κατάλυσιν της καθεστηκυίας τάξεως – ήσαν πολιτικά! Ήσαν τουναντίον καθαρώς εγκληματικά! Υφ’ οιανδήποτε όθεν εκδοχήν τα περί ων πρόκειται και ερευνώμενα ώδε εγκλήματα, δεν αμνηστεύονται. Θα ήτο και αδιανόητον άλλωστε το τοιούτον, εν όψει του είδους και της βαρύτητας των εγκλημάτων τούτων, των συνθηκών της θεσμοθετήσεως της αμνηστεύσεως, του αιτίου και του σκοπού του νομοθετήματος.
Γ. ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΠΡΟΣ ΚΟΛΑΣΜΟΝ
Α) Γενική ανάλυσις
Η εκ των εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών επισήμανσις των προς τα γεγονότα και τα τραγικά επακόλουθα τούτων συνδεομένων υπευθύνων προσώπων δεν παρίσταται εύκολος. Διότι, ως και εν αρχή της παρούσης ετονίσθη, πάντες πλην των φοιτητών εξεμεταλλεύθησαν το λεγόμενον σπουδαστικόν κίνημα και ο χώρος του Πολυτεχνείου μετεβλήθη εις αιματοβαφή στίβον ενός απηνούς και εξοντωτικού αγώνος φανατικών πολιτικών αντιθέσεων. Και ακόμη διότι ουδεμίαν προς τα τραγικά επακόλουθα των γεγονότων τούτων είχε σχέσιν το καθ’ ύλην υπεύθυνον και αρμόδιον Υπουργείον Παιδείας και κατ’ επέκτασιν η Κυβέρνησις Σ. Μαρκεζίνη. Επιβάλλεται όθεν η δια μέσου του περιβάλλοντος την όλην υπόθεσιν ιδιόμορφου, περιέργου και εν πολλοίς σκοτεινού κλίματος αναζήτησις των πράγματι υπευθύνων και η εν συνεχεία κατονομασία τούτων. Τονιστέον κατ’ αρχήν ότι ουδεμία, καθ’ ημάς, βαρύνει ποινική ευθύνη μέλος της τότε πολιτικής Κυβερνήσεως, δια τους κάτωθι λόγους: Κατά το τότε ισχύον Σύνταγμα άπασαι αι εις τα Υπουργεία Εθνικής Αμύνης και Ασφαλείας αφορώσαι αρμοδιότητες ανήκον εις τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας. Εις τούτον ομοίως υπήγοντο και αι υπηρεσίαι πληροφοριών.
Η εκ των εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών επισήμανσις των προς τα γεγονότα και τα τραγικά επακόλουθα τούτων συνδεομένων υπευθύνων προσώπων δεν παρίσταται εύκολος. Διότι, ως και εν αρχή της παρούσης ετονίσθη, πάντες πλην των φοιτητών εξεμεταλλεύθησαν το λεγόμενον σπουδαστικόν κίνημα και ο χώρος του Πολυτεχνείου μετεβλήθη εις αιματοβαφή στίβον ενός απηνούς και εξοντωτικού αγώνος φανατικών πολιτικών αντιθέσεων. Και ακόμη διότι ουδεμίαν προς τα τραγικά επακόλουθα των γεγονότων τούτων είχε σχέσιν το καθ’ ύλην υπεύθυνον και αρμόδιον Υπουργείον Παιδείας και κατ’ επέκτασιν η Κυβέρνησις Σ. Μαρκεζίνη. Επιβάλλεται όθεν η δια μέσου του περιβάλλοντος την όλην υπόθεσιν ιδιόμορφου, περιέργου και εν πολλοίς σκοτεινού κλίματος αναζήτησις των πράγματι υπευθύνων και η εν συνεχεία κατονομασία τούτων. Τονιστέον κατ’ αρχήν ότι ουδεμία, καθ’ ημάς, βαρύνει ποινική ευθύνη μέλος της τότε πολιτικής Κυβερνήσεως, δια τους κάτωθι λόγους: Κατά το τότε ισχύον Σύνταγμα άπασαι αι εις τα Υπουργεία Εθνικής Αμύνης και Ασφαλείας αφορώσαι αρμοδιότητες ανήκον εις τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας. Εις τούτον ομοίως υπήγοντο και αι υπηρεσίαι πληροφοριών.
Με τον φοιτητικόν κόσμον και τα ζητήματα των ησχολούντο πέντε (5) ειδικώτεραι υπηρεσίαι πληροφοριών, αι εξής: α) Η Διεύθυνσις Νεότητοςτου Υπουργείου Προεδρίας, β) Το «Σπουδαστικόν Τμήμα» της Γενικής Ασφαλείας, γ) Η ΓΔΕΑ (YEA), δ) Η ΚΥΠ και ε) Η ΕΣΑ δια του ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της. Άπασαι αι ανωτέρω Υπηρεσίαι, τελείως ασυντόνιστοι μεταξύ των, είχον σωρείαν πρακτόρων μεταξύ του φοιτητικού κόσμου. Και το μόνον Υπουργείον, όπερ εστερείτο οιασδήποτε τυπικής αρμοδιότητος ήτο το Υπουργείον Παιδείας (Οράτε κατάθεσιν Παν. Σιφναίου). Απληροφόρητον επομένως παρέμενε το μόνον αρμόδιον Υπουργείον και ουδέν ο τότε Υπουργός εγνώριζεν επί των τεκταινομένων εις τον υπ’ αυτού ελεγχόμενον χώρον κυβερνητικής δραστηριότητος. Δι’ ο και εις την ενώπιον ημών κατάθεσίν του τονίζει τα εξής: «Έντιμος υπάλληλος της ΚΥΠ με εβεβαίωσεν ότι κατά την Πέμπτην και Παρασκευήν 15 και 16 Νοεμβρίου 1973, ευρίσκοντο εντός του Πολυτεχνείου στελέχη της ΚΥΠ και έτερον λίαν αξιόπιστον πρόσωπον μου είπεν ότι είδεν εντός του Πολυτεχνείου δεκάδας ανθρώπων… της ΕΣΑ (εξ επισήμων ούτω χειλέων επιβεβαιούνται τα υπό του πράκτορος της ΚΥΠ Δ Πίμπα κατατιθέμενα). Πιστεύω ότι οι κινηθέντες τον Νοέμβριον ελάχιστοι φοιτηταί δεν είχον την παραμικράν συνείδησιν του τι ετεκταίνετο. Ουδέ και εγώ το εγνώριζον, αλλ’ ενόμιζον μόνον ότι θα εματαιούντο αι εκλογαί και η αποκατάστασις της ελευθερίας υπέρ ης εκόπτοντο… Το συμπέρασμα μου είναι ότι η οργάνωσις μικροεπαναστάσεως της 16-11-1973 ήτο εξωφοιτητική, έφερε μάλιστα και κάποιον επιτελικήν σφραγίδα. Οι οργανωταί Έλληνες ή ξένοι ή και αμφότεροι εγνώριζον βεβαίως τας αντικαθεστωτικάς διαθέσεις των νέων, πιθανόν δε και εντέχνως να υπεκίνησαν ή να επέσπευσαν την εκδήλωσιν, δια να την χρησιμοποιήσουν ως κάλυμμα της ιδικής των προμελετημένης εκδηλώσεως.
Στόχος των άμεσος ήτο «η πρόληψις των δηλώσεων Μαρκεζίνη και η ματαίωσις των εκλογών» (οράτε κατάθεσιν). Προς την άποψιν ταύτην πλήρως στοιχείται και ο τότε Πρωθυπουργός, όστις και ειδικώτερον την πηγην της ανωμαλίας ταύτης προσδιορίζων μετά σαφήνειας τονίζει ότι αι τοιαύται απόψεις και σκέψεις του «δεν αναφέρονται βεβαίως εις τους ιδεολόγους ή θερμόαιμους νέους ή τας παρασυρόμενος μάζας». Χαρακτηριστικόν της αγνοίας του τότε Πρωθυπουργού περί της κινήσεως των αρμάτων και του στρατού και της αναπτύξεως της όλης επιχειρήσεως είναι το ότι ούτος επληροφορήθη περί πάντων τούτων κατά την 1ην πρωινήν ώραντης 17-1-1973 παρά του παρ’ αυτώ υφυπουργού, όστις τυχαίως ομοίως αντελήφθη την κίνησιν των αρμάτων, κατερχομένων ήδη προς το Πολυτεχνείον. Ευλόγως δε, διότι ολίγας μόνον ώρας προηγουμένως, αλλά, ως και ανωτέρω ετονίσθη, είχον συμφωνηθή. Η κατά την 13.30 ώραντης 16.11.1973 τερματισθείσα επίσημος σύσκεψις των υπευθύνων κυβερνητικών παραγόντων, είχε χαράξει σαφώς τον τρόπον της αντιδράσεως έναντι των φοιτητικών ταραχών και των περί το Πολυτεχνείον εκδηλώσεων: ήπιος τρόπος, αποφυγή βίας, απαγόρευσις δακρυγόνων και μόνον εν εσχάτη ανάγκη ρίψις αυτών και αυστηρά απαγόρευσις πυροβολισμών.
Παραλλήλως, όμως, προς ταύτα ή και προηγουμένως άλλαι εις άλλους χώρους ελαμβάνοντο αποφάσεις: Αι πάσης φύσεως πολιτικοί τάσεις και αποχρώσεις από της δεξιάς μέχρι της αριστεράς των ποικίλων ήδη και πολλών αποχρώσεων διεισδύουν εις το κίνημα των φοιτητών και το πολιτικοποιούν ενούμενοι εις την κατά της δικτατορίας αντίθεσιν και την δια την πτώσιν της κοινήν επιδίωξιν. «Το Κόμμα μας – γράφει ο παρανόμως τότε εκδιδόμενος «Ριζοσπάστης» εις το φύλ. υπ’ αρ. 65 – πάλευε να μετατρέψη την οργή τους σε κινητοποίηση, έτσι που να οξυνθούν οι αντιθέσεις… να δημιουργηθούν καλύτεροι όροι πάλης για τις επικείμενες συγκρούσεις με την δικτατορία… στάθηκαν σοβαρός παράγοντας του φοιτητικού κινήματος…». Δι’ ο και η βίαια αντίδρασις της ΕΣΑ μετά την επικράτησιν του Αρχηγού της, δια της από 12-12-1973 γνωστής ανακοινώσεως της, δι’ ης κατηγορεί τους Καθηγητάς του Πολυτεχνείου, στηλιτεύει την συμπεριφοράν της Συγκλήτου, η οποία «επιμένει να ομιλή περί ασύλου του Πολυτεχνείου κατά μίαν αδιανόητον αντίληψιν», ομιλεί περί αναρχικών στοιχείων και λαϊκών κινητοποιήσεων και το σπουδαιότερον αποκαλύπτει τας κατά την εποχήν των γεγονότων προθέσεις και διαθέσεις της δια των φράσεων: «Οι αναρχικοί εκμεταλλευόμενοι… και την χλιαράν αντιμετώπισιν της όλης καταστάσεως υπό των αρμοδίων οργάνων της πολιτείας και ενθαρρυνόμενοι και υποκινούμενοι υπό παραγόντων του εξωτερικού (αιδημόνως αποσιωπάται ο ρόλος της ιδίας και των άλλων!) εξήλθον του Πολυτεχνείου και προέβησαν εις εμπρησμούς και καταστροφάς, δημιουργήσαντες εικόνα Δεκεμβριανών εις το Κέντρον των Αθηνών» (οράτε ταύτην μεταξύ των εγγράφων του Ε.Μ. Πολυτεχνείου). Η ΚΥΠ εξαπολύει τους πράκτορας της, οι οποίοι παρατηρούν, παρακολουθούν και εις παντοίας πράξεις βιαιότητας εξωθούν τους ανύποπτους σπουδαστάς. (Οράτε καταθέσεις Σιφναίυο και Πίμπα). Ο τελευταίος ούτος αποκαλύπτει χαράκτηριστικώς ότι μέγα ήτο το πλήθος των εις το Πολυτεχνείον πρακτόρων της ΚΥΠ, οι οποίοι εφωτογράφιζον τους πρωτεργάτας της κινήσεως και κατέγραφαν εις μαγνητοταινίας τας συνομιλίας των, διένειμαν προκηρύξεις μεταξύ των σπουδαστών προς επηρεασμόν των, εναντίον της τότε καταστάσεως, παρημπόδιζον την εντός του Πολυτεχνείου εισαγωγήν τραυματιών προκειμένου να διακομίζωνται ούτοι εις το Ρυθμιστικόν ή αλλαχού, ένθα η αστυνομία ήτο παρούσα δια τα περαιτέρω, κατέστρεφαν διάφορα αντικείμενα του Πολυτεχνείου και εξωθούν ακολούθως τους φοιτητάς να οπλισθούν δια ξύλων και σιδήρων «για να χτυπήσουν τους μπάτσους της χούντας», επεζήτησαν να προμηθευθούν χημικά προϊόντα εκ των εργαστηρίων του Χημείου του Πολυτεχνείου δια να κατασκευάσουν εκρηκτικός ύλας, έρριψαν την ιδέαν προμήθειας όπλων εις τους φοιτητάς, κ.λπ., προσκρούσαντες όμως εις την αποφασιστικήν και σθεναράν άρνησιν των νέων της Συντονιστικής Επιτροπής Σπουδαστών. Η ΕΣΑ διαθέτει άνδρας εν πολιτική περιβολή εντός και εκτός του Πολυτεχνείου, οίτινες ομοίως παρακολουθούν αλλά και βαναύσως κακοποιούν τους πολίτας. Στρατιωτικαί υπηρεσίαι πληροφοριών ειδικούς των πράκτορας αποστέλλουν εντός του Πολυτεχνείου. Αι στρατιωτικοί δυνάμεις ευρίσκονται από νωρίς εν επιφυλακή ενώ παρά του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, δίδεται η εντολή να κινηθούν δυνάμεις στρατιωτικοί προς ενίσχυσιν της ενταλθείσης προς υποβολήν της αιτήσεως και εν συνεχεία καταλυθείσης ουσιαστικώς αστυνομίας. Και η επιχείρησις σμικρύνεται μεν περιγραφικώς ως προς τας διαστάσεις της και την ισχύν των δυνάμεων (ολίγαι δυνάμεις και τρία ή τέσσερα άρματα μάχης), ως ενέργεια δε ψυχολογικού επηρεασμού και εκφοβισμού εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται! Παραδόξως όμως και μελαγχολικώς ήδη πάντα ταύτα ηχούν εις τα ώτα όλων, όσων έζησαν την τραγικότητα των στιγμών ή ητένισαν το μέγεθος της καταστροφής! Διότι, ανεξαρτήτως των περί του περιεχομένου της αποφάσεως Παπαδόπουλου υποστηριζόμενων, το μεν σαφώς υπό των τότε στρατιωτικών ηγητόρων κατατίθεται ότι «απεφασίσθη από κοινού μετά των αρχηγών όπως το διατεθησόμενον εις το Πολυτεχνείον συγκρότημα των Ενόπλων Δυνάμεων είναι ισχυρόν εις μέσα» (κατάθ. υπ’ αριθ. 133), το δε εκ των διαδραματισθέντων και των αιματηρών αποτελεσμάτων ελεγχόμενη η προϋπάρξασα διάφορος δήθεν απόφασις κρίνεται ανακριβής. Εάν υπήρξεν παρέκκλισις η ανυπακοή θα έδει εγκαίρως να επισημανθή, να στηλιτευθή και να κολασθή. Δεν είναι δε δυνατόν να υποστηριχθή ότι εις το κύμα αυτό της βιαιότητας και το πανδαιμόνιον των πυροβολισμών δεν κατέστη δήλη οιαδήποτε παρέκκλισις εκ της αποφάσεως του Προέδρου, ούτε ανεφάνησαν εκδηλώσεις ανυπακοής, δια να επέλθη άμεσος, αυστηρά και οργίλη η αντίδρασις του πανίσχυρου τότε εκφραστού της πολιτειακής βουλήσεως. Το αυτό ομοίως λεκτέον και δια τους τότε υπευθύνους στρατιωτικούς ηγήτορες, οίτινες ωσαύτως υποστηρίζουν τα περί προθέσεως ψυχολογικού επηρεασμού και εκφοβισμού και υπάρξεως αυστηρών διαταγών δια την μη ρίψιν πυροβολισμών, εκφράζουν δε την οδυνηράν έκπληξίν των διότι εφονεύθησαν άνθρωποι εκ των ριπτομένων βολών. Πιστεύομεν βεβαίως ότι οι περί ων πρόκειται στρατιωτικοί ηγήτορες δεν υπήρξαν ομόψυχοι, των επιδιωξάντων τότε την βίαν και την χρήσιν των όπλων, είχον όμως υποχρέωσιν να πράξουν τα καθ’ εαυτούς δια να την αποτρέψουν, δι’ ο και άλλως εκτιμάται η ευθύνη αυτών. Ώφειλον, εφ’ όσον αύτη ήτο η επί του προβλήματος θέσις των και τοιαύτη η αληθής πρόθεσίς των, να κινήσουν την κατά των παραβατών των διαταγών των πειθαρχικήν αλλά και ποινικήν δίωξιν επί τη κατηγορία της στάσεως (αρθρ. 63 παρ. 1 εδ. γ’ ΣΠΚ – βιαιοπραγίαι κατά προσώπων ή πραγμάτων), της απείθειας (άρθρον 64 παρ. 1 εδ. α’ ΣΠΚ – άρνησις υπακοής εις τας διαταγάς ανωτέρων), της παραβάσεως στρατιωτικής εντολής (αρ. 72 παρ. 1 γ’ ΣΠΚ) και των άσκοπων πυροβολισμένων (αρ. 103 εδ. β’ ΣΠΚ) εφόσον διεπιστώθη ότι στρατιωτικοί επυροβόλουν αυτοβούλως και άνευ ευλόγου αιτίας, πλήθος ανθρώπων φονεύσαντες και περισσοτέρους σοβαρώς τραυματίσαντες. Ουδέν όμως τούτων, των πολύ φυσικών και αναμενόμενων εγένετο, αλλ’ άντικρυς αντίθετος συμπεριφορά επεδείχθη. Ούτω ο μεν τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικόν λαόν, εις ο αναγγέλλων την επαναφοράν του στρατιωτικού νόμου, ωμίλει περί αναρχικών εκδηλώσεων και περί συνωμοσίας των εχθρών της Δημοκρατίας και της ομαλότητας και διεβεβαίου περί της αποφάσεως του να προάσπιση την γαλήνην, τας κατακτήσεις και την ασφάλειαν του ελληνικού λαού (εφημερίδες της 18.11.1973), ο δε τότε Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, υποδεχόμενος τον Πρωθυπουργόν εις το Μέγαρον του Αρχηγείου, ωμίλησεν ομοίως περί αναρχικών εκδηλώσεων εις τον φοιτητικόν χώρον και απεκάλυψεν ότι διαβλέπουσαι αι ένοπλοι δυνάμεις τας πιθανάς εξελίξεις, ηύξησαν την ετοιμότητα των και διετάχθησαν να παρέξουν την υποστήριξίν των προς αποκατάστασιν της τάξεως, αναλαβούσαι την εκκαθάρισιν του Πολυτεχνείου και του πέριξ χώρου (εφημερίδες της 21-11-1973). Αμφότεροι δε περί αναίμακτου ωμαλουν επιχειρήσεις και ως ασύστολα ψεύδη εχαρακτήριζαν τα περί πυροβολισμών «διαδιδόμενα»! Αι τοιαύται θέσεις υπεστηρίχθησαν και εκαλύφθησαν ακολούθως και υπό του τότε Πρωθυπουργού δια δηλώσεων του εις το Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων. Φρονούμεν όμως, εν όψει, πάντων, των εκτεθέντων, ότι η τοιαύτη εκδήλωσις συνιστά καθαράν πολιτικήν πράξιν και δεν θεμέλιοι, ούτε βεβαίως αποδεικνύει, οιανδήποτε ποινικήν ευθύνην, αυτού τε και των Υπουργών του: Εθνικής Αμύνης, Δημοσίας Τάξεως και Εθνικής Παιδείας, οίτινες ομοίως δεν έσχον ανάμιξιν ενεργόν εις τα γεγονότα και την αντιμετώπισιν τούτων, ούτε παράλειψίς τις αξιόποινος τους βαρύνει. Η ουσιαστική θέσις του τότε Πρωθυπουργού ήτο αντίθετος προς πάσαν έννοιαν βίας, δι’ ο και ευλόγως, αλλά και ευστόχως, παρατηρεί ότι «εάν είχα προλάβει να κάμω την συνέντευξιν της 17-11-1973 ίσως άλλη θα ήτο η εξέλιξις των πραγμάτων και ιδίως δεν θα είχομεν θρηνήσει τα θύματα δια τα οποία κάθε ελληνική ψυχή βαθυτάτην αισθάνεται οδύνη» (οράτε κατάθεσιν). Και το συμπέρασμα είναι ότι υπεράνω των αφηρημένων και αορίστων πλατωνικών εξορκισμών κείται η εκ της πραγματικότητας αναφαινομένη αλήθεια. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ζηλώσας ίσως δόξαν Ντε Γκωλ, δια την εκμετάλλευσιν του φοιτητικού κινήματος, απηγόρευσεν εις την Αστυνομίαν την έγκαιρον προς πρόληψιν των γεγονότων επέμβασιν και διεκήρυσσεν: «Ας τα σπάσουν. Ας κάψουν και το Πολυτεχνείον. Ας κατεβούν και στους δρόμους. Ας σπάσουν και βιτρίνες» (κατάθεσις Σιφναίου). Αιφνιδίως όμως και άγνωστον διατί και πώς η γνώμη του καταστρέφεται και διατάσσει την κινητοποίησιν των Ενόπλων Δυνάμεων, βοηθούμενος εν τούτω υπό των τότε υπευθύνων ηγητόρων του Στρατεύματος και δη των: Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων και Διοικητών ΑΣΔΕΝ και ΣΔΑ. Και η επί μίαν 7ετίαν ζηλοτύπως κλειστή παραμείνασα πυξίς της Πανδώρας ανοίγεται! Αντελήφθη προφανώς την εις βάρος του από του Αυγούστου ήδη 1973 υποβόσκουσαν κίνησιν των Ρουφογάλη, Ιωαννίδη, Μπονάνου (κατάθεσις Σιφναίου) και προσπαθεί να αντίδραση δια της εγκαίρου καταστολής της υπό των άλλων ήδη εκμεταλλευόμενης προφανώς εξεγέρσεως, έχων αποφασίσει ενδεχομένως, και αναβολήν των υπό της Κυβερνήσεως Μαρκεζίνη υπεσχημένων εκλογών. Και εις την κίνησιν όμως ταύτην υπερφαλαγγίζεται. Διότι το σχέδιον ήτο έτοιμον και οι εκτελεστοί του πλήρως προετοιμασμένοι και αποφασιστικοί. Δεν ήτο βεβαίως συμπτωματική και τυχαία η εις το κέντρον της Αμέσου Δράσεως της Αστυνομίας παρουσία των Αξιωματικών Λουπάση, Λούκουτου και Ντερτιλή, πιστών εις τον Δημήτριον Ιωαννίδην, ως εδείχθη μετά την κατά την 25-11-1973 επικράτησιν τούτου, ούτε άνευ σημασίας η έκδηλος ανησυχία του τελευταίου, συνεχώς ερωτώντας αν έφθασαν τα άρματα εις το Πολυτεχνείον και επενέβησαν και η εσπευσμένη εκ του Κέντρου αναχώρησίς του ίνα μεταβή ο ίδιος προσωπικώς εις το Πολυτεχνείον, διότι – καθ’ α εδήλωσεν εις επήκοον πάντων «αργούνε πολύ και θα πάω μόνος μου». Και μετέβη τω όντι σημαντικόν διαδραματίσας εις την όλην επιχείρησιν ρόλον (οράτε καταθέσεις υπ’ αριθμ. 99, 159, 221 και 268). Παρά ταύτα ο τότε Διοικητής ΑΣΔΕΝ καταθέτει ότι ούτος ήτο απλώς σύνδεσμος μεταξύ της Αστυνομίας και της ΑΣΔΕΝ και ουδεμίαν είχεν αρμοδιότητα να επέμβη καθ’ οιονδήποτε τρόπον! Ο Στρατηγός αμετανοήτως επίστευεν ότι ο περί ου πρόκειται Συνταγματάρχης θα εσέβετο την έννοιαν της στρατιωτικής πειθαρχίας. Μετ’ ολίγον όμως τραγικώς διεψεύσθη διότι ο ίδιος, υπό κατωτέρων του συνελήφθη! Οι Ιωαννίδης και Ρουφογάλης, δια των εις αυτούς πιοτών Αξιωματικών και πρακτόρων, επηρεάζουν σοβαρώς και σαφώς την όλην επιχείρησιν, εξαπολύοντες κύμα βιαιοτήτων και πυροβολισμών, επί τω τέλει της δημιουργίας ευνοϊκών δια την προαποφασισθείσαν κίνησιν συνθηκών ασφαλείας, αναταραχής και συγκρούσεων. Και εις το καταλλήλως ήδη προετοιμασθέν και κράτησαν ιδιόμορφον κλίμα συγχύσεως, πανικού και συγκρούσεων, οργιάζουν οι κοινοί δολοφόνοι ενσπείροντες αδιστάκτως τον θάνατον εις βάρος αθώων και αόπλων νέων ανθρώπων, το μέγα αμάρτημα των οποίων ήτο ότι εζήτουν «Ελευθερίαν και Δημοκρατίαν». Και περιέργως ο μηδεμίαν έχων αναλάβει αποστολήν εις την επιχείρησιν τότε Διευθυντής της ΕΣΑ Δημήτριος Ιωαννίδης, μεταβαίνει περί ώραν 04.00 της 17-11-1973 εις τον χώρον του Πολυτεχνείου. Και ουδείς, ούτε και ο ίδιος αποκαλύπτει διατί! Διότι είναι αστείον το λεχθέν ότι μετέβη απλώς εκ… περιέργειας! Ειδικώς δέον ενταύθα να σημειωθή ότι δεν είναι άμοιρον σημασίας τινός το πλήρως εκ της ερεύνης βεβαιωθέν ότι οι νέοι ούτοι του Πολυτεχνείου, ως αναρχικοί, ευκόλως και ανενδοιάστως χαρακτηριζόμενοι, δεν εφόνευσαν, δεν εκακοποίησαν και ουδένα σοβαρώς ετραυμάτισαν, αλλ’ οι ίδιοι και το ανώνυμον πλήθος υπήρξαν τα εξιλαστήρια θύματα των περί «Δημοκρατίας» περιέργων αντιλήψεων των «ηρώων» της εποχής και των αδίστακτων οργάνων των!
Και η Αστυνομία ποίον ρόλον διεδραμάτισεν εις την όλην αυτήν επιχείρησιν; Συνήργησε δια της συμπεριφοράς των υπευθύνων τότε ηγητόρων της εις την επιβολήν της θελήσεως τρίτων. Ούτω μολονότι εις αυτήν ανήκεν η ευθύνη, αλλά και η κατά νόμον δικαιωματικότης, δια την αντιμετώπιση/ των συγκεντρώσεων και των εξ αυτών ταραχών, κατ’ αρχήν μεν απρακτεί και τηρεί στάσιν εφεκτικότητος, ευνοούσαν την οργάνωσιν και διόγκωσιν του κινήματος, εξ ετέρου διατηρεί εις συνεχή και εξαντλητικήν επιφυλακήν και εγρήγορσιν τους αστυνομικούς υπαλλήλους, με συνέπειαν την επικίνδυνον ως εκ καμάτου και της συσσωρευμένης αγανακτήσεως – ως εκ των επιθέσεων και των προπηλακισμών – φόρτισιν του ψυχισμού των και τέλος δέχεται να υποβάλη την αίτησιν δια την επέμβασιν των Ενόπλων Δυνάμεων και συμμετέχει εις σειράν ενεργειών και εκδηλώσεων, παρανόμων, των ακολούθων: την κατά παράβασιν των κειμένων διατάξεων βιαίαν διάλυσιν των συναθροίσεων, την δυναμικήν παραβίασιν του Πανεπιστημιακού ασύλου, παρά την ρητώς εκφρασθείσαν αντίθετον άποψιν του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας και την άνευ γνώμης των εκπροσώπων της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης χρήσιν των όπλων. Τέλος δια του τότε Αρχηγού της διέταξεν τη σύλληψιν πλήθους ατόμων, οι περισσότεροι των οποίων αναμφισβητήτως δεν ήσαν ούτε «πρωταίτιοι» ούτε «υπεύθυνοι» της συναθροίσεως και των εκδηλώσεων και αίτινες παρανόμως κατεκρατήθησαν. Υπήρξαν ομοίως και μεμονωμένα αστυνομικά όργανα, υπό της ερεύνης – εις το πλήθος των αγνώστων – εντοπισθέντα, τα οποία υπήρξαν δράσται συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων.
Δια την κατά νόμον θεμελίωσιν της υπαιτιότητος των καθ’ ημάς υπευθύνων τονιστέα και τα ακόλουθα:
1) Η κατά νόμον αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, πλην άλλων, περιλαμβάνει και το καθήκον προστασίας της ζωής, της σωματικής ακεραιότητος, της τιμής, της ελευθερίας και της περιουσίας των πολιτών. Συνεπώς οι τότε ηγέται του Στρατού και της Αστυνομίας είχαν ως εκ του νόμου και της αποστολής των, το ιερόν καθήκον να προασπίσουν την ζωήν και σωματικήν ακεραιότητα των εις την συνάθροισιν πολιτών έναντι των πάσης φύσεως κακοποιών ή των εγκληματικώς δρώντων οργάνων των κατά το περί ου πρόκειται αιματηρόν τριήμερον. Και τούτο μη πράξαντες, ήτοι τους γνωστούς και αγνώστους δράστας μη παρεμποδίσαντες εις το φονικόν έργον των, εγένοντο υπαίτιοι απλής συνεργείας εις τας κυρίας πράξεις αυτών αρνητικώς εκδηλωθείσης, ήτοι δια παραλείψεως εκτελέσεως του εκ του νόμου και της αποστολής των τεκτομένου καθήκοντος (αρ. 15 και 47 ΠΚΝ Χωραφά: Γεν. Αρχαί Π.Δ. παρ. 98 III Α σελ. 328, Αγγ. Μπουροπούλου: Ερμ. Π.Κ. υπ’ αρ. 47 σελ. 148 ομοίως σχετικώς Α.Π. 248 / 68 Π. Χρ. ΙΣΤ σελ. 511 επ.). 2) Ουδέν ουδαμόθεν τίθεται πρόβλημα «προσταγής», συνεπαγόμενης άρσιν του αδίκου χαρακτήρας των εξ αιτίας των πυροβολισμών ιδία τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων. Και τούτο διότι δεν συνέτρεξαν αι κατ’ αρ. 21 Π.Κ. προϋποθέσεις εν τη εκτελέσει των περί ων πρόκειται εγκληματικών πράξεων. Οι πάντες ούτω αρνούνται την ύπαρξιν διαταγής προς ρίψιν και εκφοβιστικών, έστω, βολών. Και υπάρχουσα όμως τοιαύτη, όπερ απολύτως αληθές, καθ’ ημάς και πλήρως εξακριβωμένον ως προς τα έμπροσθεν του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως διαδραματισθέντα, «δεν εδόθη κατά τους νομίμους τύπους και παρά της αρμοδίας Αρχής» ως ανωτέρω αναλυτικώς ετονίσθη. Δεν συνεπάγεται όθεν τα κατά νόμον καταλυτικά του αξιοποίνου, αποτελέσματα.
1) Η κατά νόμον αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, πλην άλλων, περιλαμβάνει και το καθήκον προστασίας της ζωής, της σωματικής ακεραιότητος, της τιμής, της ελευθερίας και της περιουσίας των πολιτών. Συνεπώς οι τότε ηγέται του Στρατού και της Αστυνομίας είχαν ως εκ του νόμου και της αποστολής των, το ιερόν καθήκον να προασπίσουν την ζωήν και σωματικήν ακεραιότητα των εις την συνάθροισιν πολιτών έναντι των πάσης φύσεως κακοποιών ή των εγκληματικώς δρώντων οργάνων των κατά το περί ου πρόκειται αιματηρόν τριήμερον. Και τούτο μη πράξαντες, ήτοι τους γνωστούς και αγνώστους δράστας μη παρεμποδίσαντες εις το φονικόν έργον των, εγένοντο υπαίτιοι απλής συνεργείας εις τας κυρίας πράξεις αυτών αρνητικώς εκδηλωθείσης, ήτοι δια παραλείψεως εκτελέσεως του εκ του νόμου και της αποστολής των τεκτομένου καθήκοντος (αρ. 15 και 47 ΠΚΝ Χωραφά: Γεν. Αρχαί Π.Δ. παρ. 98 III Α σελ. 328, Αγγ. Μπουροπούλου: Ερμ. Π.Κ. υπ’ αρ. 47 σελ. 148 ομοίως σχετικώς Α.Π. 248 / 68 Π. Χρ. ΙΣΤ σελ. 511 επ.). 2) Ουδέν ουδαμόθεν τίθεται πρόβλημα «προσταγής», συνεπαγόμενης άρσιν του αδίκου χαρακτήρας των εξ αιτίας των πυροβολισμών ιδία τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων. Και τούτο διότι δεν συνέτρεξαν αι κατ’ αρ. 21 Π.Κ. προϋποθέσεις εν τη εκτελέσει των περί ων πρόκειται εγκληματικών πράξεων. Οι πάντες ούτω αρνούνται την ύπαρξιν διαταγής προς ρίψιν και εκφοβιστικών, έστω, βολών. Και υπάρχουσα όμως τοιαύτη, όπερ απολύτως αληθές, καθ’ ημάς και πλήρως εξακριβωμένον ως προς τα έμπροσθεν του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως διαδραματισθέντα, «δεν εδόθη κατά τους νομίμους τύπους και παρά της αρμοδίας Αρχής» ως ανωτέρω αναλυτικώς ετονίσθη. Δεν συνεπάγεται όθεν τα κατά νόμον καταλυτικά του αξιοποίνου, αποτελέσματα.
β) Ειδικωτέρα επισήμανσις
Δύνανται ήδη να κατονομασθούν προς διευκόλυνσιν του ανακριτικού έργου, οι εκ της ερεύνης προκύπτοντες και κατά την γνώμην ημών υπεύθυνοι της περί ης πρόκειται τραγωδίας, κατά νομικήν αξιολόγησιν του ρόλου εκάστου εις ταύτην.
1) Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος, τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
2) Δημήτριος Αριστοτ. Ιωαννίδης, Υποστράτηγος, ε.α. τότε διοικητής της ΕΣΑ και
3) Μιχαήλ Ρουφογάλης, Υποστράτηγος ε.α., τότε Αρχηγός της ΚΥΠ. Φέρονται ως ηθικοί αυτουργοί ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως (τετελεσμένων και εν απόπειρα) επικινδύνων σωματικών βλαβών, διακεκριμένων φθορών και προκλήσεων εις τέλεσιν κακουργημάτων ή πλημμελημάτων, πράξεων υπό γνωστών και αγνώστων – τη ερεύνη – δραστών, τελεσθεισών (ως κατωτέρω). Παρατηρητέον ενταύθα ότι ο ηθικός αυτουργός δεν δρα κατά του αντικειμένου του εγκλήματος, αλλά επιδρά επί της βουλήσεως του υποκειμένου, ίνα προκολέση απόφασιν αυτού προς εκτέλεσιν της αδίκου πράξεως. Και ως γνωστόν δεν είναι απαραίτητον να προκαθορισθή εν ταις λεπτομερείαις της η υπό εκτέλεσιν πράξις, ουδέ το πρόσωπον εις βάρος του οποίου θα τελεσθή (ΑΠ 334 / 58 Π. Χρ. Α’ 151). Ομοίως δεν είναι απαραίτητον όπως αποκαλυφθή και γνωσθή ο αυτουργός του εγκλήματος (ΑΠ 37 / 1969 Γ. Χρ. Ιθ’ 208).
4) Νικόλαος Ντερτιλής, Ταξίαρχος, τότε επιτελάρχης ΑΣΔΕΝ, αυτουργός ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εις βάρος νεαρού σπουδαστού και ηθικός αυτουργός ετέρων ανθρωποκτονιών (τετελεσμένων και εν απόπειρα) ως και σωματικών βλαβών.
5) Δημήτριος Ιωάννου, Ζαγοριαννάκος, Αντιστράτηγος ε.α. τότε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων, διατάξας την κίνησιν των τμημάτων στρατού.
6) Κωνσταντίνος Ιωάννου Μαυροειδής, Αντιστράτηγος ε.α. τότε Δ / ντής ΑΣΔΕΝ, έχων τον συντονισμόν και το γενικόν πρόσταγμα της επιχειρήσεως.
7) Νικόλαος Κων. Ραφαηλάκης, Αντιστράτηγος ε.α., τότε Δ / ντής της ΣΔΑ, παριστάμενος κατά την εκτέλεσιν της επιχειρήσεως και εποπτεύων ταύτης.
8) Νικόλαος Αριστ. Δασκαλόπουλος, τότε Αρχηγός Αστυνομίας, εποπτεύων των Αστυνομικών Δυνάμεων.
9) Λουκάς Γεωργίου Χριστολουκάς, τότε Διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών, υπεύθυνος των ενεργειών των αστυνομικών δυνάμεων ως προς την αντιμετώπισιν των εκδηλώσεων.
10) Θρασύβουλος Γιοβάνης, Ταξίαρχος, τότε Συνταγματάρχης, επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων εις την κατά του Πολυτεχνείου επιχείρησιν.
Άπαντες εμφανίζονται ως απλοί συνεργοί του ως είρηται, του ηθικού αυτουργού, δια της παροχής θετικής συνδρομής εις αυτόν εν τω πλαισίω της αρμοδιότητος εκάστου, απλοί ομοίως συνεργοί των γνωστών και αγνώστων εγκληματιών εν τη διαπράξει των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, της τοιαύτης συνδρομής των εκδηλωθείσης, ως ετονίσθη ήδη αρνητικώς, ήδη δια παραλείψεως εκτελέσεως του εκ του νόμου και της αποστολής των τικτομένου ιερού καθήκοντος προασπίσεως της ζωής και σωματικής ακεραιότητος των πολιτών έναντι των πάσης φύσεως κακοποιών και των εγκληματικώς δρώντων οργάνων των. Ο εξ αυτών Νικόλαος Δασκαλόπουλος, τυγχάνει ομοίως και έμμεσος αυτουργός παρανόμου συλλήψεως και κατακρατήσεως των συλληφθέντων.
11) Σπυρίδων Σταθάκης, Ίλαρχος τεθωρακισμένων, διατάξας την είσοδον του άρματος εντός του Πολυτεχνείου, αυτουργός αποπειρών ανθρωποκτονίας των επί των κιγκλιδωμάτων της πύλης του Πολυτεχνείου ευρισκομένων σπουδαστών, ιδία δε της διαφυγούσης τον θάνατον και βαρύτατα μόνον τραυματισθείσης Π. Ρηγόπουλου.
12) Σταύρος Βαρνάβας, Αντιστράτηγος ε.α., Δ / ντής του εν τω Υπουργείω Δημοσίας Τάξεως Μικτού Επιτελείου. Ηθικός αυτουργός ανθρωποκτονιών (μιας τετελεσμένης και πολλών εν απόπειρα) ως διατάξας την χρήσιν των όπλων κατά του πλήθους.
13) Ηλίας Τσιαούρας ή Τσαπούρης, αυτουργός ανθρωποκτονιών (μιας τετελεσμένης και πολλών εν απόπειρα) και παρανόμου οπλοφορίας δια πολεμικού όπλου.
14) Ευάγγελος Κων. Μαντζώρος, Ανθυπίλαρχος τότε τεθωρακισμένων, αυτουργός αποπειρών ανθρωποκτονίας και επικινδύνων σωματικών βλαβών (κατάθ. υπ’ αριθμ. 241 και 242).
15) Υπίλαρχος Μιχαήλ Γουνελάς, Ανθυπασπιστής Λάμπρος Κωνσταντέλλος, Αξιωματικοί του ΚΕΤΘ, λαβόντες μέρος εις την κατά του Πολυτεχνείου επιχείρησιν. Φέρονται ως αυτουργοί ή ηθικοί αυτουργοί αποπειρών αυτοκτονίας και επικινδύνων σωματικών βλαβών (καταθέσεις υπ’ αριθμ. 72, 76 και 116).
16) Αστυφύλαξ υπό στοιχεία Λ 21 Ηλίας Καραδήμας και δεύτερος τοιούτος υπό το μικρόν όνομα Νικόλαος, εκτελούντες υπηρεσίαν εν τω Ρυθμιστικά) Κέντρω Αθηνών την νύκτα της 16ης προς 17ην Νοεμβρίου 1973, τυγχάνουν συναυτουργοί μετ’ άλλων αγνώστων, ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και επικινδύνων σωματικών βλαβών εις βάρος τραυματιών και των συνοδών τους (καταθ. υπ’ αριθμ. 72, 76 και 116).
17) Βασίλειος Γεωργίου Μπουκλάκος, τότε Διοικητικός Δ / ντής του Ρυθμιστικού, απλούς συνεργός, δια της παροχής υλικής και ψυχικής συνδρομής, εις τους υπό στοιχ. 15 κατηγορουμένους και αυτουργός παρανόμου οπλοφορίας, απειλών και βλασφημίας εις βάρος των τραυματιών και των συνοδών του.
18) Δημήτριος Κων. Κατσούλης, Ταγματάρχης Χωροφυλακής, τότε στέλεχος της ΚΥΠ, απλούς μεν συνεργός του υπό στοιχ. 3 ηθικού αυτουργού, δια της παροχής θετικής εις αυτόν συνδρομής εν των πλαισίω της αρμοδιότητος τους και απλούς ομοίως συνεργός των γνωστών και αγνώστων εγκληματιών εν τη διαπράξει ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, δια παραλείψεως ως ανωτέρω της τοιαύτης συνδρομής του εκδηλωθείσης.
19) Δημήτριος Παναγ. Πίμπας, αυτουργός προκλήσεων εις διάπραξιν κακουργήματος ή πλημμελήματος.
20) Ο υπ’ αριθμ. 472 αστυφύλαξ (κατάθ. υπ’ αρ. 229), αυτουργός απόπειρας ανθρωποκτονίας νεαρού μαθητού έμπροσθεν του Μητροπολιτικού Ναού την 17-11-1973.
21) Αγνώστων στοιχείων αστυφύλαξ του Γ’ Αστυνομικού Τμήματος, ευρισκόμενος εν υπηρεσία περί ώραν 14.30 της 17-11-1973 αυτουργός επικινδύνου σωματικής βλάβης εις βάρος του Δημοσθένους Σαμούρη, ιατρού (καταθ. υπ’ αριθμ. 145), μεταβάντος αυτόθι κατά την διαδικασίαν παραλαβής του νεκρού αδελφού του.
22) Ιωάννης Νικ. Καλύβας, Υπαστυνόμος, αυτουργός επικινδύνων σωματικών βλαβών εις βάρος των εξερχόμενων του Πολυτεχνείου σπουδαστών (κατάθ. Θεοδ. Καλούδη, υπ’ αριθμ. αρ. 104).
23) Σάκης Ταμπούρης, Ιωάννης Κουρής και Σωτήριος Νάνος, αρχιφύλακες του ΛΖ’ Αστυνομικού Τμήματος, συναυτουργοί επικινδύνου σωματικής βλάβης, εις βάρος του Ιωάννου Χρα (κατάθ. υπ’ αριθ. 142).
24) Πλήθος αγνώστων δραστών όλων των αναφερθεισών πράξεων, μεταξύ των στρατιωτών, αστυνομικών και απλών πολιτών.
IV. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εκ των εκτεθέντων δήλον καθίσταται ότι η δίωξις των ως είρηται πράξεων και ο κολασμός των αποδειχθησομένων ενόχων είναι υποχρέωσις της δικαιοσύνης. Επιτρέψατε όθεν όπως εισηγηθώ προς Υμάς την άμεσον άσκησιν ποινικής διώξεως και την εις τακτικήν ανάκρισιν παραπομπήν της υποθέσεως ως προς απαντάς τους εκτεθέντος στρατιωτικούς και αστυνομικούς, εις την αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων υπαγόμενους ένεκεν της αναπτυχθείσης ανωτέρω συμμετοχής εγκληματικής δράσεων των (αρ. 248 παρ. 1 ΣΠΚ). Οίκοθεν νοείται ότι τα ανακύπτοντα περί την ορθότητα του τε χαρακτηρισμού των πράξεων και τον προσδιορισμόν των υπευθύνων, προβλήματα αληθούς ερμηνείας και ορθής αξιολογήσεως πρεπέστερον θα αντιμετωπισθούν κατά την διαδρομήν της δικαστικής ερεύνης.
Εκ των εκτεθέντων δήλον καθίσταται ότι η δίωξις των ως είρηται πράξεων και ο κολασμός των αποδειχθησομένων ενόχων είναι υποχρέωσις της δικαιοσύνης. Επιτρέψατε όθεν όπως εισηγηθώ προς Υμάς την άμεσον άσκησιν ποινικής διώξεως και την εις τακτικήν ανάκρισιν παραπομπήν της υποθέσεως ως προς απαντάς τους εκτεθέντος στρατιωτικούς και αστυνομικούς, εις την αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων υπαγόμενους ένεκεν της αναπτυχθείσης ανωτέρω συμμετοχής εγκληματικής δράσεων των (αρ. 248 παρ. 1 ΣΠΚ). Οίκοθεν νοείται ότι τα ανακύπτοντα περί την ορθότητα του τε χαρακτηρισμού των πράξεων και τον προσδιορισμόν των υπευθύνων, προβλήματα αληθούς ερμηνείας και ορθής αξιολογήσεως πρεπέστερον θα αντιμετωπισθούν κατά την διαδρομήν της δικαστικής ερεύνης.
Η υπ’ εμού ενεργηθείσα ταχεία και αναλυτική – όση μοι δύναμις – έρευνα και τα εκ ταύτης προκύψαντα, κατά τα εκτεθέντα, στοιχεία εντάσσονται εις το προπαρασκευαστικόν και διερευνητικόν πάντοτε πλαίσιον της απλής προκαταρκτικής εξετάσεως, σκοπός της οποίας ως γνωστόν είναι να κριθή αν συντρέχη περίπτωσις ποινικής διώξεως (αρ. 31 παρ. 1 εδ. α ΚΓΔ) και ουχί να ερευνηθή εν πληρότητι και εμπεριστατωμένους η υπόθεσις.
Αναφέρω τέλος ότι εις την παρούσαν δικογραφίαν έχουν ενσωματωθή και αι μηνύσεις των: Γρηγορίου Τρυφ. Παπαδάτου, Κυριάκου Νικ. Σπηριούνη και Δημητρίου Παπαδοπούλου.
Εν Αθήναις τη 14 Οκτωβρίου 1974 Ο ενεργήσας την προκαταρκτικών εξέτασιν Εισαγγελεύς
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΒΑΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Η συνέντευξη του Ανδρέα Σκευοφύλακα στο «ΒΗΜΑ», το 2003
O ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ-ΟΔΗΓΟΣ TOY TANK που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου σπάει τη σιωπή του και μιλάει πρώτη φορά για τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου 1973.
«ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΓΙ’ AYTO ΠΟΥ HMOYN, ΓΙ’ AYTO ΠΟΥ EKANA. Τότε αισθανόμουν ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Στους «μαυροσκούφηδες», στο Γουδί, είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα «παλιοκουμμούνια», όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Τι περιμένεις!.. Ούτε μια εφημερίδα δεν είχα διαβάσει μέχρι τότε. Είχα γίνει και εγώ φασίστας. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου. »
1973-2003. Ο Aνδρέας Σκευοφύλαξ, ο έφεδρος στρατιώτης του τεθωρακισμένου άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, σπάει την τριαντάχρονη σιωπή του και αποκαλύπτει όσα συνέβησαν τη μαύρη νύχτα που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και στιγμάτισε για πάντα τη ζωή του. «Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα» λέει στην εκ βαθέων εξομολόγησή του. Μια στιγμή, μια ζωή. Στη «μία και μοναδική φορά» που δέχθηκε να ξύσει «τις πληγές του παρελθόντος», όπως λέει σε μια αποστροφή του λόγου του ο κ. Σκευοφύλαξ, περιγράφει λεπτό προς λεπτό τη στρατιωτική επιχείρηση της χούντας, η οποία ξεκίνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου με την έξοδο των τανκς στους δρόμους της Αθήνας και ολοκληρώθηκε στις 3.30 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, με την αιματοβαμμένη εισβολή στο Πολυτεχνείο. Στη σπάνια μαρτυρία του ο κ. Σκευοφύλαξ μνημονεύει τις δραματικές στιγμές που εκτυλίχθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, τις ειρηνικές εκκλήσεις των φοιτητών που ηχούσαν στα αφτιά του σαν «κραυγές εχθρών της πατρίδας». Τις διαταγές των αδίστακτων στρατιωτικών που πίστεψε ότι ήταν «πατριώτες». Θυμάται – τότε με χαρά, τώρα με θλίψη – τον πόνο των φοιτητών που είδαν το όνειρό τους να τσαλακώνεται κάτω από τις ερπύστριες που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση, τον τρόμο που ακολούθησε από τις λυσσαλέες επιθέσεις των αστυνομικών. Το απαράμιλλο θάρρος του φοιτητή που γύρισε και του είπε: «Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες μέσα;». Την οργή που του προκάλεσε και λίγο έλειψε να τον οδηγήσει σε εν ψυχρώ δολοφονία. «Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα ακόμη, θα τον σκότωνα»!
Οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία. Σε αυτή τη συνέντευξη του κ. A. Σκευοφύλακος μιλούν δύο πρόσωπα: ο 20χρονος έφεδρος στρατιώτης και ο 50χρονος βιοπαλαιστής. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει, ακόμη και σήμερα, για μια ενέργεια που τον κατέστησε αρνητικό πρωταγωνιστή στην κρισιμότερη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μια στιγμή, μια αιωνιότητα. Μετά την απόλυσή του από τον στρατό, ο A. Σκευοφύλαξ θα μοχθήσει για να ζήσει. «Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές το KKE». Στα 30 του θα παντρευτεί, θα αποκτήσει παιδιά. Ζώντας σε μια γειτονιά των νοτίων προαστίων, όλα αυτά τα χρόνια αποφεύγει να μιλάει για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Οσες φορές θα τον ρωτήσουν «τι σχέση έχεις με τον «πορτάκια» του Πολυτεχνείου;», θα μιλήσει για «μακρινό ξάδελφο που σκοτώθηκε σε τροχαίο»! Στη γυναίκα του θα ανοίξει την καρδιά του ύστερα από χρόνια. Στα τρία παιδιά του δεν το έχει αποφασίσει ακόμη. «Είμαι ένας άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρόνων. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο»!
1973-2003. Τριάντα χρόνια μετά, ο άνθρωπος που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου θα πει για τους φοιτητές, τους νέους και τους εργαζομένους που αγωνίστηκαν για την πτώση της χούντας: «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ηταν παλικάρια». Ο κ. Σκευοφύλαξ δεν θα ξεχάσει τη φοιτήτρια που τραυματίστηκε κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια σήμερα του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».
«O στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο»
«Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές KKE»!
«Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές KKE»!
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ημουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι «μαυροσκούφηδες» ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. «Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα» μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. «Παλιοκουμμούνια» θα καλοπεράσετε!» λέγαμε».
Στα 20 χρόνια του ο A. Σκευοφύλαξ βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα, στην επίλεκτη ομάδα του Σώματος των Τεθωρακισμένων κατέπνιξε την εξέγερση των φοιτητών. «Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά μας άρματα, κάτι γαλλικά AMX30. Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στον δρόμο». Στο ίδιο άρμα βρίσκονταν ο αξιωματικός Μιχάλης Γουνελάς, ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάμπρος Κωνσταντέλλος, ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εμβαλωμένος και ο Γιάννης Τίρπας.
«Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε» θυμάται ο κ. Σκευοφύλαξ. Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο. «Οταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε «είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια». Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα»!
Την έξοδο των τανκς από το Γουδί θα πληροφορηθούν οι Αθηναίοι από τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου, τον Δημήτρη Παπαχρήστο. Παρά τις παρεμβολές της ΚΥΠ, το ραδιόφωνο των εξεγερμένων φοιτητών θα μεταφέρει στους Αθηναίους τον ανατριχιαστικό συριγμό από τις ερπύστριες των τανκς. Ο εκφωνητής απευθύνει έκκληση στα «στρατευμένα νιάτα» να μη χτυπήσουν. «Δεν θα χτυπήσουν τα παιδιά, τα αδέλφια μας οι φαντάροι, το φρούριο της ελευθερίας, το μόνο μέρος της Ελλάδας που είναι ελεύθερο. Δεν έχουμε όπλα. Προτάσσουμε μόνο ανοιχτά τα στήθη μας. Λαέ της Αθήνας, όλοι μαζί το σύνθημα: λαός και στρατός μαζί. Δεν θα χτυπήσει ο στρατός!».
Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών που κατευθύνουν την επιχείρηση «Εκκένωσις του Πολυτεχνείου» τα πέντε τανκς προωθούνται προς το Μουσείο. H ώρα της αιματοβαμμένης επέμβασης πλησιάζει. «Μας είπαν να πάμε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα». Στη θέα των τανκς εκατοντάδες φοιτητές πλησιάζουν στην πύλη, ανεβαίνουν στα κάγκελα, φωνάζουν συνθήματα συναδέλφωσης.
Με διάφορους απειλητικούς ελιγμούς και μαρσαρίσματα που ακούγονται σαν κανονιές, οι οδηγοί των τανκς προσπαθούν να κάμψουν το ηθικό των φοιτητών. Ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου απευθύνει νέα έκκληση να αποφευχθεί η αιματοχυσία. «Οι φαντάροι δεν ανήκουν στη χούντα. H χούντα στηρίζεται στο μέταλλο, στηρίζεται στα τανκς, στο σίδερο. H καρδιά των φαντάρων έχει τον ίδιο παλμό με τη δικιά μας. Αγαπάτε τους φαντάρους. Ελληνικά στρατευμένα νιάτα, ο λαός δεν σας κρατάει κακία. Ξέρει ότι είστε μαζί μας».
H ώρα έχει πάει 2 το πρωί. «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Εδειχναν πανικόβλητοι». Ο κ. Σκευοφύλαξ φέρνει στη μνήμη του τα φοβισμένα πρόσωπα των συνομηλίκων του που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο. Χαμηλώνει το βλέμμα του. «Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!
Με ολοένα μεγαλύτερη ένταση και αγωνία οι φοιτητές φωνάζουν προς τους στρατιώτες «είμαστε αδέλφια, αφήστε τα άρματα», ενώ ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου καλεί το πλήθος να δείξει αυτοσυγκράτηση. «Απομονώστε τους προβοκάτορες. Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα με το στρατό. Δεν θέλουμε να χυθεί ελληνικό αίμα». Ο Δημήτρης Παπαχρήστος ψάλλει τον εθνικό ύμνο. Το ίδιο κάνουν και οι χιλιάδες νέοι που βρίσκονται στο Πολυτεχνείο.
Ενα τέταρτο πριν από τις 3 το πρωί οι στρατιωτικοί δίνουν προθεσμία λίγων λεπτών στους φοιτητές για να αποχωρήσουν από το Πολυτεχνείο, να παραδοθούν. Κάποιοι από τους φοιτητές που θέλουν να αποχωρήσουν δοκιμάζουν να απασφαλίσουν την κεντρική πύλη. Δεν τα καταφέρνουν. Πίσω από την πύλη είναι σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο Μερτσέντες που μπλοκάρει το άνοιγμά της. Ο επικεφαλής των τεθωρακισμένων αρμάτων εκνευρίζεται. Οργισμένος φωνάζει: «Τσογλάνια, ρεζιλεύετε το στράτευμα!» και δίνει σήμα για την επέλαση του άρματος.
«Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: «Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!»» λέει ο κ. Σκευοφύλαξ. «Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».
Λίγα λεπτά αργότερα ο A. Σκευοφύλαξ θα μαρσάρει δυνατά. Ο δυνατός προβολέας του τανκ σκοπεύει την πύλη. «H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί» λέει με μοναδική ειλικρίνεια.
Στο εσωτερικό του Πολυτεχνείου επικρατεί πανδαιμόνιο. Διαφωτιστική είναι η περιγραφή που δίνει ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς στην έκθεση που συνέταξε το 1974 για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου: «Εντρομοι και εμβρόντητοι οι σπουδασταί κυριεύονται από την ενώπιον του εσχάτου κινδύνου φοβεράν αγωνίαν. Υπό την πίεσιν πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τμήμα των προς την οδόν Στουρνάρη κιγκλιδωμάτων. Και διά του δημιουργηθέντος ανοίγματος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά μάζας. Νέον, όμως, δι’ αυτούς αρχίζει μαρτύριον. Υβρεις κατ’ αυτών εκτοξεύονται και καταδιωκόμενοι βαναύσως κακοποιούνται».
Οπως αναφέρει ο κ. Σκευοφύλαξ, «αστυνομικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι ΛΟΚατζήδες να τους σταματήσουν – θυμάμαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια μαζί τους – δεν ξέρω και γω τι θα γινόταν». Λίγο αργότερα οι στρατιώτες σχηματίζουν έναν διάδρομο για να περάσουν ασφαλείς οι φοιτητές. Για το θέμα αυτό, στο πόρισμα Τσεβά υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά: «Εμπροσθεν μεν της πύλης του Πολυτεχνείου δημιουργείται διάδρομος υπό των στρατιωτών μέσω του οποίου διέρχονται οι εξερχόμενοι, κατευθυνόμενοι προς την οδόν Τοσίτσα, εντός δε του Πολυτεχνείου βοηθούν, προστατεύουν και εις τους ώμους των πολλούς αδυνάτους κρατούν διά να δυνηθούν να υπερπηδήσουν το υψηλόν κιγκλίδωμα. Και επεισόδια μεταξύ στρατιωτικών και αστυνομικών λαμβάνουν χώραν εν τη προσπαθεία των πρώτων να προστατεύσουν τους φοιτητάς από το διωκτικόν μένος των άλλων».
Μέσα στο Πολυτεχνείο ο A. Σκευοφύλαξ είδε πολλούς τραυματίες και ίσως, όπως λέει, και νεκρούς. «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: «Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;». Αφήνιασα. Εβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: «Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω». Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ενας φασίστας».
Παρά τον πόνο τους, οι φοιτητές θα δείξουν μεγαλείο ψυχής απέναντι στον στρατιώτη που ισοπέδωσε το όνειρό τους. Αδιάψευστη απόδειξη, η μαρτυρία του κ. Σκευοφύλακα: «Οπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Οταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Οσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ’ όσα τους κάναμε… Δεν μπορώ να το συχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!..».
Την αναγνώριση των φοιτητών για ορισμένους από τους αξιωματικούς του στρατού και τους έφεδρους στρατιώτες θα διαπιστώσει αργότερα και ο εισαγγελέας: «Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώται παρεμβαίνουν προς προστασίαν των φοιτητών. Και υπήρξε πηγαία και βαθειά η ευγνωμοσύνη πολλών εξ αυτών προς τους αγνώστους σωτήρας των, ως εις τας καταθέσεις των τούς αποκαλούν με συγκίνησιν»!
Εκατοντάδες φοιτητές καταφέρνουν να βγουν έξω από το Πολυτεχνείο, ξεχύνονται στους γύρω δρόμους, τρέχουν να φύγουν, να γλιτώσουν τη ζωή τους, καθώς γίνονται στόχος ελεύθερων σκοπευτών. «Απομακρυνόμενοι όμως του Πολυτεχνείου αγωνιώδεις τούς αναμένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους χτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τους χτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών, ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον. Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου Διευθυντού της Αστυνομίας να επιτελούν το φονικόν έργον των»!
Την ίδια στιγμή, όπως επισημαίνεται στην ίδια έκθεση, «ομάδες τραμπούκων και επικινδύνων τρωκτικών της γαλήνης του τόπου εκδηλώνουν το εγκληματικόν μένος των κατά των ατυχών σπουδαστών που κατά μάζας εξέρχονται του Πολυτεχνείου». Οι τραμπούκοι είναι άνδρες της ΕΣΑ, οι οποίοι δεν διστάζουν, μάλιστα, να κακοποιήσουν ακόμη και πανεπιστημιακό γιατρό, ο οποίος, μαζί με τη σύζυγό του, είχε σπεύσει να βοηθήσει τους ανυπεράσπιστους φοιτητές.
Στη συμβολή των οδών Πατησίων και Στουρνάρη «άνδρες εν πολιτική περιβολή, κραδαίνοντες ρόπαλα, εξήλθον από ομάδα αυτόθι ευρισκομένων αστυνομικών και εκακοποίησαν σεβάσμιον καθηγητή Πανεπιστημίου, την σύζυγόν του και νεαρόν σπουδαστήν, διότι εξήρχοντο του Πολυτεχνείου, ένθα ο καθηγητής-ιατρός και η σύζυγός του είχον μεταβή προς εκπλήρωσιν του ανθρωπιστικού και ιατρικού των καθήκοντος. Και οι ροπαλοφόροι ούτοι ήσαν άνδρες της ΕΣΑ εν πολιτική περιβολή. Εις το πανδαιμόνιον τούτο της εξόδου των φωνών, των κραυγών, των οιμωγών, των καταδιώξεων και των πυροβολισμών έπεσαν οι περισσότεροι εκ του πλήθους των τραυματιών».
Οταν επέστρεψε στο Γουδί, στη βάση των Τεθωρακισμένων, ο κ. Σκευοφύλαξ έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. Ηταν το τιμώμενο πρόσωπο. «Οταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα «παλιοκουμμούνια», όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ενιωθα περήφανος. Ημουν και εγώ φασίστας».
Οκτώ ημέρες αργότερα, κάτι θα σπάσει μέσα του. Το φρόνημά του θα κλονισθεί, όταν θα δει τον «εθνοσωτήρα» να καθαιρείται και να περιφρονείται από τους συνοδοιπόρους του, αυτούς που πιο πριν ορκίζονταν στο όνομά του. «Την επόμενη εβδομάδα έγινε η στάση του Ιωαννίδη. Ημουν πάλι σε επιφυλακή. Μας πάνε στο ΓΕΣ. Στο προαύλιο λάβαμε θέσεις. Δεν ξέραμε γιατί πήγαμε εκεί. Δεν μας είπαν. Γυρνώντας στο Γουδί μάθαμε ότι «έριξαν» τον Παπαδόπουλο» αναφέρει ο κ. Σκευοφύλαξ. «Τότε μέσα μου κάτι άλλαξε. Αυτοί που τον παρουσίαζαν σαν θεό, τώρα τον έβριζαν. Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό. «Μα είναι τόσο πουλημένοι όλοι τους;» αναρωτήθηκα. Αυτοί πάνε όπου φυσάει ο βοριάς. «Πουλημένα τομάρια» είπα μέσα μου. Θυμάμαι ότι ο Μιχάλης Γουνελάς παρέδωσε τα γαλόνια του στους άνδρες της ΕΣΑ, που ήρθαν στο Κέντρο και τον συνέλαβαν».
Με τη Μεταπολίτευση ο στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ θα βρεθεί στα σύνορα. «Ο Καραμανλής είχε πει «τα άρματα στα σύνορα». Ηταν τα γεγονότα της Κύπρου. Πήγαμε Αλεξανδρούπολη. Μετά από έξι μήνες πήρα άδεια. Αντί να απολυθώ στους 22 μήνες, έφτασα στους 30. Εφεδρεία στην εφεδρεία. Οταν απολύθηκα, όλα είχαν αλλάξει μέσα μου».
Στη Δυτική Αθήνα, όπου κατοικούσε με τους γονείς και τα δύο αδέλφια του, θα αναζητήσει δουλειά. «Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Εκανα όποια δουλειά μπορείς να φανταστείς. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές KKE»!
Ολα αυτά τα χρόνια ο κ. Σκευοφύλαξ θα κάνει μια ήρεμη ζωή. Σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι. Ποτέ δεν θα μιλήσει για το Πολυτεχνείο. Δεν θα αισθανθεί να τον ενοχλούν. Μόνο μία φορά το επώνυμό του τον έφερε σε δύσκολη θέση. «Στη δουλειά πριν από χρόνια κάποιος άκουσε πώς με λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση με τον «πορτάκια», όπως είπε, του Πολυτεχνείου. «Ξάδελφός μου είναι, μακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο» απάντησα. Είμαι ένα άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρονών. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι μου δεν ξέρουν ποιος είμαι ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα μου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά μου δεν το είπα ακόμη».
1973-2003. Με μια αυτοκριτική διάθεση που σπανίζει, ο κ. Σκευοφύλαξ δεν θα διστάσει να πει: «Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα. Στη θέση μου θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήμουν άλλωστε. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου».
Για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στη χούντα, ο κ. Σκευοφύλαξ θα μιλήσει με κολακευτικά λόγια. «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ηταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη». Ο οδηγός του τανκ που μπήκε στο Πολυτεχνείο δεν θα ξεχάσει τη νεαρή φοιτήτρια που τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια – σήμερα – του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου