Τρίτη μέρα της Μάχης. Ζέστη αφόρητη, θερμές αέριες μάζες ερχόταν
από την Λιβύη σαν να συμμάχησαν και αυτές με τους υπερασπιστές του νησιού καθώς
οι επιτιθέμενοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε θερμό κλίμα. Στο αεροδρόμιο του Μάλεμε
και στο ύψωμα 107 είχαν πιαστεί στα χέρια και τώρα χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια και
τις λόγχες, γιατί όποιος κέρδιζε το ύψωμα συνάμα θα κέρδιζε τον έλεγχο του αεροδρομίου
και ασφαλώς την μάχη. Αλλά ας μεταφερθούμε στη μάχη του Δραπανιά Κισάμου. Από την
πρώτη μέρα είχαν εξουδετερώσει όλους τους Αλεξιπτωτιστές στου Καστελιού τον κάμπο,
αλλά τώρα γερμανικός τακτικός στρατός απεβιβάσθη με καΐκια στα Ναυπηγεία. Το νέο
διαδόθηκε σαν αστραπή στα γύρω χωριά και οι άνδρες όσοι είχαν όπλο αμέσως έτρεξαν
για να αναχαιτίσουν τους νεοφερμένους.
Τέσσερις Ποταμιδιανοί δίπλα -
δίπλα ο ένας με τον άλλο.
Πρώτος ο Νικόλαος Γ.
Χουδαλάκης 30 χρονών περίπου χεροδύναμος, νευρικός, ορμητικός με κατάμαυρα μεγάλα
μουστάκια απόδειξη της Κρητικής καταγωγής του.
Δεύτερος ο μακαρίτης Γιώργης
Φωτάκης. Άνδρας μεγαλόσωμος στην ίδια περίπου ηλικία με τον πρώτο.
Τρίτος ο Γιάννης Ηλία
Μαζοκοπάκη ετών 57 με 8 παιδιά και Τέταρτος ο Στέφανος Τζανή Μπατουδάκη ετών
16, κρατούσε ένα γερμανικό τουφέκι που το είχε πάρει από τη Μάχη του κάμπου.
Γέμισε το τουφέκι και έριχνε πολλή
γρήγορα. Θα πέρναγαν πολλά χρόνια για να τον μιμηθούν τα παιδιά της Παλαιστίνης.
Παραδίπλα τους ένας βρακοφόρος
κρατούσε ένα γκρα που τα φυσίγγια του ήταν φτιαγμένα από καπνερό μπαρούτι και
σε κάθε πυροβολισμό άφηνε ένα συνεφάκι καπνού.
Αυτό στάθηκε αιτία να τους
επισημάνει το γερμανικό πολυβόλο. Απανωτές ριπές και οι σφαίρες έπεφταν δίπλα
τους, μπροστά τους, από πάνω τους και σφύριζαν δαιμονισμένα. Τραυματίστηκε ελαφρά
στο πρόσωπο ο Χουδαλάκης. Και τότε έγινε το κακό.
Φωτιές στα σπίτια, του πάνω
Δραπανιά, καίγανε τα σπίτια οι Γερμανοί, και από πίσω τους ακούστηκε η φωνή «Πίσω
γρήγορα οι Γερμανοί μας βάλανε στη μέση». Η φυγή ήταν γρήγορη και άτακτη. Το
πολυβόλο καιροφυλακτούσε, αμέσως ακούστηκαν τα κροτάλισματά του και συνάμα τα
ουρλιαχτά του Μαζοκοπάκη με τα οκτώ παιδιά. Δύο σφαίρες τον πέτυχαν στο
αριστερό μέρος της κοιλιάς. Ο δεκαεξάχρονος Μπατουδάκης έτρεξε σαν αστραπή και
διένυσε τα 6 χιλιόμετρα
απόσταση για να φτάσει στο χωριό του και να πει τα νέα στην γυναίκα του. Της
είπε ακριβώς που έμεινε. Έτρεξε γρήγορα, ήταν νέα ακόμη 42 χρονών και άντεχαν
τα πόδια της. Μόλις έφθασε όμως στην πρώτη γραμμή η μάχη συνεχιζόταν από άλλες
τώρα θέσεις, οι ντόπιοι την εμπόδιζαν γιατί οπωσδήποτε θα σκοτωνόταν. Αυτή όμως
πέρασε μπήκε στα διασταυρωμένα πυρά από πολλά άλλα σημεία. Οι δικοί μας, την
έβλεπαν και έλεγαν που πηγαίνει αυτή η τρελή, και σταματήσανε τον πόλεμο, με
την σειρά τους σταματήσανε και οι Γερμανοί.
Γύρισε σε όλα τα μέρη που της
είπε ο Μπατουδάκης αλλά πουθενά. Σε λίγο θα βράδιαζε έπρεπε να γυρίσει πίσω.
Γύρισε σπίτι της με μάτια που γυάλιζαν στεγνά σαν να ‘ταν γυάλινα, τα παιδιά
της την κοίταζαν στα μάτια, δεν την ρώτησαν τίποτα, δεν τους είπε τίποτα. Την
επόμενη πριν να ξημερώσει έφυγε, άρχισε να ψάχνει πάλι, γιατί την είχε ξανακατατοπίσει
ο Μπατουδάκης.
Τα αεροπλάνα πετούσαν μέχρι
σχεδόν το κεφάλι της. Τα πολυβόλα κροταλούσαν ακατάπαυτα. Βρήκε καμιά εικοσαριά
σκοτωμένους ντόπιους και Γερμανούς, αλλά τον άνδρα της πουθενά. Σήμερα την
ακολουθούσε το σκυλί τους ένας μιγάς από λυκόσκυλο και ντόπιο. Ξαφνικά διακόσια
μέτρα μακριά, άκουσε τον σκύλο, να ουρλιάζει. Έτρεξε πήγε και τον είδε μπρούμυτα
και ο σκύλος καθόταν από το μέρος του κεφαλιού του. Ου Ου Ου Ου! Ούρλιαζε. Τον
γύρισε ανάσκελα είχε σκίσει τα ρούχα του και είχε πρόχειρα επιδεθεί αλλά η
αιμορραγία ήταν μεγάλη γιατί είχε χτυπηθεί με σφαίρες τροχοδιωκτικές. Έπεσε
πάνω του και θρηνούσε για αρκετή ώρα. Τώρα την βασάνιζε το πώς θα τον σηκώσει.
Πήγε από το μέρος του κεφαλιού του έβαλε τα χέρια της κάτω από τις μασχάλες του
τον τραβούσε καμιά πενηνταριά μέτρα, τον πήγε σε ένα δέτη τον κάθισε, πήγε από
μπροστά του, τράβηξε τα χέρια του μπροστά από τους ώμους της έσκυψε αρκετά και
τον σήκωσε. Προχωρούσε πολύ σκυφτά και αργά γιατί το βάρος την πίεζε αφόρητα. Ο
σκύλος μπροστά και αυτός πήγαινε πολύ σιγά γιατί μάντευε την δυσκολία. Είχε
βαδίσει περίπου 150 μέτρα
και άρχισε ο σκύλος να γρυλίζει και να φαίνεται ανήσυχος, διψούσε τρομερά από
το φορτίο και την πολύ ζέστη, λιποψύχησε, μπροστά της 30 μέτρα περίπου ήταν ένας
δέτης αν έφτανε μέχρι εκεί θα τον ακουμπούσε εκεί και δεν θα της ήταν δύσκολο
να τον σηκώσει. Ξαφνικά ο σκύλος κάτι
είδε τρόμαξε γύρισε προς τα πίσω ήθελε 5 μέτρα να φτάσει και ήταν μπροστά της οι
Γερμανοί 7 άνδρες, ένας Λοχίας και 6 στρατιώτες κόπηκαν τα πόδια της γύρισε στο
πλάι.
Και απόθεσε τον νεκρό άντρα της.
Τα χείλη της κάτασπρα από την αφυδάτωση. Οι Γερμανοί κάτι της έλεγαν, αυτή δεν καταλάβαινε,
μετά μιλούσαν μεταξύ τους. Ξαφνικά πλησίασε ο Λοχίας και της ακούπησε το
παγούρι του στο στάμα της. Αυτή δεν δέχθηκε. Τον κοίταξε σαν αποσβολωμένη. Ήταν
όλα τους παιδιά αμούστακα και γύρω στα 18. Αντί για σχολεία, ο αρχηγός τους τα
έστειλε εδώ για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Σίγουρα αυτοί σκότωσαν τον άνδρα
της. Μέσα της υπήρχε μία διχογνωμία, δεν ήξερε εάν έπρεπε ή όχι να τους
καταραστεί. Της έγνεψε να φύγει. Άρχισε να προχωράει τα πόδια της σερνόταν στο
σκληρό χώμα και έκαναν ένα παράξενο θόρυβο σαν το θόρυβο που έκανε ο Σταυρός του Χριστού στο λιθόστρωτο
πηγαίνοντας στο Γολγοθά. Σε τούτο τον
κόσμο δεν σήκωσε μόνο ο Χριστός χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι σήκωσαν
τον δικό τους σταυρό.
Ο σκοτωμένος άνδρας και η
τραγική γυναίκα που τον κουβαλούσε στην πλάτης της είχαν την ατυχία αλλά και
την τιμή να είναι οι γονείς μου.
Ιωάννης
Ιωάννου Μαζοκοπάκη
Ποταμίδα Κισάμου Χανίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου