Του Ηλία Μαγκλίνη
Τι όνομα έπρεπε να δοθεί στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου το 1936; Ελληνικό ή γερμανικό; Και ποια γραφή έπρεπε να χρησιμοποιείται στα έγγραφα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και του γερμανικού κράτους το 1941; Η γοτθική ή η λατινική;
Τέτοιου τύπου ερωτήματα διατυπώνονται σε φακέλους των αρχείων του υπουργείου Παιδείας του Γ΄ Ράιχ, του υπουργείου Προπαγάνδας και της καγκελαρίας. Πρόκειται φυσικά για παλαιά υπόθεση: ήδη από την εποχή που ο Χίτλερ έγραφε το «Ο Αγών μου», διακήρυττε ότι υπάρχει «φυλετική ενότητα» ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους Γερμανούς, και ότι αυτούς τους τρεις λαούς ενώνει η ίδια μακραίωνη πάλη, ενώ στα χρόνια της ακμής του ναζισμού, ο θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ δήλωνε δημόσια ότι «οι Έλληνες ήταν λαός του Βορρά».
Το φάντασμα της κλασικής αρχαιότητας («The glory that was Greece/the grandeur that was Rome», καταπώς λέει ο ρομαντικός Πόε στο ποίημά του «Στην Ελένη») πλανιέται πάνω από την Ευρώπη των ισχυρών από την εποχή της Αναγέννησης. Ποτέ όμως άλλοτε δεν λατρεύτηκε τόσο όσο στα χρόνια της χιτλερικής Γερμανίας. Και επρόκειτο στ’ αλήθεια για μια φαντασίωση, μια διαστρέβλωση, μια καταφυγή. Όπως σημειώνει στη μελέτη του «Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα» (εκδ. Πόλις) ο ιστορικός Johann Chapoutot: «Πέρα από την αναφορά στην αρχαιότητα, η εργαλειοποίηση της Ιστορίας, η καταφυγή μιας πολιτικής εξουσίας στη ρητορεία ή στο ιστορικό παράδειγμα είναι συχνό φαινόμενο, ιδίως στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία επιδιώκουν να αγκιστρώσουν στα βάθη μιας ιστορικής κανονικότητας την άγνωστη πολιτική σκοπιμότητα που προωθούν».
Οι ναζί δεν είχαν την αποκλειστικότητα σε αυτή την παρελθοντολαγνική ρητορική. Μιλώντας περί ολοκληρωτισμού, ο Chapoutot αναφέρει ότι ο «Στάλιν παρήγγειλε στον Αϊζενστάιν έναν “Αλέξανδρο Νιέφσκι” για να προσδώσει ιστορικό βάθος στη ρωσική αντίσταση κατά του γερμανικού ιμπεριαλισμού, κι έπειτα έναν “Ιβάν Τρομερό” που δείχνει, στα μέσα του 15ου αιώνα, ένα Κρεμλίνο να μάχεται ενάντια στους βογιάρους», ενώ και ο «Μουσολίνι ήθελε να ανασυστήσει συμβολικά ένα imperium κατασκευάζοντας τη Via dei fori imperiali. Η χρήση της αναφοράς στην κλασική αρχαιότητα από τον ιταλικό φασισμό έχει γίνει αντικείμενο πολλών ερευνών, ακριβώς επειδή είναι τόσο άμεση και εντυπωσιακή». Ο Chapoutot υπογραμμίζει ότι «αυτή η αναφορά στην αρχαιότητα, ωστόσο, παραμένει συνήθως στο επίπεδο της απλής σκηνοθεσίας και εθιμοτυπίας. Το μεγαλείο του παρελθόντος μοιάζει, αντίθετα, να έχει βαθύτερη σημασία για τον εθνικοσοσιαλισμό. Ο ιταλικός φασισμός, όπως πιστοποιεί η καλλιτεχνική πολιτική του, είναι ανοιχτός στην καινοτομία, ενώ ο ναζισμός διαφυλάσσει ευλαβικά το παρελθόν, ιερό τόπο των απαρχών».
Ιδεολογία, γενεαλογία
Παρελθόν πρέπει για ορισμένους να σημαίνει στέρεη,
μπετονένια ταυτότητα – και πάνω απ’ όλα, ταυτότητα καθαρή, αγνή. Την ταυτότητα
μιας φυλής που ζει και αναπνέει βάσει αποκλεισμών και διωγμών. Έτσι, ιδεολογία
και γενεαλογία ταυτίζονται σε σημαντικό βαθμό. Επί του προκειμένου, μέσα από
τον σφετερισμό του μύθου των Αρίων κατά τον γερμανικό 19ο αιώνα
κυρίως, η μίμηση της αρχαιότητας δεν αποτελεί παρά μια νόμιμη ανάκτηση της
ινδογερμανικής κληρονομιάς. Ο στόχος είναι σαφής: να ελεγχθεί όχι μόνο το παρόν
και το μέλλον, αλλά και το παρελθόν, προκειμένου να επιτευχθεί η κυριαρχία στο
παρόν και ο έλεγχος του μέλλοντος. Για τους ναζί, λοιπόν, η επαναγραφή της
ιστορίας της αρχαιότητας δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την παρουσίαση της
πρώτης μεγάλης περιόδου της βόρειας ινδογερμανικής ιστορίας. Και πάλι ο
Chapoutot : «Η τοποθέτηση της Αθηνάς στην κεφαλή μιας παρέλασης της γερμανικής
τέχνης, η ανέγερση δωρικών ναών στο Μόναχο, τα σχέδια για την οικοδόμηση ενός
γιγάντιου Πανθέου στο Βερολίνο, ο σχεδιασμός ρωμαϊκών λαβάρων για το Κόμμα και
τα SS, είναι φαινόμενα διόλου ανώδυνα, τα οποία εκφράζουν τη ρατσιστική
ανάκτηση της ελληνικής και ρωμαϊκής ταυτότητας που την έχει προσεταιριστεί η
βόρεια φυλή».
Είναι γνωστό τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο το 1936, με τον θρίαμβο του Αφροαμερικανού Τζέσε Οουενς. Ωστόσο, δεν ήταν το μοναδικό μελανό σημείο για τη ναζιστική ηγεσία. «Σήμερα πέρασε η πρώτη εβδομάδα της Ολυμπιάδας. Ελπίζω να τελειώσει σύντομα», έγραφε στις 8 Αυγούστου του 1936 ο Γιόζεφ Γκέμπελς στο ημερολόγιό του. Το μεγάλο πρόβλημα φυσικά ήταν ο διεθνής χαρακτήρας των Αγώνων και η γενικότερη παρουσία (αλλά και οι νίκες) των «ξένων φυλών». Με άλλα λόγια, η επαφή με την πραγματικότητα. Ειδικά για την περίσταση, αυτή τη μυθοποίηση της αρχαιότητας εξέφρασε μοναδικά το θρυλικό φιλμ «Ολυμπία» της αμφιλεγόμενης Λένι Ρίφενσταλ. Οποιος το έχει παρακολουθήσει, δύσκολα μπορεί να μη σαγηνευθεί από τη μυθολογία που αναδύει ο φακός, η οπτική γωνία, το εξαιρετικό παιχνίδι με τις σκιές που κάνει η δαιμόνια Λένι. Φυσικά, κυρίαρχο στοιχείο είναι το ανθρώπινο σώμα, θεμελιώδες συστατικό της ναζιστικής φαντασίωσης περί αρχαίου κάλλους και Υπερανθρώπου.
Η ειρωνεία όμως είναι ότι, όπως γράφει ο Mario Leis στη βιογραφία της Ρίφενσταλ («Η δύναμη της θέλησης», εκδ. Μελάνι), οι μορφές και τα σώματα που εμφανίζονται στην ταινία κρίθηκαν από κάποιους... παρακμιακά. «Ο Καρλ Σταμ εφιστά επιπλέον την προσοχή στον καλλιτεχνικό “εκφυλισμό” των αθλητικών σωμάτων, που δεν είχαν καμία θέση στο Τρίτο Ράιχ: “Εκκεντρικότητες όπως το λανθασμένο προς τα πάνω άλμα του δύτη στην ταινία “Ολυμπία” ή η σεκάνς του Μαραθωνίου που στην αφαιρετικότητα της σκιάς του μαθαρωνοδρόμου θα μπορούσε να είχε ερμηνευτεί ως “εκφυλισμένη” εάν η ταινία δεν προερχόταν από τη “δεσποινίδα Ρίφενσταλ”».
Νέοι Τεύτονες και Μέγας Αλέξανδρος
Ο Αμερικανός συγγραφέας Κερτ Βόνεγκατ (αιχμάλωτος των
Γερμανών το 1944–45) έχει γράψει την περίφημη φράση ότι «αν ο Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος παραμένει πολύ δημοφιλής στη show business είναι χάρη στις
στολές των Γερμανών».
Πράγματι : στολές, εμβλήματα, αποκρυφιστικού τύπου
λαμπαδηφορίες που παραπέμπουν στην Pax Romana, παρελάσεις με τον βηματισμό «της
χήνας», επιβλητικά εμβατήρια, υποβλητικοί ύμνοι, ένας μυστικισμός που υποβόσκει
διαρκώς (σε αντίθεση με τους κοσμικούς, υλιστές Ιταλούς φασίστες) και κορμιά που
επίσης παραπέμπουν στην επιφάνεια μόνο της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής,
συνιστούν το πάνθεον της ναζιστικής αισθητικής.
Στο δοκίμιό της «Η γοητεία του φασισμού» (εκδ. Υψιλον), η Σούζαν Σόνταγκ γράφει: «Θεωρείται γενικά ότι ο εθνικοσοσιαλισμός σημαίνει μόνο κτηνωδία και τρόμο. Αλλ’ αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο εθνικοσοσιαλισμός -και γενικότερα ο φασισμός- σημαίνει επίσης και ένα ιδεώδες ή μάλλον κάποια ιδεώδη που επιβιώνουν σήμερα κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, η λατρεία της ομορφιάς, ο φετιχισμός του θάρρους, η διάλυση της αποξένωσης σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας· η απόρριψη της διανόησης· η ανδροκρατική οικογένεια (υπό την πατρική αιγίδα των ηγετών)». Μέσα από αυτό το αισθητικό όργιο (διόλου τυχαία, το ναζιστικό look έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στους σαδομαζοχιστικούς ομοφυλοφιλικούς κύκλους), αναδύεται το όνειρο της αυτοκρατορίας, του ολοκληρωτικού ελέγχου. «Ο Χίτλερ και οι ιθύνοντες του καθεστώτος κατατρύχονταν από τους μύθους, βασανίζονταν από τα πεπραγμένα των προγόνων τα οποία καλούνταν να επαναλάβουν οι ίδιοι, διακατέχονταν από τα οράματα μεγάλων εποποιιών τις οποίες καλούνταν να αναβιώσουν. [...] Μόνο μια τόσο μεγάλη αγάπη για τον μύθο και μια ανάλογη περιφρόνηση για την πραγματικότητα θα τον έκανε να πιστέψει ότι η δύναμη της θέλησης θα επέτρεπε στη Ρώμη να ξαναγεννηθεί, στην Ελλάδα να ακτινοβολήσει για μία ακόμα φορά, στους νέους Τεύτονες να ακολουθήσουν τον Μέγα Αλέξανδρο στους δρόμους της Ανατολής» (Chapoutot).
Το βλέπουμε να συμβαίνει και σε δημοκρατικά πολιτεύματα, σε εκλεγμένες κυβερνήσεις ή σε πολιτικά κόμματα που κινούνται μέσα στα όρια του κοινοβουλευτισμού, το έχουμε δει πολλάκις να συμβαίνει και στη χώρα μας – και όχι μόνον στις μεταξικές φιέστες ή στις γιορτές του Καλλιμάρμαρου επί χούντας αλλά και σε καιρούς δημοκρατίας: να εγκαταλείπεις την τάξη της Iστορίας για να ενταχθείς στην τάξη του μύθου. Εξυπακούεται ότι δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ο εθνικοσοσιαλισμός, διά της διαστρεβλωμένης οδού του αρχαίου κάλλους, ελληνικού και ρωμαϊκού, είναι ο ορισμός του διαζυγίου από την Ιστορία.
Όπως γράφει ο Chapoutot, εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τη χρησιμότητα του ιστορικού: «Ο ιστορικός αφαιρεί τα προσωπεία, σβήνει τα κεριά της λατρείας, ακολουθεί τα νήματα και ξηλώνει τα υφάδια. Διαρρηγνύει την αναπαράσταση και λυτρώνει τους θεατές από την αλλοτρίωση της ψευδαίσθησης, η οποία, αν αφεθεί κανείς στη βούληση των πρωταγωνιστών, δεν παύει ποτέ. Ενάντια στον μύθο του θανάτου, βλέπει τη γιατρειά μόνο στον θάνατο του μύθου...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου