Σελίδες

Ξυπνάτε Έλληνες και δείτε...

Η φωτογραφία μου
1/1/2011 ----- Φίλες και φίλοι γειά σας. Ξεκινάμε μια προσπάθεια να βοηθήσουμε και εμείς όλους τους Έλληνες πολίτες να δουν μέσα και από το δικό μας Blog με άλλο μάτι (και όχι με τα μάτια των υποτακτικών Μ.Μ.Ε.) όλα αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα μας και τα σχέδια που έχουν οι εντός και εκτός χώρας εχθροί μας… Αυτό το Blog δεν είναι Εθνικιστικό. Είναι απλά Ελληνικό και θέλει να δείξει τα κακώς κείμενα και την προσπάθεια που γίνετε για την εξόντωση της πατρίδας μας… Δεν έχουμε καμιά σχέση με Εθνικιστικές οργανώσεις, Μ.Κ.Ο. και λοιπά συναφή στοιχεία. Εμείς εδώ είμαστε μιά ομάδα οι οποίοι είναι ΑΠΛΑ Έλληνες και Χριστιανοί Ορθόδοξοι και θέλουμε το καλύτερο για τη χώρα μας και τους πολίτες της. Από αυτά που θα δείτε στην πορεία θα καταλάβετε πολλά και ελπίζω να σκεφτείτε λίγο τι και ποιοι είναι αυτοί που μας κυβερνούσαν και μας κυβερνούν εδώ και χρόνια, ποιος ο ρόλος τους και τι πρέπει να κάνουμε εμείς… Ελπίζουμε να μας τιμήσουν ΟΛΟΙ οι Έλληνες με τις αναγνώσεις τους και τα σχόλιά τους. Θα σας παρακαλέσουμε τέλος να διαδώσετε αυτό το χώρο σε όσους περισσότερους Έλληνες μπορείτε για να ενωθούμε ΟΛΟΙ μαζί και να αντιμετωπίσουμε τους Εχθρούς μας…

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Εάν μας έπαιρνε μάτι από καμιά κλειδαρότρυπα ο Σουρής, άραγε πως θα μας «έψελνε» σήμερα;


δατ’ εκεί παλληκαριά!

Ίδατ’ εκεί αληθινή παλληκαριά και θάρρος!
Από παιδί αμούστακο σκοτώθηκε ο Τσάρος...
Γλύτωσε μια, γλύτωσε δυό, γλύτωσε πέντε κι έξη,
Μα εις την έβδομη φορά ξαπλώθηκε νεκρός...

*****

Γειά σου μεγάλε Ρουσακώφ κι ας είσαι και μικρός!
Ίδατ’ εκεί παλληκαριά και θέλησι μεγάλη!
Αμμ τι θαρρείτε; Σαν κι εμάς πως είναι και οι άλλοι;

Ποίηση : Γ. Σουρής
Επιλογές : Γιώργος Ανεστόπουλος

Περί Φορολόγησης...



Έρρεψαν όλοι στη δουλειά
Κι εφορολόγησαν σκυλιά,
Μαντρόσκυλοι που γέρασαν
Δια τιμών απείρων
Στο καλαντάρι πέρασαν των κυνικών μαρτύρων...

Μικροί μεγάλοι τράβηξαν για τούτο τα μαλλιά των
Κι απαλλαγέντας φρόντισαν να βγάλουν τα σκυλιά των,
Κι όσοι δεν τα κατάφεραν συμφώνως προς τους νόμους,
Αδέσποτα τ’ αφήσανε να τρέχουν μες στους δρόμους,
Κι ελησμονήθη κι έπεσε των σκύλων η λατρεία
Κι εγέμισαν λυσσόδηκτοι γνωστά λυσσιατρεία.

Φορολογήθηκαν γερά
Γλεντζέδες παιγνιδιάρηδες,
Και όσοι βαρούν τον ταμπουρά
Λεπροί και κασιδιάρηδες...

Φορολογήθηκαν κι αυτοί που κάνουν κάθε χρώμα,
Κι αυτοί που κάνουν μυρωδιαίς κι αυτοί που βγάζουν βρώμα
Κι όσοι πουλούνε γιάμπολη
Κι άλλοι πολίται πάμπολλοι.

Μα για να δείξουν αληθώς το γένος μας το σπάνιον
Πολεμικόν, αιμοχαρές, γενναίον κι αρειμάνιον,
Από των φόρων έσβυσαν τα παστρικά τεφτέρια
Όσους αφόβως ακονούν ψαλίδια και μαχαίρια.

Ομίχλη στο πτολίεθρον και Λόντρας υγρασία,
Ο σίτος ολιγόστεψε κι η σίκαλις και η βρώμη
Κι αυτόν τον χρόνον έγινε πολλών «μετοικεσία»...

Όπου κουρνιάσης κι όπου καθίσης
Θ’ ακούσης μόνο μεταρρυθμίσεις,
Να κι αστυνόμοι και λωποδύταις,
Πέρνε μαχαίρια και «κόβε πήταις»...

Κλέφτεες!


Κλέφτεεες!... πω!πω! Στα σπίτια σας με σίδερα κλεισθήτε,
Και θάψετε αν έχετε στο χώμα τον παρά σας.
Φυλάξετε τα ρούχα σας και ότι κι αν φορήτε,
Της κόταις, τα λουλούδια σας και όλα τα καλά σας.
Μην εμπιστεύεστε πολύ κλητήρας κι αστυνόμους,
Και βγαίνετε γι’ ασφάλεια με νυκτικά στους δρόμους.

Κλέφτεεες!... πω!πω! Προσέχετε το ακριβό σας ταίρι,
Της κάσαις σας, τις δούλαις σας, με τέσσερα τα μάτια,
Μήπως κανένας νέος Ζεύς ημέρα μεσημέρι
Σας της σηκώση έξαφνα μαζί με τα κρεββάτια.
Όλα να γίνουν ημπορούν σε τούτον τον καιρό,
Κι αυτά τα λέγω, κύριοι, με ύφος σοβαρό.

Κλέφτεεες!... Για όνομα Θεού πεντάρα μην κρατήτε,
Βλέπετ’ εδώ, βλέπετ’ εκεί, εις τον περίπατό σας,
Ακόμη και σεις να κλέψετε τον ίδιο εαυτό σας.
Κλεψιά εδώ, κλεψιά εκεί... Κλητήρες... Αστυνόμοι...
Εισαγγελία, Δικασταί, Συντάγματα και Νόμοι...

Κλέφτεεες!... Μεγάλος ποιητής νομίζω ότι γράφη,
Όποιος σουφρώνη πιο πολλά πως κλέφτης δε λογιέται...
Και βέβαια τι μασκαράς όποιος για μια σκάφη
Σαπίζη μες στη φυλακή και σαν σκυλί χτυπιέται!
Μην κλέβετε, ω άνθρωποι, ορνίθια και μπουγάδες...
Αν θέλετε να κλέβετε, να κλέβετε χιλιάδες...

Κλέφτεεες! Μεγάλοι ξακουστοί και κλέφτες πεινασμένοι,
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξαις και άτια,
Κλέφτες χωρίς παράσημα και κλέφτες σταυρωμένοι,
Κλέφτες χωρίς μια πήχη γη και κλέφτες με παλάτια.
Ο ένας κλέβει όρνιθαις και σκάφαις για ψωμί,
Κι ο άλλος Έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή...
  
Η Τράπεζα, οι Κλέφτες και ο... επικείμενος πόλεμος


Πλειστηριάζ’ η τράπεζα για τόκους κεφαλαίων
Του Παρθενώνος τον Ναόν μετά των Προπυλαίων
Καθένας γαίας προσπαθή ν’ αρπάξη δημοσίας
Εκτίθενται ημίονοι επί δημοπρασίας
Αρχίζει νέος πόλεμος με τ’ ογδονταεπτά,
Μα πάλι λείπουν σώβρακα, φυσέκια και λεπτά...
  
Αθήνα... ξέρεις τι θα πει;


Αθήνα... ξέρεις τι θα πη, πουλάκι μου Αθήνα;
Απόπατος απέραντος εν μέσω αποπάτων,
Τραμπουκαριό, μαχαίρωμα, χοροί, πουπέδες, πείνα,
Και άσμα καθημερινόν γαϊδουρινών ασμάτων.
Νοθείας και καλπουζανιάς η πρώτη επιστήμη,
Λημέρι κάθε κλεφτουριάς, των ψοφημιών ψοφήμι.
Αθήνα ξέρεις τι θα πη; Πνιγμός και αηδία,
Από σκουπίδια χίλια δυό ωραίο περιβόλι,
Ασβέστωμα και φανικού οξέος ευωδία,
Αρρώστεια, τύφος κι ευλογιά χωρίς γιατρούς και μπόλι.
Σβυσμένο γκάζι, ερημιά και λάκκος ανοιγμένος,
Δελτίον αστυνομικόν, κλητήρας κοιμισμένος.
Αθήνα ξέρεις τι θα πη;... στον καφενέ χουζούρι,
Στην ντάλα του μεσημεριού λωποδυτών αμάκες,
Χρηματιστήριο, γροθιαίς, κλεφτομεσίτου μούρη,
Κοκόταις μες στης άμαξαις, παντιέραις, σακαράκαις.
Κηφηναριό, παράσημο, γαλόνι, κάθε μήνα.
Αυτό θα πη Ρωμαίϊκο, αυτό θα πη Αθήνα...
  
Ο Διορισμός...


Ακούς οι αφιλότιμοι να θέλουν και προσόντα
Και να μ’ αφήνουν έρημον, πεινώντα και διψώντα,
Να τρέχω σαν κοπρόσκυλο στην καθεμιά πλατεία,
Το μεν πρωί στο Σύνταγμα, το βράδυ στα Χαυτεία,
Την τρέχουσαν πολιτικήν στον καφενέ να κρίνω,
Ως και αυτόν τον ναργιλέ με πίστωσιν να πίνω,
Να μην ευρίσκεται κανείς εν γεύμα να μου δώση,
Ν’ αρνείται και ο Διάγγελης αυτός να με πιστώση,
Και η φιλτάτη Μαριορή σκληρώς να με παιδεύη,
Και εις τον γάμο μας ποσώς να μην συγκατανεύη,
Αν πρώτον δεν διορισθώ!
Αλλά πως άργησε ναλθή ο Βουλευτής Κοπρίτης;
Επήγε εις τον Υπουργό για μένα να μιλήση,
Κι ακόμα δεν εγύρισε και ίσως δεν γυρίση.
Α! Όχι, νάτος, έρχεται... τον βλέπω μειδιώντα,
Και ίσως μ’ εδιόρισε και δίχως τα προσόντα.
ΒΟΥΛ. ΚΟΠΡΙΤΗΣ : Λοιπόν αδύνατον... κανένα προσόν δεν έχεις
Κι αδίκως βασανίζεσαι και άνω κάτω τρέχεις.
ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ : Κάμε ότι δυνηθείς να μου δοθή μια θέσις,
Υφίσταμαι εκ των δανειστών μεγάλας ενοχλήσεις
Όλη σε μένα ξέσπασε του Καλλιγά η κρίσις!!!
ΒΟΥΛ. ΚΟΠΡ. : Αλλά μην απελπίζεσαι κι εγώ θα ενεργήσω,
Θα πάγω εις τον Υπουργό και πάλι να μιλήσω...
ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ : Αλλά σ’ υπόσχομαι κι εγώ, ευθύς μετά,
Γενναίον για τους κόπους σου μπαξίσι να σου δώσω...

Ξαφνικές Εκλογές...


...Υπ’ όψιν μας εν άρθρον του Συντάγματος λαβόντες,
διαλύουμε του Έθνους την αλλόκοτον Βουλήν
και ορίζομεν ημέραν του εκλογικού αγώνος...
...διατάσσομεν να γίνουν μεταθέσεις υπαλλήλων
και στη θέση του κανένας μια στιγμή να μη σταθή...
...ούτε λίθος επί λίθου στον αγώνα να μη μείνη
και μαλλιά κουβάρια σύμπας ο Ελληνισμός να γίνη...
Όλοι να μετέλθουν όλα της κατεργαριάς τα μέσα
Κι έτσι νόμιμος καμία εκλογή να μη βρεθή...
...και διατάσσομεν να γίνουν ρουσφετίων καταχρήσεις
να μη μείνη στα ταμεία ούτε κάλπικος παράς,
παρά φύσιν υποσχέσεις, παρά φύσιν απαιτήσεις,
συνειδήσεων και ψήφων δημοσίας αγοράς.
Διατάσσομεν μεγάλην αναστάτωσιν και σάλον,
Και πολέμους και καυγάδες μετά ξύλων και ροπάλων.
Διατάσσομεν στας κάλπας να ψηφίζουν με το ζόρι
Κι όσοι Έλληνες δεν είναι στα μητρώα περασμένοι,
Διατάσσομεν προς τούτοις να περνούν για ψηφοφόροι
Κι όσοι βρίσκονται προ χρόνων εκατόν αποθαμένοι.
Επιθέτων κι ονομάτων διακρίσεις να μη γίνουν
Και οι ντόπιοι και οι ξένοι δίχως ψήφο να μη μείνουν...

Διάλογος μεταξύ του Βουλευτού Τενεκέ και της συζύγου του Αφροδίτης


ΒΟΥΛ. ΤΕΝΕΚΕΣ : Α! είναι ανεκτίμητος ο Δήμαρχος τω όντι!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ : Μου ρίχτηκε με όλα τα σωστά του
Και με χαϊδεύει που και που με τα βρωμόχερά του,
Και η γυναίκα του θαρρώ πως μ’ αγριοκοιτάζει.
ΒΟΥΛ. ΤΕΝ. : Λοιπόν κι εσύ να του ριχτείς για χάζι.
Να του ριχτείς αλλ’ εννοείς με τρόπο,
Διότι έχει δύναμιν κι επιρροήν στον τόπο
Και κρέμονται επάνω του οι νόμοι κι οι προφήται.

*****

Λοιπόν κι εσύ της δώδεκα ημέραις ωφελήσου
Και εις αυτόν τον Δήμαρχον αμέσως προσκολλήσου
Κι αν σε χαϊδεύη, χάϊδευτον, κι αν σε φιλήση, φίλα,
Ως να περάσει ο καιρός που μας παιδεύει σκύλα.
ΑΦΡ : Αχ όπως εκατάντησες, κυρ βουλευτή, σε κλαίω.
Ανάθεμα επτά φοραίς εκείναις της ημέραις,
Όπου κι εσύ μες στη Βουλή με τους λοιπούς Πατέρες
Τα νέα νομοσχέδια εψήφισες εκείνα...
ΒΟΥΛ. ΤΕΝ. : Μα πάλι Αφροδίτη μου μου άρχισες τη γρίνα;
ΑΦΡ : Εγώ σου είπα «Τενεκέ, το φήφο σου μη δώσης.
Γιατί χαΐρι δε θα δης και θα το μετανοιώσης
Εσύ δεν είσαι άνδρα μου καμία εξοχότης,
Ή κομματάρχης δυνατός ή ένας ρήτωρ πρώτης,
Και πως εβγήκες βουλευτής τον περασμένο χρόνο
Ο Παντεπόπτης Κύριος κι εγώ το ξέρω μόνο».
Αλλά εσύ δεν μ’ άκουσες κι εσκότωνες της μυίγαις
Κι αμέσως σαν θεόστραβος και κουτεντές επήγες
Και τη θηλιά επέρασες μονάχος στο λαιμό σου...
ΒΟΥΛ. ΤΕΝ. : Μη αναμνήσεις θλιβεράς μου φέρης στο Θεό σου.
ΑΦΡΟΔ : Δεν έβλεπες κυρ Τενεκέ, το φοβερό σου χάλι
Μα περιφέρεια κι εσύ μου ήθελες μεγάλη.
Και τώρα σαν ατσίγγανος εδώ κι εκεί γυρίζης
Και όλο χρήματα σκορπάς κι επιρροήν ελπίζης
Και το κεφάλι σου χτυπάς στους τοίχους ολοένα...
...χωρίς να ξέρεις Τενεκέ και σύντροφέ μου μόνε,
πως σαν μαλάζης πίτερα η όρνιθαις σε τρώνε...
ΒΟΥΛ. ΤΕΝ. : Είμαι καθόλα σύμφωνος με τη δική σου γνώμη,
Ανάγκα όμως πείθονται και οι Θεοί ακόμη.
ΑΦΡΟΔ : Δεν ήτανε καλύτερα να σου κοπή το χέρι;
ΒΟΥΛ. ΤΕΝ. : Αχ! Πόσον μετενόησα, ένας Θεός το ξέρη.
Εγώ τα νομοσχέδια εκείνα να ψηφίσω
Και τώρα πια την ψήφο μου να μην μου δίνουν πίσω;
Κατάρα εις το χέρι μου και εις τας περιφερείας!
ΑΦΡΟΔ : Παραίτησε παρακαλώ αυτάς τας φλυαρίας
Και τώρα πλέον κοίταξε τι διάβολο θα κάμεις.
ΒΟΥΛ. ΤΕΝ. : Πρέπει κι εσύ γυναίκα μου σ’ αυτό να με συνδράμης,
Διότι άλλως το κλεινόν Βουλευτιλίκι χάνω
Και δεν γνωρίζω τίποτε καλλύτερο να κάνω,
Αυτό το ξέρεις δα κι εσύ....
ΑΦΡΟΔ : Πολύ καλά το ξέρω.
Για τούτο βάσανα κι εγώ και κόπους υποφέρω,
Κι ελπίζω πάντα, Τενεκέ, πως έτσι δεν θα μείνης
Και μια μέρα ημπορεί και Υπουργός να γίνης...
ΒΟΥΛ. ΤΕΝ. : Είθε να παίξω πια κι εγώ του Υπουργού τον ρόλον
Προς καύχημα της γενεάς των Τενεκέδων όλων,
Διότι πλέον δεν μπορώ στα έξοδα ν’ ανθέξω...

Η Ομιλία του Τενεκέ


Εάν πεινάσετε ποτέ, εγώ θα σας ταΐσω,
Εάν διψάσετε ποτέ, εγώ θα σας ποτίσω,
Αν μπήτε μές στη φυλακή για τόνα και για τάλλο,
Αμέσως με τα τέσσερα θα έλθω να σας βγάλω,
Και αν για λαθρεμπόρια ή άλλο τι τολμήση
Κανένας μασκαράνθρωπος να σας κατηγορήση,
Αυτοστιγμή ο διάβολος του πέρνει τον πατέρα...
...κι αχούρια μες στο σπίτι μου θα κάμω κοντά στ’ άλλα,
να δένετε τα ζώα σας μικρά τε και μεγάλα,
δια να ξεκουράζονται κι εκείνα τα καϋμένα,
κι αν θέλετε μαζί μ’ αυτά να δένετε κι εμένα...
ΚΟΙΝΟ : Ευχαριστούμε Τενεκέ, μας καθυποχρεώνης.
Αμμ, δεν μιλάς κι εσύ κυρά που τόσο καμαρώνεις;
ΑΦΡΟΔΙΤΗ : Ότι «δουλειά» ζητήσετε «προθύμως θα την κάνω».
ΚΟΙΝΟ : Ζήτω και πάλι της κυράς που είναι σαν «πιπίνι»
Κι αν θέλουμε και «τίποτα» ευθύς θα μας «το δίνη»...

Κατάργησις


Επειδή καιρούς το Έθνος δυστυχίας διατρέχει
Επειδή ελπίς καμία δεν υπάρχει κατ’ αυτάς,
Επειδή και το ταμείον εις δαπάνας δεν αντέχει...
...επειδή ο κόσμος όλος από φόρους εφορτώθη,
επειδή δεν τους σηκώνη και η ράχη των Ελλήνων,
επειδή και ο Τρικούπης και η Πατρίς εχαντακώθη
Με τους φόρους των ελαίων, των τσιγάρων και των οίνων,
Κι επειδή εφυγαδεύθη εκ της τσέπης μας το χρήμα,

Καταργούμεν τους «Εμμέσους» και «Αμέσους» παραχρήμα,
Επειδή στα θέσεις όλας απαιτούνται και προσόντα,
Καταργούμεν και τας θέσεις τας μικράς και ανωτέρας
Και προστάζομεν καθέναν Βουλευτήν αποτυχόντα,
Να εργάζηται δι’ όλης της νυκτός και της ημέρας
Δίχως καν λεπτό να πέρνη... καταργούμεν δε προσέτι
Και το δίκαιον ακόμη και το άδικον ρουσφέτι.
Καταργούμεν εφορείας, καταργούμεν τελωνεία,
Καταργούμεν τα μεγάλα και μικρά ουροδοχεία,
Τα Δημόσια προς τούτοις καταστήματα του κράτους,
Καταργούμεν και καμπόσους δημοσίους αποπάτους,
Καταργούμεν τους Συμβούλους, καταργούμεν τους Πρυτάνεις,
Καταργούμεν τας μεγάλας και μικράς διοργανώσεις,
Καταργούμεν τας εκτάκτους των παρασκευών πιστώσεις...

*****

Καταργούμεν τας δυνάμεις της ξηράς και της θαλάσσης,
Καταργούμεν τας εντόκους και ατόκους πληρωμάς,
Καταργούμεν τα ταμεία της Ελλάδος μας συμπάσης,
Καταργούμεν δε και όλας τα οικοδομάς,
Κι επιτρέπομεν μονάχα εις το κράτος ένα σπίτι
Το λαμπρόν Φρενοκομείον του Ζωρζή Δρομοκαΐτη...

Μείωση Βουλευτών


Ζητούν λοιπόν το Σύνταγμα να καταργήσουν τώρα;
Γαυγίζουν εκ του βήματος ολίγοι Βουληφόροι,
Εις εμφυλίους σπαραγμούς να ευρεθεί η χώρα
Και του Χρυσού Συντάγματος ν’ ανατραπούν οι όροι;
Είναι προδότης αληθής εκείνος που τολμήση
Τα νέα νομοσχέδια εν γνώση να ψηφίση.
Φρίξον κι εσύ του σεβαστού Κοινοβουλίου Στέγη
Διότι έφθασε φρικτή και αποφράς ημέρα...
Ακούς εκεί! Κατά νομούς ο κόσμος να εκλέγη
Τον προσφιλή του Βουλευτήν, του Έθνους τον Πατέρα
Ακούς εκεί να σμικρυνθεί των Βουλευτών το πλήθος;
Και τίνος νους δεν φρικιά και δεν βογγά το στήθος;
Κι έχουν τω όντι δίκαιον οι πατριώται,
Διότι αν δε ψηφισθούν και τι θα γίνουν τότε;
Χωρίς προσόδους δι’ αυτούς θα φεύγει κάθε χρόνος,
Κλειστή θα μένη δι’ αυτούς η θύρα του νυμφώνος,
Θα χάσουν έτσι δωρεάν το τρώγειν και το πίνειν,
Το σέβας την υπόληψιν και την εμπιστοσύνην.
Και αν δεν γίνουν βουλευταί, τι διάβολο θα κάνουν,
Και πως λοιπόν τα προς το ζην κι αυτοί θ’ απολαμβάνουν;
Μπορεί εκείνος που Ανήρ υπήρξε Βουληφόρος,
Που έδερνε και έβριζε κι εκλώτσα παραφόρως
Και στο σκαμνί του σαν πασσάς ετέντωνε τα πόδια,
Να πάη τώρα ο πτωχός να ζευγαρώνει βώδια;
Ας σηκωθή και ο λαός με πάταγον και κρότον
Κι ας πετσοκόβεται κι αυτός υπέρ των καθεστώτων.
Αλλ’ όμως αν εγνώριζε γιατί καμπόσα φρούτα
Φωνάζουν για το Σύνταγμα στο βήμα και στους δρόμους
Ευθύς θα εσηκώνετο να ρίξη μες στη βούτα
Κι αυτούς και το πολίτευμα και τους κειμένους νόμους...

Νομοσχεδίων το ανάγνωσμα...


Περί αμπέλων, φυτειών, περί καλαποδίων...

*****

Περί συντάξεως Στρατού ξηράς τε και θαλάσσης,
Περί αποξηράνσεως νερών και Κωπαΐδων,
Περί βοσκών, περί δασών, περί προσθήκης φόρων,

*****

Περί καπνού, περί κρασιού, περί οινοπνευμάτων,
Περί καταμετρήσεως των Εθνικών Κτημάτων,
Περί παραχωρήσεως διπλών αρχαιοτήτων,
Περί πραγμάτων κινητών και περί ακινήτων,
Περί τροποποιήσεων δεν ξέρω ποίων νόμων...

*****

Περί θεραπείας γενικής των νεύρων των αρρώστων,
Περί Συντάξεων χηρών και ορφανών και χήρων,
Περί εκμεταλλεύσεως των «Σκοτεινών Εγκάτων»,
Κάθε βουνού και του Τρελλού κι αυτών των αποπάτων,
Περί πυκνών συνοικισμών, περί επιγαμίας,
Περί τοποθετήσεως παντού φανών και φάρων,
Και διεθνών συμβάσεων και των κακόν μας φλάρον.
Περί του πως μπορεί καθείς ελεύθερα να κλέβη,
Χωρίς κανείς λογαριασμό γι’ αυτό να του γυρεύη,
Περί του πως οι βουλευταί να γίνονται κυράτσαις,
Και κάποτε να δέρνωνται με μαγκουριαίς και μπάτσαις,
Και τέλος πως να κάμωμε απέραντο το σπίτι
Του αειμνήστου Έλληνος, Ζωρζή Δρομοκαΐτη
Και εκεί μέσα όλοι μας να πάμε να κλεισθούμε,
Προτού με νομοσχέδια να αποτρελλαθούμε...

Περί του Φρενοκομείου...


Ω εορτή των εορτών... ω ευτυχής ημέρα!
Ω! τώρα πρέπει ο καθείς του Άστεος πολίτης
Να βάλη στο μπαλκόνι του μια κόκκινη παντιέρα
Με μια χρυσή επιγραφή «Ζωρζής Δρομοκαΐτης».
Ναι!τώρα πρέπει στολισμός με δάφναις και μυρσίναις.
Ναι! Τώρα πρέπουν κανονιαίς, φανάρια και ρετσίναις,
Φρενοκομείον κτίζεται και στη σοφήν Ελλάδα!
Α!Ο Θεός εφώτισε τον Χιώτη τον Ζωρζή
Και τώρα μέσα στου Δαφνιού την τόση πρασινάδα
Θα βρίσκομε παρηγοριά και η μνήμη του θα ζη.
Ω μέγα ευεργέτημα των ευεργετημάτων!
Ω μόνον οικοδόμημα των οικοδομημάτων!
Θέλει λαμπρόν μαυσώλειον αυτός ο κληροδότης,
Παιάνας και αποθέωσιν εις τρίτους ουρανούς!...
Ευρέθη μες στους Χιώτηδες με γνώσι κι ένας Χιώτης
Κι εσκέφθη ο μεγάλος του και πρακτικός του νους
Πως μέσα στην Ελλάδα μας, που πλημμυρούν τα φώτα
Φρενοκομείον έπρεπε να γίνη πρώτα πρώτα...

Ποιός είδε κράτος λιγοστό


«...Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ' όλη τη γη μοναδικό, εκατό να ξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς, να' χει επτά πρωθυπουργούς, ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;
Να' χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά, κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια, κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια, ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί, ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή...
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρεύτηκαν, ονείρατα ελπίδες και σκοποί, οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή...
...Γι' αυτό το κράτος που τιμά τα ξέστρωμα γαϊδούρια σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!
...Σουλούπι, μπόι μικρομεσαίο, ύφος του γόη ψευτομοιραίο. Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού, συγχρόνως μπούφος κι αλεπού. Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης σκυφτός ραγιάς, σαν πιάσει πόστο : δερβέναγας! Θέλει ακόμα, κι αυτό είναι ωραίο, να παριστάνει τον Ευρωπαίο!
Στα δύο φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι στ’ άλλο τσαρούχι...»

Καραβοτσακισμένος...


Σταθήτε και μου έρχεται μες στο μυαλό μου ζάλη...
Ναι, ναι, ο τύφος με χτυπά βαρειά εις το κεφάλι.
Μου έρχεται ντελίριο, παραφορά, μανία...
Να!Βλέπω της δεξαμεναίς και τα υδραγωγεία,
Και βλέπω μέσα στα νερά κεφάλια, πόδια, χέρια,
Ποκάμισα και σώβρακα, τσουράπια και τσεμπέρια,
Παπούτσια, βακτηρίδια, λογιών λογιών σκουλήκια,
Κουνούπια, ψύλλους και κοριούς και γάτες και ποντίκια.
Ζώα μεγάλα και μικρά, μυρμήκια και κανθάρους,
Καμήλαις, βώδια, άλογα, μουλάρια και γαϊδάρους.
Μα βλέπω κι ένα δόκτορα κι ένα κλητήρα γύρω
Και μούρχεται διάθεσις μεγάλη να τους δείρω...

Αν ήμην Βασιλεύς


Σε κάθε δρόμο θάστηνα και απο μια κρεμάλλα,
Κι αφού κρεμούσα όλη μας τη χωροφυλακή,
Τους κυβερνήτας θάστελλα σε γαϊδουροκαβάλλα,
Σα σκύλοι να ψοφήσουνε στον κάνθαρο εκεί...
Αρχή καμιά δε θάμενε στο Έθνος, ούτε Κόμμα,
Και ίσως τότε θάλειπε η μούχλα και η βρώμα.
Δεν θάφινα παράσημο και ούτε σταυρό κανένα
Στον τάδε υψηλότατο, στο δείνα σπαθοφόρο...
Εις όλους τότε θάλεγα: μακράν η επαιτεία,
Αφίσετε τα γράμματα, το Σύνταγμα, τους Νόμους,
Ας λείψει η Πολιτική και η Διπλωματία,
Ημέρα νύκτα σκάβετε αγρούς, χωράφια, δρόμους,
Έξω γιατροί, καθηγηταί, γραφιάδες, δικηγόροι,
Όλοι σκαφτιάδες, κηπουροί, ποιμένες, τορναδόροι.
Ποιός είσαι συ ο κύριος; - σπουδαίος βουλευτής –
Δύο κοφίνια κοπριά φορτώστε του στους ώμους.
Εσύ ποιός είσαι; Δήμαρχος;...
Πέταξέ τους γρήγορα στους νέους υπονόμους,
Των κουβαρντάδων θάσπαζα αλύπητα τη μούρη,
Θα κούραζα τα χέρια μου από δαρμούς και κτύπους
Και της Βουλής θα έκανα το μέγαρο αχούρι...
...να μη γεννώνται πλάσματα κουτά, σπασμένα, σάπια,
η νέα πλάσις όμορφη και δυνατή να γίνη,
να μη ζητή το βρώμιον και του σιδήρου χάπια.
Να έβγουν άλογα καλά, αλλά να βγουν και άντρες
Κι όχι μαϊμούδες, πίθηκοι, γυναικωτοί, γαλιάνδρες.
Εγώ θα ήμουν ο σκοπός του κεντρικού ταμείου,
Κι ούτε απ’ έξω θάφινα κανένας να περνά.
Κοιτάξετε τα μούτρα σας καλά μες στους καθρέφτες,
Σας ξέρω και με ξέρετε διαόλου παλιοκλέφτες...
Κι αφού με το στηλιάρι μου σας έσπαζα στο ξύλο
Και καλώς εσωφρόνιζα το ένα κι άλλο φύλο,
Και άμα έβλεπα κι εγώ πως στην Ελλάδα πια,
Ευρίσκονται και άνθρωποι με λίγη ανθρωπιά,
Θα έδινα το στέμμα μου εις άλλον να το βάλη
Και όπως τώρα θάρχιζα να γράφω στίχους πάλι...
Ίδατ’ εκεί παλληκαριά!


 Ίδατ’ εκεί αληθινή παλληκαριά και θάρρος!
Από παιδί αμούστακο σκοτώθηκε ο Τσάρος...
Γλύτωσε μια, γλύτωσε δυό, γλύτωσε πέντε κι έξη,
Μα εις την έβδομη φορά ξαπλώθηκε νεκρός...

*****

Γειά σου μεγάλε Ρουσακώφ κι ας είσαι και μικρός!
Ίδατ’ εκεί παλληκαριά και θέλησι μεγάλη!
Αμμ τι θαρρείτε; Σαν κι εμάς πως είναι και οι άλλοι;

Εκεί όπου στοιβάζεται μέρα και νύκτα χιόνι,
Όπου ποτέ δε βλέπουνε λιακάδα ζηλευτή,
Εκεί και Αυτοκράτορα ένα παιδί σκοτώνη
Και ο μεγάλος τον μικρό δεν σέρνη απ’ τ’ αυτί...
Ίδατ’ εκεί παλληκαριά!...

*****

Ίδατ’ εκεί πως άναψε το Ρούσικο το Αίμα !!!

Related Posts :



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου