Παρότι η μελέτη, που συντάχθηκε από ανεξάρτητους –υποτίθεται– συμβούλους, σε συνεργασία με στελέχη του υπουργείου Εσωτερικών, δείχνει ότι ο αριθμός των υπαλλήλων στην κεντρική διοίκηση και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα συνολικώς δεν υπερβαίνει (σε αναλογία με τον πληθυσμό) το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., κυρίως, δε, ότι η μισθολογική δαπάνη είναι πολύ χαμηλότερη από αυτόν, η μνημονιακή δημοσιολογία εξακολουθεί να λοιδορεί τους δημοσίους υπαλλήλους ενόψει των επερχόμενων σαρωτικών αλλαγών.
Η νεοφιλελεύθερη ψευδολογία για τον αριθμό τους και τη μισθολογική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ, βέβαια, δεν έχει παύσει, παρότι το ατόπημα αποδεικνύεται παραχρήμα.
Η φονταμενταλιστική πίστη σε καθετί ιδιωτικό και η αλλεργία σε καθετί δημόσιο εξακοντίζουν και την τελευταία πιθανότητα αντικειμενικότητας.
Παρά ταύτα, η ψευδολογία αυτή δεν είναι πλέον κρατούσα στο στρατόπεδο της νεοσυντηρητικής αντεπανάστασης. Τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν στις μισθολογικές ανισότητες που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών και κλάδων υπαλλήλων. Η εξίσωση των αμοιβών προς τα κάτω προβάλλεται ως το απόλυτο ιδανικό κοινωνικής δικαιοσύνης, οι αιτίες όμως της μέχρι σήμερα ανισότητας δεν αποδίδονται στις μεθόδους αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος, αλλά στις πιέσεις που αυτό δεχόταν από τους υπαλλήλους!...
Αλλά και αυτή η γωνία θέασης αποπροσανατολίζει. Γιατί, σε ένα πατερναλιστικό πολιτικό σύστημα «ιδιωτικού κράτους», όπου τα μεγάλα και επώνυμα συμφέροντα και οι ολιγοπωλιακοί όμιλοι κανοναρχούν τις κρίσιμες αποφάσεις και θέτουν τους άτυπους κανόνες λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και της οικονομικής δραστηριότητας, οι διάφορες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων δεν έχουν δυνατότητα ευρείας και καθοριστικής διαπραγμάτευσης. Είναι οι εκάστοτε επιλογές και προτεραιότητες των κυβερνώντων, που –κατά τις ανάγκες της αυτοποιητικής διαιώνισης της κυριαρχίας τους– από τη μια επιδαψιλεύουν αβέβαιες παροχές σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων ειδικού σκοπού και, από την άλλη, υποβαθμίζουν τις βασικές παραμέτρους της μισθολογικής και συνταξιοδοτικής κατάστασης όλων.
Η επιδοματική πολιτική που ακολουθήθηκε γενικώς, προς αποφυγή των αυξήσεων επί των βασικών μισθών, και τον όγκο των συντάξιμων αποδοχών απομείωσε αλλά και τη φοροδοτική ικανότητα των υπαλλήλων μεγέθυνε. Ήταν μια καθαρά συστημική πονηρία, η οποία βρισκόταν στον αντίποδα των διεκδικήσεων των δημοσίων υπαλλήλων και του συνδικαλιστικού τους κινήματος. Αν ένας ανεξάρτητος μελετητής συγκρίνει τα πορίσματα των συνεδρίων της ΑΔΕΔΥ με τη σημερινή μελέτη, στην εκπόνηση της οποίας δεν συνέπραξε, θα διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματά τους βρίσκονται αιώνες μπροστά.
Τι τύχη μπορεί να έχει μια χώρα, όταν το πολιτικό της σύστημα δεν μπορεί να παρακολουθήσει το διοικητικό, έστω κι αν είναι τόσο πολύ κακοποιημένο από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις;
Ποιος θα ζητήσει, επιτέλους, συγγνώμη από την κοινωνία και όλους τους καλόπιστους δημοσίους υπαλλήλους, που λοιδορήθηκαν και λοιδορούνται ακόμη ως πρωταίτιοι της κρίσης;
Ποιος θα αμυνθεί του δημοσίου χώρου, που δυσφημίζεται και συρρικνώνεται, προϊούσης της νεοφιλελεύθερης αλλοτρίωσης;
Ποιος θα είναι ο συνεκτικός ιστός ενός Εθνικού Οργανισμού με τόσες πολλές απομακρυσμένες, δυσπρόσιτες και νησιωτικές περιοχές, που περιμένουν την επιτόπου λειτουργία του Κράτους, αν το δημόσιο εργασιακό σύστημα περιπέσει στο επίπεδο του απορρυθμισμένου ιδιωτικού;
Ποιο θα είναι αυτό το πρότυπο σύστημα που θα τραβά τα υπόλοιπα για την εξίσωση προς τα πάνω, με κριτήρια αξιοπρεπούς διαβίωσης, απόδοσης και αξιοκρατίας, που είναι και ο σκοπός του Κοινωνικού Κράτους;
Αυτές και άλλες μελαγχολικές σκέψεις γεννώνται, όταν οι συν-Έλληνες βομβαρδίζονται από την ακατάσχετη, ρηχή, στρεβλωτική και επικίνδυνη μνημονιακή δημοσιολογία, που προβάλλει το... φεουδαρχικό θεσμό της «Ενιαίας Αρχής Πληρωμών» ως έργο του μέλλοντος, ωσάν η ευελιξία, η παραγωγικότητα, η προσωπική ευθύνη και η προηγμένη σύλληψη του δημοσίου συμφέροντος να έχουν ανάγκη θεσμούς που εμφανίστηκαν κάποτε σε προ-δημοκρατικά, απολυταρχικά καθεστώτα.
Διότι η αξίωση των δανειστών μας να ελέγχουν και την τελευταία δεκάρα που πηγαίνει σε δημόσιες δραστηριότητες δεν σημαίνει ότι κάναμε ένα διοικητικό άλμα στο μέλλον. Ακόμη και τα οικονομικά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θεωρούνται μέρος των δημοσιονομικών της Γενικής Κυβέρνησης και ουδείς εκ των επισήμων δημοσιολόγων σκέφτηκε να επισημάνει ότι αυτό αποτελεί οπισθοδρόμηση, που καταργεί την αυτοτέλεια των ΟΤΑ.
Κι όλες αυτές οι προ-δημοκρατικές επιδεινώσεις προβάλλονται ως «μηχανισμός σωτηρίας»!
Έτσι, επανέρχεται και το αίτημα του δημοσιονομικού Συντάγματος από μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου και κυβερνητικών παραγόντων, ώστε –κατά τις προτάσεις της απερχόμενης πλέον Μέρκελ από εκπροσώπου του γερμανικού κεφαλαίου– κάθε χώρα να λειτουργεί εντός στενών δημοσιονομικών πλαισίων.
Οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, οι έκτακτες περιστάσεις των κοινωνιών, οι επείγουσες παρεμβάσεις για τη διάσωση του κοινωνικού ιστού από την κατάρρευση, η ενίσχυση των δημοσίων λειτουργιών και των κοινοχρήστων δραστηριοτήτων, όλα, εν πάση περιπτώσει, που προά γουν τον ανθρώπινο και κοινωνικό βίο, που δεν προσιδιάζουν στις συνθήκες μιας κερδοσκοπικής επιχείρησης, τίθενται υπό το μικροσκόπιο της μονεταριστικής δημοσιονομικής διακυβέρνησης. Η κοινωνία πρέπει να προσαρμοστεί στις επιθυμίες και στους κανόνες των Αγορών, και όχι οι Αγορές στα συντεταγμένα κοινωνικά σύνολα!
Οι διεκδικήσεις, βάσει της αρχής της ισότητας, προς αποκατάσταση των αδικιών που το οικονομικό - πολιτικό σύστημα προξενεί, με παρέμβαση της τρίτης συντεταγμένης εξουσίας (της δικαστικής), θα κηρύσσονται εκτός νόμου, εκτός συνταγματικού δημοσιονομικού πλαισίου. Κι ενώ η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, των υπηρεσιών και των αγαθών θα ανατρέπει καθημερινά όλους τους οικογενειακούς και κοινωνικούς προϋπολογισμούς, με τη συνακόλουθη κατάρρευση του αποσυγκροτημένου παραγωγικού μας ιστού, δεν θα υπάρχει δυνατότητα ενισχυμένης χρηματοδότησής του για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τον αδυσώπητο ανταγωνισμό.
Και, αντί να αντιμετωπίζουμε αυτή τη ζοφερή προοπτική ως το μοχλό της περαιτέρω κοινωνικής και οικονομικής επιδείνωσης, υπεύθυνοι δημόσιοι παράγοντες, με ανεστραμμένη λογική και πλεονάζουσα νεοφιλελεύθερη αλλοτρίω ση, την προβάλλουν ως λυτρωτική διέξοδο. Συγκεχυμένες ιδέες, θολές συνειδήσεις, παραμορφωτική σύλληψη της διαχρονικής ελληνικής πραγματικότητας, διαβρωμένες ψυχές από το ίδιον συμφέρον σταδιοδρόμησης στο θεσμικό εποικοδόμημα είναι ένα καταστροφικό μείγμα, που έχει θέσει την πατρίδα σε τροχιά ελεύθερης πτώσης και υποβαθμίζει το ανθρώπινο δυναμικό στο διεθνή καταμερισμό εργασίας! Και ο πλήρης συλλογισμός που θα αποδώσει τα σημερινά μας παθήματα στις πραγματικές τους αιτίες, δηλαδή στην αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα, αργεί να σχηματιστεί.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 10/3/11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου