Ι. Όταν σκοτώνεις εσένα τον ίδιο
Καταστηματάρχης στη γειτονιά αυτοκτόνησε. Κρεμάστηκε μέσα στο μαγαζί του. Τον βρήκαν το επόμενο πρωί. Το κηδειόχαρτο γράφει ότι ήταν σαράντα χρονών. Χρώσταγε, λένε. Σε τοκογλύφους, λένε. Αλλά πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό που λένε ισχύει κιόλας;
Τις προάλλες διάβαζα στο ίντερνετ για την αυτοκτονία ενός άλλου ανθρώπου. Κάποιοι μίλησαν για την κρίση και αμέσως υπήρχαν άλλοι που τους αποστόμωναν : γιατί σπεύδουμε να βγάζουμε συμπεράσματα; Μπορεί ο άνθρωπος να είχε οικογενειακά προβλήματα, ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα υγείας, ένα σωρό προβλήματα.
Ακόμα όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν χρωστάς ούτε σε τοκογλύφους ούτε πουθενά, μπορείς να έχεις μια ζωή ψυχολογικά προβλήματα, αλλά να είναι ο παράγοντας κρίση εκείνος που γίνεται ο καταλύτης για να αυτοκτονήσεις, να είναι το ευρύτερο περιβάλλον της κρίσης που μετατρέπει μια ενδιάθετη τάση σε πράξη. Μετριέται όμως αυτό; Δεν μετριέται. Οπότε ας μην σπεκουλάρουμε πάνω στους λόγους για τους οποίους αυτοκτονούν οι άνθρωποι.
Και σε κάθε περίπτωση η περιπτωσιολογία δεν λέει τίποτα. Οι επίσημες στατιστικές τι λένε; Δείχνουν όντως αύξηση των αυτοκτονιών; Κι αν ναι, άξια λόγου ή τίποτα ψιλά; Κι αν ακόμα είναι άξια λόγου, πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε σε ελληνικά στατιστικά, πώς συλλέγονται τα στοιχεία, πώς καταχωρούνται; Ας περιμένουμε να αναλύσουμε πρώτα όλα αυτά τα στοιχεία με νηφαλιότητα και τότε και μόνο τότε θα νομιμοποιούμαστε ενδεχομένως να μιλήσουμε για κάποιο γενικότερο φαινόμενο.
Μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, ας αφήνουμε τους ανθρώπους να αυτοκτονούν, χωρίς να προσπαθούμε να τους κάνουμε όργανο της προπαγάνδας μας.
Καθένας δικαιούται να κρεμαστεί στο μαγαζί του ή στο σπίτι του ή όπου αλλού θέλει, και το μόνο που ζητά από εμάς είναι λίγη διακριτικότητα. Είναι σε τελική ανάλυση ένας τρόπος αυτορύθμισης και διόρθωσης της αγοράς αυτός. Είχαμε χτίσει ένα μοντέλο ανάπτυξης που οι μισοί πουλούσαμε στους άλλους μισούς, που οι μισοί διασκεδάζαμε τους άλλους μισούς, που οι μισοί φτιάχναμε καφετέριες όπου άραζαν οι άλλοι μισοί, σε μια ευημερία επίπλαστη και δανεική.
Η φούσκα όμως σκάει, καιρός είναι να κλείσουν οι καφετέριες, να εξαλειφθεί το αραλίκι, να πάει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και ο πάγκος για όσους δεν τους αντέχει -βάσει του χειροκροτήματος της αγοράς- η σκηνή, είναι το σκοινί, το οποίο μπορούν να περάσουν γύρω από το λαιμό τους. Σε τελική ανάλυση ίσως είναι και δίκαιο που το περνάνε, πολύ πιο δίκαιο πάντως και πολύ λιγότερο βάρβαρο από τις κραυγές για κρεμάλες στο Σύνταγμα, οι οποίες έχουν το καλό να μην μπορούν να αποδοθούν σε μυστηριώδη αίτια γύρω από τον ανθρώπινο ψυχισμό, αλλά να μπορούν να καταδικασθούν εκ των προτέρων, ευθέως, απερίφραστα και με ανατριχίλα. Ανατριχίλα που κανένας αυτόχειρας δεν θα προκαλέσει, γιατί η ευστάθεια του συστήματός μας δεν στηρίζεται στο ακρέμαστο του λαιμού των έντεκα εκατομμυρίων όλωνμαζίπουταέφαγαν αλλά στο ακρέμαστο λαιμό εκείνων των μερικών εκατοντάδων που λένε πως όλοι μαζί τα φάγαμε και άρα για αυτό τσιμουδιά.
ΙΙ. Όταν σκοτώνεις τον ξεχωριστό άλλον.
Οι άνθρωποι που φτάνουν σε αυτό το απώτατο άκρο με το οποίο σφραγίζουν μια σχέση, εξορίζοντας την από τα όρια της ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος και μετατρέποντας της σε αμετάκλητο γεγονός, είναι πιθανότατα άνθρωποι που σκοτώνουν κατά βάση όχι εξαιτίας της σχέσης τους με τον άλλο άνθρωπο, αλλά εξαιτίας της σχέσης τους με τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι δηλαδή πιθανότατα άνθρωποι που δεν κατορθώνουν να εμποδίσουν τον εαυτό τους να αφαιρέσει μια ζωή, όχι επειδή εξελίχθηκε σε τόσο νοσηρή η σχέση τους με τον άλλο, αλλά επειδή είναι νοσηρή η σχέση τους με τον εαυτό τους. Αυτό όμως σημαίνει πως όποιον κι αν ερωτεύονταν και έκανε αυτός κάποια στιγμή να τους αφήσει, εκεί θα κατέληγαν; Μάλλον όχι, μάλλον επί του δεδομένα μη σταθερού δικού σου εδάφους, πρέπει να πέσει και ο ξεχωριστός εκείνος σπόρος ενός έρωτα που η απώλειά του δεν αντέχεται. Στο "Becket", ο Πίτερ O' Τουλ είναι o Eρρίκος ο 2ος, βασιλιάς στην Αγγλία του 12ου αιώνα, πλατωνικά ερωτευμένος με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον που είναι ο Τόμας Μπέκετ, ο καλύτερος του φίλος. Κυνηγάνε μαζί, τρώνε μαζί, κοιμούνται με γυναίκες μαζί. Του δίνει συνεχώς αξιώματα, μέχρι που φτάνει να τον κάνει Αρχιεπίσκοπο. Τότε εκείνος παίρνει το νέο του ρόλο στα σοβαρά, αφιερώνεται στο έργο του, αρχίζει να προτιμά το Θεό από τη φιλία τους, βάζει την Εκκλησία να κοντραριστεί με το Κράτος. Ο βασιλιάς νιώθει τόσο προδομένος, που τελικά διατάζει να τον σκοτώσουν. "Αs long as he's alive, I tremble, I shake". Όταν τον σκοτώνουν, ζητά από τον Πάπα να τον αγιοποιήσει. Και πράγματι το θύμα του έρωτά του αγιοποιείται. Η αγιοποίηση ως το υπέρτατο στάδιο της εξιδανίκευσης. Εξιδανικεύω - δαιμονοποιώ - εξολοθρεύω - αγιοποιώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου