Παιάνας πάλι ας ακουστεί…
…βούκινο ν’ αλυχτίσει…
Ηγέτης, Άναξ, Στρατηγός…
…προσμένει να κινήσει…
γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος
Κι αν φωλιαστούν τα όρνεα
Στου Θριάμβου την Αψίδα,
Κι αν ριζωθούν οι ύαινες
Στη δόλια την πατρίδα,
Κι αν σπιτωθούν οι έχιδνες
Κάτου από την καλύβα,
Σκοτάδια κι αν επνίξουνε την κάθε ηλιαχτίδα,
Αρχάγγελου σημάδι,
Σταυραετός και Κένταυρος
κατάφρακτος θε να’ρθει.
Σαν ξεπετρίσει ο Άνακτας
Κι οι Μύριοι σπαθομάχοι,
Παιάνας πάλι θ’ ακουστεί,
ωρυέται η Ανδρομάχη,
με τον καημό της στοίχειωμα,
που ο κόσμος της συθέμελα εσείσθη,
απ’ την οδύνη κλαίουσα
που ο γιός της απ’ τα τείχη εγκρεμίσθη,
με απόκοσμη ιαχή,
φωνή Κασσάνδρεια αντηχεί,
προφήτεμα φωτιάς και σκοτεινό συνάμα.
Στερνέ ακοίμητε Άνακτα
Και πώς να σε τιμήσω,
Οι ύστατοι οι ευγενείς,
Κρυφτήκαν, κάναν πίσω.
Στο φθόνο των Λεβαντινών,
Στα γρόσια των Οθωμανών,
δεν άντεξαν, χαθήκαν,
Παλαιολόγοι, Ίσαυροι, Δούκες και Κομνηνοί,
Φωκάδες, Καντακουζηνοί, Λασκάρηδες και άλλοι,
Κι αν στων Εθνών χαθήκανε την μαύρη παραζάλη,
Χρεία να ξαναμαζωχτούν στο Λάβαρο και πάλι.
Οι Γόνοι οι Βυζαντινοί αρχή τρανή να κάμουν,
Λευκή Φρουρά ν’ αναστηθεί, πρώτοι σπαθί να βάνουν,
Θρόνιοι παρεστώτες της Δόξης Εκείνου,
Όρκο Πίστης ας δώσουν επί Λόγχης Λογγίνου.
Φωνή στερνή λαλαίουσα και Πορφυρογραμμένο,
Λαλεί θεριό ανήμερο, Στοιχειό ξαγριωμένο,
Μύριες ψυχές που γίναν μια,
Βούκεντρο ματωμένο,
Σπονδή στων γιών του Δαναού τ’ άγριο πεπρωμένο.
Μάγιστρε η λεπίδα σου απόλεμη ας μη στέκει,
Η νάρκη είναι πειρασμός κι ας μη σου παραστέκει.
Πόση ζωή λες έμεινε στον έρμο το λαό σου,
Μαρμαρωμένε Άνακτα άρπαξε τον καιρό σου,
Στείλε σε κάμπους και βουνά Σπαθάριο τελάλη,
βούκινο αυτοκρατορικό ας ακουστεί και πάλι...
Σύναξε τους Τουρμάρχες σου , μάζωξε τη Φρουρά σου,
Όρισ’ τους Κατεπάνω σου και τα Φουσατικά σου,
Ύψωσ’ τα Λάβαρα ξανά,
Τα Στρατηλατικά σου,
Κι έλα πολέμησε ταχιά,
Στη μάχη τη στερνή.
Το ρίγημα της αντρειάς συ κάνε να πυρώσει,
Σα φλόγ’ απ’ τα έγκατα της γης να βγει και να φουντώσει.
Βαρύ σου πέμπουν μήνυμα και βιάσου να κινήσεις,
Οι άντρες σου προσμένουνε μπροστά τους να βαδίσεις,
Γροικάν το Λάβαρο να ιδούν τ’ Αητού του Δικεφάλου,
Και σαν Αετοί να πέσουνε στ’ ασκέρια τ’ αντιπάλου…
Στο στήθος το τρεμούλιασμα που παραλύει τα πόδια
Με μιας στη θέα τ’ Αρχηγού γκρεμάει τα εμπόδια.
Σαν το θεριό τ’ ανήμερο λυσσάει μέσ’ στην αντάρα,
Κι η εικόνα του άγγιγμα ψυχής τσακίζει την κατάρα,
γεννάει μέθη άγρια, θάρρος, οργή, μανία,
ανομολόγητη σκορπάει θανάτου αγωνία.
Θανατερό οικόσημο το Φλάμπουρο στολίζει,
Και στα λεφούσια των εχθρών το θάρρος ξανεμίζει.
Του τρόμου Ωδή απόκοσμη στέρεψε στη στιγμή,
Μπροστά σε Θεϊκή κραυγή,
λαλιά μαγευτική.
Εν Τούτω Νίκα Ηράκλειε,
Ύστατε Μαχητή,
Στώμεν γερά Αμύντορα,
Λόγχη Βυζαντινή.
Χαίρε πανώριε Άνακτα
που σ’ εξετίμησαν,
Μιλιούνια εχθρών και φίλων
κι ας σε υποτίμησαν,
Άρχοντα Στρατηγέτη Στρατιών σ’ εμύησαν,
Αρχάγγελοι Θεϊκή Βουλή ετήρησαν.
«Ως εν Ουρανώ κι επι της Γης»,
πρόνοια βαριά το Όρισμα της Θεϊκής Ταγής
κι ως όρισε Πυρίνων Ταγμάτων Ευγενείς
διαφέντεμα να κάμουν σε Ουράνιες Στρατιές,
Βαρύ Χρίσμα στους ώμους σου απέθεσε μαθές,
Αητούς να αρχηγεύεις, της Γης τις Φάλαγγες.
Ξεκίνα συ κι οι Ουρανοί για σε θ’ αρματωθούνε,
Χέρι της Μοίρας γίνε Αητέ
Κι αετοί ας ματωθούνε,
Τιμή τους θα’ ναι δίπλα σου πετώντας να χαθούνε,
Θρύλο ν’ αφήσουν πίσω τους,
Γι’ αυτούς οπού θα’ ρθούνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου