Η μυθιστορηματική επιχείρηση κατά του Γερμανού διοικητή των
δυνάμεων κατοχής της Κρήτης από τον Πάτρικ Λη Φέρμορ
Ο
Πάτρικ Λη Φέρμορ (11 Φεβρουαρίου 1915 - 10 Ιουνίου 2011) έφυγε πρόσφατα, πλήρης
ημερών. Ο δρόμος του ήταν μακρύς, «γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις».
Επέλεξε την Καρδαμύλη της Μάνης σαν μια από τις Ιθάκες του και έζησε εκεί πολλά
ευτυχισμένα χρόνια.
Θάνος Bερεμης
Του Patrick Leigh Fermor
Τα Ανώγεια, το μεγαλύτερο χωριό στην Κρήτη, ήταν πολύ
απομακρυσμένα και απομονωμένα για μια μόνιμη φρουρά. Ψηλά στις βόρειες πλαγιές
του Όρους Ίδη, αποτελούν το κλειδί για όσους θέλουν να διασχίσουν αυτόν τον
μεγάλο όγκο. Φημισμένα για το ανεξάρτητο πνεύμα τους, την ιδιομορφία τους σε
ένδυση και προφορά, ήταν για μας πάντοτε ένα σπουδαίο κρησφύγετο.
Την προηγούμενη χρονιά, ο Μάικ Στόκμπριτζ και εγώ είχαμε
βαφτίσει την κόρη του γενναίου τοπικού καπετάνιου Στεφανογιάννη Δραμουντάνη και
έτσι γίναμε κουμπάροι του.
Είχε σκοτωθεί -τον πυροβόλησαν ενώ προσπαθούσε να
δραπετεύσει, πηδώντας πάνω από έναν τοίχο με τα χέρια του δεμένα- μετά την
περικύκλωση του χωριού από τους Γερμανούς.
Αλλά εγώ ήξερα ότι μπορούσαμε να βρούμε όση υποστήριξη
χρειαζόμασταν από τους συγγενείς του και τους οπαδούς του, και από τον διάδοχό
του στη διοίκηση, τον καπετάν Μιχάλη Ξυλούρη.
Εμείς, ο Γιώργης Τυράκης κι εγώ, ανεβαίναμε το βουνό μέχρι τα
Ανώγεια όλη τη νύχτα, και όταν φτάσαμε σε εκείνους τους ανεμοδαρμένους βράχους,
λουσμένους από το φως της αυγής, φορούσα ακόμη γερμανική στολή…
Η ανάβαση ήταν κοπιώδης -ο στρατηγός είχε δεχτεί ένα άσχημο χτύπημα στο πόδι κατά τη διάρκεια της πάλης στο αυτοκίνητο- αλλά ασφαλής. Τώρα είχαν βρει καταφύγιο σε μια χαράδρα ένα με δύο μίλια μακριά. Τους είχε σταλεί στα κρυφά ένα καλάθι με τρόφιμα και εγώ επρόκειτο να τους συναντήσω αφού θα είχε σκοτεινιάσει, με έναν οδηγό και ένα μουλάρι για τον στρατηγό…
Μία ώρα μετά τη δύση του ήλιου οι δυο ομάδες μας είχαν σμίξει
ξανά και ανηφορίζαμε έναν ελικοειδή και απότομο κατσικόδρομο που μόλις
διακρινόταν. Πάνω σε ένα μουλάρι ανάμεσά μας, τυλιγμένος, για προστασία από το
κρύο, με το φαιοπράσινο πανωφόρι χωροφυλακής του Στρατή, με τον Μανώλη στο
πλευρό του, προχωρούσε ο στρατηγός ή μάλλον, ο Θεόφιλος : οι λέξεις «Κράιπε» ή
«στρατηγός» ήταν απαγορευμένες ήδη από την Κασταμονίτσα. Ο Μπίλλυ μου είπε ότι
είχαν έναν συναγερμό για Γερμανούς στη διάρκεια της ημέρας και είχαν μεταφέρει
την κρυψώνα τους. Ίσως ο συναγερμός είχε σημάνει επειδή με είδανε από μακριά,
από πάνω από τα Ανώγεια, ντυμένο με γερμανική στολή, και τον Γιώργη φανερά
οπλισμένο και με στολή εκστρατείας, που δεν ήταν όμως ευδιάκριτη, καθώς ο
μαύρος του μπερές ήταν χωμένος στην τσέπη του. Ο στρατηγός, είπαν όλοι, είχε
φανεί λογικός και συνεργάσιμος, η μεγαλύτερη έγνοια του -την οποία μου
επανέλαβε όταν για πρώτη φορά σταματήσαμε για τσιγάρο στα βράχια- ήταν η
απώλεια του Σταυρού του των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού, ένα παράσημο που
φοριέται γύρω από τον λαιμό. Του είπα ότι πιθανόν να βγήκε στην πάλη ίσως είχε
βρεθεί κατά την εκκαθάριση, στην οποία περίπτωση θα φρόντιζα να του επιστραφεί,
και με ευχαρίστησε…
Σύντομα ήμασταν στη σπηλιά του Ξυλούρη, τριγυρισμένοι από
αντάρτες που μας καλωσόριζαν…
Εκεί, επίσης, βρισκόταν ένα κεφάτο τρίο Άγγλων συναδέλφων. Ο Τζων Χάουσμαν, ένας νεαρός υπολοχαγός στους Κόλπους, ο Τζων Λιούις, με στιβάνια και γένια, και, σαν από θαύμα, ο ασυρματιστής του Τομ Ντάνμπαμπιν και ο ασύρματός του. Είχε πληροφορηθεί, μέσω Καΐρου, για τα μηνύματά μας στον Σάντυ, και ο Τομ είχε στείλει τον σταθμό ασυρμάτου του στο Όρος Ίδη για να μας βοηθήσει. Το πρόβλημα που είχαμε στις επικοινωνίες είχε λυθεί. Με χαρά έγραψα ένα σήμα, κάνοντας γνωστά τα νέα, προτρέποντας σε δράση του BBC και της RAF και ζητώντας ένα πλοίο σε όποιον ορμίσκο βόλευε το Ναυτικό νότια του Όρους Ίδη, αλλά κατά προτίμηση στα Σαχτούρια. Ευτυχώς ένα προγραμματισμένο πλοίο για Κάιρο έφθανε σύντομα, θα μπορούσαμε να περιμένουμε εκεί, να τακτοποιηθούμε με την ησυχία μας, να διασχίσουμε την Ίδη, να ξεγλιστρήσουμε στη θάλασσα, και μετά από εκεί για την Αίγυπτο. Με λίγη τύχη, το BBC θα έπειθε τον εχθρό ότι είχαμε φύγει, περιορίζοντας την αντίδρασή τους σε μία συμβολική επίδειξη δύναμης ή ακόμη και τίποτα.
Ήταν μία μέρα συναντήσεων. Τα κιάλια μας εντόπισαν τρεις
φιγούρες να έρχονται από τα ανατολικά : τους δύο Αντώνηδες (Ζωϊδάκη και
Παπαλεωνίδα) και τον Γρηγόρη Καναράκη, αλλά χωρίς τον οδηγό του αυτοκινήτου. Άρχισα
να ανησυχώ. Όλοι μας -δηλαδή η ανασυγκροτημένη ομάδα απαγωγής- πήγαμε παράμερα,
ανάμεσα στους ογκόλιθους. «Δεν γινόταν αλλιώς, κύριε Μιχάλη», μου εξήγησε ο
Αντώνης Ζωιδάκης, δίνοντάς μου ένα γερμανικό ατομικό βιβλιάριο και μερικές
ξεθωριασμένες οικογενειακές φωτογραφίες. Ήταν πολύ αναστατωμένος. Τον Χανς, τον
οδηγό, τον είχαν αφήσει μισοαναίσθητο, τον φουκαρά. Μπορούσε να περπατήσει μόνο
με την ταχύτητα χελώνας. Σχεδόν τον κουβάλησαν διά μέσου της πεδιάδας μέχρι
τους ανατολικούς πρόποδες. Μετά, το απόγευμα, ξεκίνησε το ανθρωποκυνηγητό :
άνδρες του μηχανοκίνητου πεζικού είχαν κατέβει από τα οχήματά τους σε όλα τα
χωριά γύρω από τις ανατολικές πλαγιές των βουνών και άρχιζαν να ανεβαίνουν τη
λοφοπλαγιά σε ανοιχτό σχηματισμό. Αν άφηναν πίσω τους τον οδηγό και τον
πρόφταιναν οι Γερμανοί, όλο το σχέδιο, και το παραμύθι περί συμμετοχής μη
ντόπιων, θα ξεσκεπαζόταν ολόκληρη η περιοχή θα ερημωνόταν από τις φλόγες και
τις σφαγές, αν έμεναν μαζί του, οι ίδιοι θα συλλαμβάνονταν. Απέμενε μονάχα ένα
πράγμα, ο εχθρός βρισκόταν πολύ κοντά για να διακινδυνεύσουν τον κρότο ενός
όπλου, πώς τότε; Ο Αντώνης έγειρε επίμονα μπροστά, έβαλε το ένα χέρι στη
φιλντισένια λαβή του κρητικού του μαχαιριού με το ασημένιο θηκάρι και, με το
πλάι του άλλου του χεριού, έκανε μία σφοδρή κοψιά στον αέρα. «Τον εξαφνιάσαμε.
Σε μια στιγμή». «Δεν κατάλαβε τίποτα», είπε ένας από τους άλλους. Υπήρχε μια
βαθιά σχισμή πρόχειρη και πολλές πέτρες, δεν θα τον έβρισκαν ποτέ. «Κρίμας.
Φαινότανε καλός άνθρωπος, κι ας ήτανε Γερμανός»...
Ο αγγελιοφόρος έφερε νέα για κινήσεις στρατευμάτων στο
Τυμπάκι, στις Μέλαμπες, στο Σπήλι και στους Αρμένους, στήλες σκόνης
κατευθύνονταν προς το Ορος Ιδη από το γεμάτο φρουρές σεληνιακό τοπίο της
Μεσαράς, αναγνωριστικά αεροσκάφη διασκορπίζονταν πάνω από τους νότιους
πρόποδες. Ένας δρομέας από τα Ανώγεια έφερε αναφορές για πανομοιότυπες κινήσεις
του εχθρού στα βόρεια: φορτηγά ξεφόρτωναν πεζικό σε όλους τους πρόποδες προς τα
δυτικά, μέχρι τη σπουδαία Μονή Αρκαδίου (ένα περιβόητο λημέρι όλων των φίλων
μας μέχρι που προδόθηκε), όπου τα γερμανικά στρατεύματα είχαν βομβαρδίσει τον ηγούμενο
Διονύσιο και τους μοναχούς του με την ίδια ερώτηση που ρωτούσαν παντού: «Πού
είναι ο στρατηγός Κράιπε;». Όμως μέχρι στιγμής, και αντίθετα από το
αναμενόμενο, σημειώθηκε ελάχιστη βία, λίγες συλλήψεις, κανένας πυροβολισμός.
Υπήρχε μια αχτίδα ελπίδας, την οποία απέδωσα στο γράμμα που είχα αφήσει για τις
γερμανικές αρχές, το οποίο έλεγε ότι αυτόν τον Βρετανό κομάντο τον οδηγούσαν Έλληνες
τακτικοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στη Μέση Ανατολή...
Για τον στρατηγό, το να φάει ψωμί με τον καπετάν Μιχάλη και
τους άνδρες του κι εμάς, θα πρέπει να φάνηκε πολύ παράξενο: τα πολλά
σταυροκοπήματα προτού ριχτούμε στο φαΐ και μετά το τσούγκρισμα των ποτηριών με
τις συνήθεις προπόσεις της Αντίστασης. «Νίκη!», «Λευτεριά!», «Η Παναγιά μαζί
μας!», «Να ξεσκουριάζη τα όπλα μας!», «Να πεθάνομε αντρόπιαστοι!». Ο Μιχάλης κι
η παρέα του ήταν σχολαστικά ευγενικοί? αλλά το βρήκαν δύσκολο να τραβήξουν το
βλέμμα τους από το περίεργο έπαθλό μας.
Δύο μέρες αργότερα, καθώς δεν υπήρχαν αρκετά καλύμματα, ο
Μπίλλυ, ο στρατηγός κι εγώ καταλήξαμε, όχι για τελευταία φορά, να κοιμόμαστε
και οι τρεις μας κάτω από την ίδια κουβέρτα, με τον Μανώλη στη μία πλευρά και
τον Γιώργη στην άλλη, να περιποιούνται τα Marlin τους και να κοιμούνται με
βάρδιες.
Ξυπνήσαμε στα βράχια, ακριβώς τη στιγμή που μια εκτυφλωτική
αυγή ξημέρωνε πάνω από την κορυφογραμμή του Όρους Ίδη, το οποίο επί δύο μέρες
πασχίζαμε να διασχίσουμε. Και οι τρεις μας καπνίζαμε ξαπλωμένοι χωρίς να
μιλάμε, όταν ο στρατηγός, μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό του, είπε αργά :
«Vides ut alta stet
nive candidum Soracte…»
Ήμουν τυχερός. Είναι η πρώτη γραμμή μίας από τις λίγες ωδές
του Ορατίου που ξέρω απέξω (Ad Thaliarchum). Άρχισα να απαγγέλλω από εκεί που
είχε σταματήσει :
«... Nec iam sustineant onus
Silvae laborantes, geluque
Flumina constiterint acuto»
και συνέχισα, με τις πέντε στροφές που είχαν απομείνει, μέχρι το τέλος.
«... Nec iam sustineant onus
Silvae laborantes, geluque
Flumina constiterint acuto»
και συνέχισα, με τις πέντε στροφές που είχαν απομείνει, μέχρι το τέλος.
Τα γαλάζια μάτια του στρατηγού σταμάτησαν να κοιτούν τη βουνοκορφή και στράφηκαν στα δικά μου - και όταν τελείωσα, μετά από μια μακρά σιωπή, είπε: «Ach so, Herr Major!». Ήταν πολύ παράξενο. «Ja, Herr General». Λες και, για μια παρατεταμένη στιγμή, ο πόλεμος είχε πάψει να υπάρχει. Είχαμε πιει και οι δύο από τις ίδιες πηγές πριν από πολύ καιρό? και τα πράγματα μεταξύ μας θα ήταν διαφορετικά για το υπόλοιπο του χρόνου μας μαζί.
Το κείμενο αποτελούν αποσπάσματα από το «Abducting a General», μία προσωπική αφήγηση για την Επιχείρηση Κράιπε, την οποία ο Patrick Leigh Fermor έγραψε κατά παράκληση του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου το 1969.
Επιμέλεια – Mετάφραση : Στέφανος Xελιδόνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου